Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

Δυο κόκκοι άμμου



Κάποτε ένας νέος, ο Αλή, καθώς ταξίδευε στην έρημο, έπεσε σε αμμοθύελλα. Ο ουρανός είχε γίνει κατάμαυρος και ο καυτός δυτικός αέρας έφερνε τεράστια σύννεφα σκόνης και άμμου. Η ορατότητα ήταν τόσο μικρή που ο ταξιδιώτης μόλις διέκρινε τα αυτιά του αλόγου του. Ο νους του ήταν μόνο σε μια σκέψη: να προχωράει με σκεπασμένο το πρόσωπο κατά τη διεύθυνση του ανέμου, γιατί αν γύριζε έστω λίγο λοξά, ο δηλητηριασμένος με άμμο αέρας θα έκαιγε τα πνευμόνια του και σε λίγο θα ήταν θαμμένος κάτω τη θανατηφόρα σκόνη.

Κάποια στιγμή το άλογό του σταμάτησε ανέλπιστα μπροστά σε μια πύλη. Με χαρά ο νέος είδε ότι είχε φτάσει σε έναν πύργο. Σε λίγο βρισκόταν σε ένα δροσερό, σκοτεινό και ήσυχο δωμάτιο που του φάνηκε σαν παράδεισος. Καθώς τίναζε την άμμο από πάνω του άκουσε μια φωνή: 

— Είσαι άνθρωπος, τζίνι ή στοιχειό;

— Είμαι άνθρωπος. Εσύ τι είσαι;

Δεν χρειάστηκε να περιμένει απάντηση. Μπροστά του παρουσιάστηκε μια κοπέλα με πρόσωπο σαν φεγγάρι, με ευωδιά σαν ρόδο, με κορμί λυγερό σαν νέα φοινικιά. Με την πρώτη ματιά ο νέος ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά.

— Χάθηκα στη θύελλα, εξήγησε η κοπέλα. Κάποια στιγμή δεν ήξερα πού βρισκόμουν και πόσο ακόμα θα ζούσα.

— Τώρα όμως σώθηκες, όπως κι εγώ. Ο πύργος θα μας προσφέρει καταφύγιο μέχρι να κοπάσει η θύελλα. Πώς σε λένε;

Η κοπέλα τον κοίταξε παραξενεμένη:

— Τι σε νοιάζει το όνομά μου; Δεν ξέρεις ότι δεν πρέπει καν να μιλάμε γιατί είμαι κοπέλα και είσαι άντρας;

Ο νέος την έπιασε από το χέρι ευγενικά αλλά σταθερά και την οδήγησε στην πόρτα. Την άνοιξε και της έδειξε τον αέρα που λυσσομανούσε έξω.

— Βλέπεις την κοσμοχαλασιά; Δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχει σκεπαστεί από άμμο.

— Ναι, πραγματικά, είπε η νέα.

— Εσύ κι εγώ δεν είμαστε παρά δυο μικροί κόκκοι άμμου που τους φυσάει ο άνεμος όπου θέλει χωρίς να τους ρωτάει. Δεν χρειάζεται ο ένας κόκκος να φοβάται ούτε να αποφεύγει τον άλλο. Αυτό είναι το κισμέτ δυο κόκκων άμμου.

Η κοπέλα τον κοίταξε για λίγο σιωπηλή, ενώ αυτός ξανάκλεισε την πόρτα και ο πύργος ησύχαζε από τη θύελλα.

— Σάλμα, κόρη του Χουσεΐν, απάντησε.

Οι δυο τους βολεύτηκαν σε κάποια γωνιά του μεγάλου δωματίου, ενώ έξω μαινόταν η καταιγίδα και άρχισαν να συζητούν με τις ώρες, να διηγούνται στιγμές από τη ζωή τους, να μιλούν για τα όνειρα, τους φόβους και τις ελπίδες τους.

Μετά από πολλές ώρες ο νέος είδε ότι τα μάτια της Σάλμας είχαν γλαρώσει από γλυκιά νύστα και σε λίγο κοιμόταν ήσυχα σαν παιδί. Ξάπλωσε κι αυτός και αμέσως τον πήρε ο ύπνος, καθώς έξω ούρλιαζε ακόμα ο αέρας.

