Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019

Ο Χαρουμενάκος


Κάποτε, σ’ ένα πολύ κρύο χωριουδάκι κοντά στην Ανταρκτική, μύρισαν για τα καλά τα Χριστούγεννα. Παρά τον τσουχτερό χειμώνα οι κάτοικοί του δεν πτοήθηκαν. Φόρεσαν τα γιορτινά τους, στόλισαν τα σπίτια τους και φώτισαν με χρωματιστά λαμπιόνια ολόκληρο το χωριό.
Αυτό το χωριό δεν έμοιαζε στις συνήθειές του με κανένα άλλο. Τα παιδιά εκεί έλεγαν κάθε μέρα τα κάλαντα σε όποιον το επιθυμούσε και για όσο κρατούσαν οι γιορτές. Αντί να παίρνουν όμως χρήματα, έπαιρναν πότε γλυκά και πότε στολίδια για το δέντρο τους.
Σε μιαν ακρούλα σκοτεινή, πίσω από κάτι παγωμένα ξερόχορτα, ένα μικρό και άτακτο πιγκουινάκι παρακολουθούσε την εορταστική ατμόσφαιρα. Κάθε φορά που έβρισκε ευκαιρία το έσκαγε από τη μαμά του, χωνόταν στην κρυψώνα του και ανυπομονούσε για το θέαμα της ημέρας. Πλημμύριζε από χαρά όταν έβλεπε τα παιδιά να τραγουδούν χαρμόσυνα από πόρτα σε πόρτα. Φούσκωνε το μυαλό του με το όνειρο τάχα πως πάει και αυτό τα κάλαντα να πει. Εκείνο βέβαια που πιότερο λαχταρούσε δεν ήταν τόσο τα γλυκά, όσο τα στολίδια. Τα χρώματα και οι ασημόσκονες  πανηγύριζαν στα μάτια του και ταξίδευαν την αθώα του καρδιά.
Μια μέρα που βρισκόταν στη γνωστή μεριά, μία παρέα παιδιών πέρασε από δίπλα του. Τότε, ένα μεταλλικό τρίγωνο γλίστρησε από τα χέρια ενός κοριτσιού, κύλησε πάνω στο χιόνι και έφτασε μπρος στη μυστική φωλίτσα. Η μικρούλα έσκυψε και παραμέρισε με τα χέρια της τα ξερόχορτα για να το πιάσει. Προς έκπληξή της, ένα ζευγάρι μάτια λαμπερά σαν άστρα καρφώθηκαν πάνω της. “Τι κάνεις εδώ, μικρούλη μου; Είσαι τόσο γλυκός! Το ξέρεις;!”, είπε αμέσως το κορίτσι στο φοβισμένο πιγκουινάκι. Ο γλυκός πιγκουίνος, μόλις κατάλαβε πως είναι ασφαλής, σήκωσε το τρίγωνο από τα πόδια του και πλησίασε με αυτό τη μικρή. Όμως αντί να της το δώσει, έδειξε με τα χεράκια του το μεταλλικό μπαστουνάκι που κρατούσε το κορίτσι. Η μικρή του το έδωσε και ο πιγκουίνος έλαμψε από χαρά. Άρχισε να το χτυπά ρυθμικά μέσα στο τρίγωνο και να χοροπηδά τόσο που έλεγες θα έφτανε στον ουρανό. Ολόκληρη η παρέα του κοριτσιού μαζεύτηκε γύρω από τη μυστήρια φωλιά. Δεν πίστευαν σε αυτό που έβλεπαν και δεν ήθελαν να στρέψουν το βλέμμα τους αλλού. Δίχως αμφιβολία αυτός ο πιγκουίνος είχε ταλέντο μοναδικό!
Από εκείνη τη μέρα, όταν τα παιδιά έβγαιναν για τα κάλαντα, έπαιρναν πάντα μαζί τους τη μαγική τους μασκότ, τον Χαρουμενάκο. Δεν ήταν άλλη φυσικά από τον γλυκύτατο πιγκουίνο. Τον έβαζαν μπροστά μπροστά να χτυπά το τρίγωνο και να κλέβει την παράσταση. Γέμιζαν έτσι τα καλάθια τους φιλέματα, τόσα που έφταναν και για όλους τους φτωχούς του χωριού. Μια γιαγιά μάλιστα έπλεξε στον Χαρουμενάκο ρούχα ζεστά για να έχει να φοράει στη βαρυχειμωνιά. Με αυτά ο μικρός έγινε ακόμη πιο γλυκός.
Όταν τελείωσαν οι γιορτές ο Χαρουμενάκος έπρεπε να επιστρέψει στο πιγκουινοχωριό του. Χαιρέτησε τους φίλους του και έφυγε περήφανος κρατώντας ένα στολίδι σε σχήμα καρδιάς. Θαρρούσε πως κράταγε ολάκερο θησαυρό. Και ίσως τον κράταγε τελικά. Άλλωστε, πως αλλιώς να ονομάσεις τόση ευτυχία;
Το παραμύθι έγραψε η Κάτια Βέρρα, με αφορμή την παραμυθοκαρτέλα του Πιγκουίνου:


Γεννήθηκα το 1985 και μεγάλωσα στην Πάτρα. Σπούδασα Επικοινωνία και Δημόσιες Σχέσεις στο ΤΕΙ της Κεφαλονιάς και έπειτα αποφοίτησα από το Παιδαγωγικό τμημα Νηπιαγωγών του ΑΕΙ Πατρών.
Η αγάπη μου για τη ζωγραφική και τα βιβλία αναδύθηκε από μικρή ηλικία. Έβρισκα πάντα χρόνο να πειραματίζομαι με χρώματα και πινέλα, να διαβάζω ή ακόμη και να γράφω κάτι.
Η ιδιαίτερη αδυναμία μου για τα παραμύθια εντάθηκε με τον ερχομό του γιού μου. Μία από τις πιο απολαυστικές στιγμές της μέρας είναι εκείνη που τον κρατάω αγκαλιά και τα διαβάζουμε παρέα.
Αυτή την περίοδο συμμετέχω στο Εργαστήριο Συγγραφής των Εκδόσεων Αλάτι - που συντονίζει η συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη - κυνηγώντας την έμπνευση και το όνειρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;