Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

Η Άρτεμη (απόσπασμα από Το καπλάνι της βιτρίνας)



(Η Μυρτώ και η Μελιά, δύο αδελφές, πηγαίνουν κάθε καλοκαίρι διακοπές στο Λαμαγάρι. Εκεί συναντούν τους φίλους τους, των οποίων οι ζωές κάθε άλλο παρά ρόδινες είναι.)

…Δεν ξέρω γιατί, μα όλα τα παιδιά από τα τσαρδάκια έχουνε κάτι λυπητερές ιστορίες. Πιο λυπητερές κι από του Δαβίδ Κόπερφηλντ. Πολύ θα ‘θελα, σα μεγαλώσω, να γινόμουνα συγγραφέας και να τις γράψω. Η Μυρτώ όμως έχει διαβάσει κάπου πως συγγραφέας δε γίνεται, αλλά γεννιέται κανείς.

Κοίταζα την «Κρυσταλλία» που ξεμάκραινε κι άρχισα να συλλογιέμαι: Τι κρίμα! Αν είχα γεννηθεί συγγραφέας θα ‘γραφα τρεις λυπητερές ιστορίες.

Πρώτη λυπητερή ιστορία

ΑΡΤΕΜΗ

Πολλές φορές, σαν κοντεύει να δύσει ο ήλιος, η Άρτεμη λέει στη Μυρτώ και σε μένα: «Πάμε στον βράχο της μάνας μου».

Είναι ένας ψηλός απότομος βράχος, που στην κορφή του έχει φυτρώσει μια μικρή αγριοροδιά. Κάτω, στο βάθος, απλώνεται η θάλασσα, που το νερό της καθώς το κοιτάμε από ψηλά φαίνεται βαθύ και σκοτεινό. Αποκεί, πέρυσι το χειμώνα, έπεσε η μαμά της Άρτεμης και πνίγηκε. Ήτανε άρρωστη κι ο κυρ Αντώνης ήθελε να πουλήσει τη βάρκα του, για να βάλει τη γυναίκα του στο νοσοκομείο. Μα κείνη δεν το ‘θελε αυτό, γιατί «η βάρκα δίνει ψωμί», έτσι έλεγε. 

«…Κι έπεσε από τα βράχια, για να ‘χει ψωμί η πολυαγαπημένη της κόρη…». Έτσι θα ‘γραφα. Μπορεί όμως το «πολυαγαπημένη» να το ‘σβηνα και να ‘γραφα μόνο «το παιδί της» ή «η Άρτεμη».

Όταν φτάσουμε στον βράχο, η Άρτεμη στέκεται άκρη άκρη κι αρχίζει να δέρνεται και να χτυπιέται:
-Άχου, μάνα μου, γιατί μας το ΄κανες!

Εμείς οι δυο φοβόμαστε τόσο που αγκαλιάζουμε τη ροδιά.

Στο τσαρδάκι της Άρτεμης δεν έχει ούτε κρεβάτι. Όταν δεν κοιμάται με τον κυρ Αντώνη στη βάρκα, πέφτει κατάχαμα στην κουρελού. Μονάχα στον έναν τοίχο σε μια χρυσή κορνίζα είναι ένα κάδρο που παριστάνει τη θεία Δέσποινα, σαν ήτανε νέα, με φόρεμα χορού. Αυτό το κάδρο το είχαμε στην αποθήκη, γιατί όλοι λέγανε πως ήτανε κακοζωγραφισμένο. Ο Νίκος, μάλιστα, πείραζε τη θεία Δέσποινα και το έλεγε «σκιάχτρο». Μια μέρα, που η Σταματίνα καθάριζε την αποθήκη, το ‘βγαλε στην αυλή. Η Άρτεμη έκανε χίλια παρακάλια να της το ‘δώσουν.

-Τώρα έχουμε και ‘μεις το έπιπλό μας, έλεγε σαν το κουβαλούσε στο τσαρδάκι του.

Η Άρτεμη φοράει όλα τα περσινά φορέματα της Μυρτώς που της μίκρυναν ή πάλιωσαν. Άμα φοράει η Μυρτώ κανένα φόρεμα που αρέσει πολύ στην Άρτεμη εκείνη της λέει:

-Μαρή Μυρτώ, μην κάθεσαι στον ήλιο και ξεβάψουνε τα λουλουδάκια.

ΑΛΚΗ ΖΕΗ,
Το καπλάνι της βιτρίνας, εκδόσεις Μεταίχμιο.

Η Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει κείμενα παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθια ή ποιήματα), διηγήματα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Την εικόνα έκανε η Πόπη Χατζηιωαννίδου.


Ονομάζομαι Πόπη Χατζηιωαννίδου και γεννήθηκα το 1982 στη Θεσσαλονίκη. Μικρή, ζωγράφιζα πάντα και παντού, κυρίως ανθρώπους, σπανιότερα τοπία. Τώρα πια, ψάχνω πάντα ευκαιρία να πιάσω τα χρώματα και να κλέψω λίγη παιδική ηλικία ακόμη...
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα του «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;