Όταν ο Αλή ξύπνησε το πρώτο που παρατήρησε ήταν ότι είχε χαράξει και ότι η καταιγίδα είχε κοπάσει. Γύρισε το βλέμμα του προς το μέρος της Σάλμας αλλά η θέση της ήταν άδεια. Άνοιξε την πόρτα και προσπάθησε να ακολουθήσει τα ίχνη της αλλά ήταν αδύνατο επειδή ο λίγος αέρας που φυσούσε ακόμα τα είχε σβήσει. Ένιωσε πάλι σαν χαμένος μέσα στην ερημιά. Η μόνη κοπέλα που τον είχε συγκινήσει χάθηκε χωρίς να αφήσει κανένα σημάδι πίσω της.

Ήθελε να κλάψει αλλά ήξερε πόσο μάταιο ήταν κι αποφάσισε να ψάξει να τη βρει. Σε λίγο συνειδητοποίησε ότι δεν ήξερε σχεδόν τίποτα γι’ αυτήν, εκτός από το όνομά της και το όνομα του πατέρα της. Αλλά οι μισοί Άραβες λέγονται Χουσεΐν και οι μισοί από αυτούς έχουν μια κόρη που λέγεται Σάλμα. Οι διαβάτες που συναντούσε και που ήταν πρόθυμοι να του δώσουν πληροφορίες για οτιδήποτε κόμπιαζαν μόλις άκουγαν την ερώτησή του.

Ο Αλή δεν το έβαλε κάτω. Γύριζε από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό ελπίζοντας ότι κάπου θα συναντούσε την κοπέλα που από την πρώτη στιγμή είχε μιλήσει στην ψυχή του. Έψαχνε επί μήνες, δεν είχε διάθεση για φαγητό και είχε αδυνατίσει πολύ.

Κάποια μέρα, ενώ πήγε να περάσει ένα πλατύ ποτάμι, σχεδόν ξαφνικά και ενώ βρισκόταν καταμεσής στο ρεύμα, ξέσπασε μια μπόρα τόσο δυνατή που ανέβασε επικίνδυνα τη στάθμη του νερού και ο Αλή πάλεψε ώρα προσπαθώντας να φτάσει στην αντίπερα ακτή. Οι δυνάμεις του όμως τον εγκατέλειψαν λίγα μέτρα πριν να πατήσει σε στέρεο έδαφος: βούλιαξε στο ποτάμι και ένιωσε τα πνευμόνια του να γεμίζουν νερό. 

Ήταν μισοαναίσθητος και μισοπεθαμένος όταν μια γυναίκα, με κίνδυνο της ζωής της, τον τράβηξε στην όχθη. Ήταν τόσο εξουθενωμένος και απελπισμένος που δεν φάνηκε να χαίρεται καθόλου που σώθηκε μέχρι που σήκωσε το βλέμμα του και είδε ότι η γυναίκα που τον έσωσε ήταν η Σάλμα!

Η νέα του κράτησε το κεφάλι στα χέρια της, τον κοίταξε στα μάτια και του είπε:

— Αλή, η πρώτη φορά που συναντιούνται δυο κόκκοι άμμου μπορεί να είναι σύμπτωση και να τους χωρίσει πάλι ο αέρας. Αν όμως οι δυο κόκκοι συναντηθούν και δεύτερη φορά, και μάλιστα γιατί πάλεψαν γι’ αυτή τη συνάντηση, τότε είναι κάτι πιο δυνατό κι από το Κισμέτ και τίποτα δεν τους χωρίζει.

(Ιράκ)

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΓΓΟΥΤΑΣ, Η Σοφία των Λαών, εκδόσεις Σαΐτα.


Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τη σημερινή εικόνα έκανε η Άρτεμις Θεοδώρου.


Η Άρτεμις γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη το 1991, όπου ζει μέχρι σήμερα. Ξεκίνησε να ζωγραφίζει από μικρή ηλικία και δεν σταμάτησε ποτέ. Φέτος διανύει το τελευταίο έτος στο Τμήμα εικαστικών και εφαρμοσμένων τεχνών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Λατρεύει το διάβασμα και το όνειρό της είναι να εικονογραφήσει ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο βιβλίο.
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα του «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:




Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;