Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Οι ευχές του Όλλε



Ζούσε κάποτε σε μια κωμόπολη της Σουηδίας ένα αγόρι που του άρεσε να κάνει συνεχώς ευχές. Δεν ήταν πάντα για ακριβά πράγματα, μπορεί να έκανε ευχή για ένα ποδήλατο, έστω μεταχειρισμένο, ένα έλκηθρο, ένα καλό μαχαίρι για να φτιάχνει σφυρίχτρες από τα κλαδιά της ιτιάς, μια μπάλα, ή οτιδήποτε άλλο. Η αλήθεια είναι ότι, επειδή ήταν ορφανός από πατέρα, η μητέρα του ξενοδούλευε για να τα βγάλει πέρα και δεν είχε τη δυνατότητα να ικανοποιήσει ούτε τις πιο μικρές επιθυμίες του γιού της, του Όλλε. Έτσι οι ευχές του παιδιού έμεναν πάντα ανικανοποίητες.

Μια μέρα που βρισκόταν στο πάρκο ευχήθηκε κάτι μεγαλόφωνα, δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, πιθανώς κάποια επιθυμία της στιγμής. Ένας γέρος, που ξεκουραζόταν σε ένα παγκάκι τον άκουσε και του έδωσε μια συμβουλή:

— Αν θέλεις να πιάσει μια ευχή σου, πρέπει να πας στο δάσος, να πλησιάσεις μια κίσσα και να ρίξεις λίγο αλάτι στην ουρά της. Τότε, γρήγορα, πριν προλάβει και το τινάξει, να πεις την ευχή σου και θα πραγματοποιηθεί αμέσως.

Ο Όλλε βρήκε πολύ σοφή τη συμβουλή του γέρου. Άλλωστε είχε δοκιμάσει όλα τα άλλα και τίποτα δεν φαινόταν να δουλεύει: να κάνει ευχή όταν βλέπει πεφταστέρι ή όταν «πετούσε» το μάτι του ή όταν έριχνε ένα χάλκινο κέρμα στο νερό.

Πήρε λοιπόν ένα κουτί αλάτι και πήγε στο δάσος. Τώρα το να μπορέσει να ρίξει αλάτι στην ουρά μιας κίσσας δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Τα πουλιά αυτά είναι πολύ έξυπνα και, μ’ όλο που έκαναν ότι πλησίαζαν το αγόρι, την τελευταία στιγμή του έφευγαν. Η όλη υπόθεση κράτησε πολλές μέρες αλλά το αγόρι δεν είχε άλλη λύση από το να επιμένει.

Παραδόξως μια μέρα καθώς πλησίασε μια κίσσα αυτή δεν πέταξε μακριά, αντίθετα τον κοίταξε με τα έξυπνα μάτια της και του είπε: 

— Γεια σου, Όλλε!

Εκείνος παραξενεύτηκε: 

— Μπορείς και μιλάς ανθρωπινά;

— Α, βέβαια, είπε το πουλί. Δεν είμαι τυχαία κίσσα, αλλά ένα μαγεμένο πριγκιπόπουλο και μπορώ να πραγματοποιήσω κάθε ευχή σου. Πριν όμως σε αφήσω να ρίξεις αλάτι στην ουρά μου, θα πρέπει να μου φέρεις ένα ωραίο μαχαίρι, γιατί έχουν παραμεγαλώσει τα νύχια μου και η μύτη μου.

Το παιδί σκέφτηκε ότι η κίσσα δεν του ζητούσε πολλά σαν αντάλλαγμα. Βγήκε λοιπόν και μάζεψε αγριοφράουλες, τις πούλησε στον μανάβη και σε μερικές μέρες είχε αρκετά χρήματα για να αγοράσει ένα μαχαίρι.

Πήρε το μαχαίρι και το κουτί με το αλάτι και ξαναπήγε στο δάσος. Η κίσσα δεν ενθουσιάστηκε. 

— Εγώ είμαι ολόκληρος πρίγκιπας, τι να τον κάνω αυτό το σουγιά; Εγώ θέλω ένα μαχαίρι με ασημένια λεπίδα και χρυσή λαβή. Αυτό κράτα το για τον εαυτό σου. Το παιδί στενοχωρήθηκε και σκεφτόταν πώς θα μπορέσει να αγοράσει ένα τόσο ακριβό μαχαίρι.

— Α μη σε νοιάζει, είπε η κίσσα. Δεν θέλω μαχαίρι πια, φέρε μου ένα ποδήλατο.

Το αγόρι πήρε το μαχαίρι και άρχισε να φτιάχνει διάφορα ξύλινα πράγματα, κουτάλες, παιχνίδια, κάδρα και τα πουλούσε. Του πήρε μερικές εβδομάδες αλλά τελικά είχε αρκετά λεφτά για να αγοράσει ένα μεταχειρισμένο ποδήλατο. Το καβάλησε λοιπόν, πήρε μαζί του και το αλάτι και πήγε να βρει τον φτερωτό φίλο του.

— Δε λέω, είναι ωραίο το ποδήλατο, αλλά εγώ είμαι πρίγκιπας, δεν μπορώ να πηγαίνω με μεταχειρισμένο ποδήλατο. Κράτα το για τον εαυτό σου. Έτσι κι αλλιώς τώρα θα προτιμούσα ένα έλκηθρο.

Ο Όλλε συνέχισε να φτιάχνει ξύλινα πράγματα, αλλά και να κάνει μικρομεταφορές με το ποδήλατό του στην πόλη. Του πήρε κάμποσους μήνες, αλλά μάζεψε αρκετά χρήματα για να πάρει ένα έλκηθρο, που μ’ όλο που ήταν περσινό μοντέλο, ήταν πολύ ωραίο. Τσούλησε λοιπόν στο δάσος, που ήταν χιονισμένο πια γιατί είχε χειμωνιάσει, και πήγε να ξαναβρεί την κίσσα:

— Δεν λέω, ωραίο είναι το έλκηθρο, αλλά εγώ θα ήθελα το τελευταίο μοντέλο. Κράτα το εσύ. Εγώ τώρα θα προτιμούσα ένα φορτηγάκι.

Ο Όλλε χρησιμοποίησε το έλκηθρο για να μεταφέρει πράγματα, του πήρε κάνα δυο χρόνια, είχε κιόλας μεγαλώσει, αγόρασε ένα φορτηγάκι μάρκας «Κεραυνός» και το οδήγησε στον φίλο του.

— Καλό είναι, αλλά δεν είναι η μάρκα μου, εγώ θα προτιμούσα ένα μάρκας «Αστραπή». Δεν πειράζει, κράτα το εσύ. Τώρα, να σου πω την αλήθεια, θα προτιμούσα ένα ωραίο σπίτι γιατί βαρέθηκα να ζω στους θάμνους και στα κλαδιά.

Ο Όλλε, που είχε γίνει άντρας πια, χρησιμοποιούσε το φορτηγάκι για να κάνει μεταφορές, είχε μάλιστα ξεκινήσει μια δική του εταιρεία μεταφορών που απασχολούσε αρκετούς εργάτες και σε μερικά χρόνια κατάφερε να αγοράσει ένα σπίτι στην άκρη της πόλης κοντά στο δάσος. Πήρε λοιπόν το κουτί με το αλάτι και πήγε στον φίλο του. Εκείνος απογοητεύτηκε. 

— Δεν είναι και άσχημο σαν σπίτι, έχει αρκετά δωμάτια, ωραία αυλή, αλλά εγώ είμαι πρίγκιπας έπρεπε να μου φτιάξεις ένα παλάτι με πισίνα. Κράτα το για τον εαυτό σου. Αυτό που θέλω εγώ τώρα είναι πολλά λεφτά για να πάρω αυτό που μου αρέσει και όχι να μου φέρνεις εσύ ό,τι θέλεις.

Τι να κάνει ο Όλλε που είχε φτάσει τα τριάντα; Παντρεύτηκε μια καλή κοπέλα γιατί το σπίτι του φαινόταν άδειο όταν έμενε μόνος του, έκανε και μερικά παιδιά, άρχισε να κάνει επενδύσεις, να φτιάχνει εταιρείες, να έχει πολύ προσωπικό, κάποτε μετά από κάμποσα χρόνια είχε αρκετά λεφτά στην τράπεζα. Παίρνει λοιπόν το μπλοκ των επιταγών, παίρνει και το κουτί με το αλάτι και πάει στον πρίγκιπα.

Έλεγξε το λογαριασμό η κίσσα, του έκανε και μερικές διευκρινιστικές ερωτήσεις, βρήκε αρκετά μεγάλα τα κεφάλαια και του είπε:

— Εντάξει τώρα μπορείς να ρίξεις λίγο αλάτι στην ουρά μου και να κάνεις την ευχή σου.

Επιτέλους ήρθε η μεγάλη στιγμή και ο Όλλε έριξε αλάτι στην ουρά της κίσσας.

— Κάνε τώρα την ευχή σου. Θα μετρήσω ως το τρία, βιάσου για να προλάβεις. Ένα! μέτρησε η κίσσα.

Για πρώτη φορά στη ζωή του δεν μπορούσε να σκεφτεί αν του λείπει κάτι.

Είχε δουλέψει σκληρά, αλλά είχε πετύχει ό,τι ήθελε.

— Δύο! συνέχισε η κίσσα.

Χωρίς να το καταλάβει είχε με τον κόπο του πετύχει αυτό που προσπαθούσε μάταια να πετύχει με ευχές.

— Τρία! ανακοίνωσε η κίσσα και τίναξε την ουρά της για να φύγει το αλάτι. Έχασες! Αλλά μπορεί και να μην έχεις χάσει, γιατί έχεις ό,τι θέλεις και δεν χρειάζεται να κάνεις πια ευχές!

— Δηλαδή, μπορεί να μη χρειαζόταν καθόλου το αλάτι στην ουρά σου..., παρατήρησε ο Όλλε.

— Έτσι λέω κι εγώ! έκανε η κίσσα και πέταξε μακριά με το γνωστό κοροϊδευτικό γέλιο της.

(Σουηδία)

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΓΓΟΥΤΑΣ, Η Σοφία των Λαών, εκδόσεις Σαΐτα (υπό έκδοση)

Κάθε βδομάδα η Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τη εικόνα έκανε η Μαρία-Έφη Καριώτογλου.


Γεννήθηκα το 1967 στην Αμερική. Από πολύ μικρή ηλικία αγάπησα τη ζωγραφική και σε ηλικία 10 χρονών διακρίθηκα σε παγκόσμιο διαγωνισμό.  Σπούδασα Διοίκηση Επιχειρήσεων και παράλληλα  ζωγραφική και πιάνο.

Σήμερα ζω και εργάζομαι στη Σάμο με τον σύζυγο και τα τέσσερα παιδιά μου, ασχολούμαι με τη ζωγραφική και το πλέξιμο amigurumi, συμμετέχοντας σε ομαδικές εκθέσεις. 

Το διαδικτυακό μου «σπίτι» είναι το http://mariaeffie.blogspot.gr
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα της στήλης «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:















Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;