Μέσα
σε ένα μπολ, έπεσε το αλεύρι, το βούτυρο, η βανίλια, η ζάχαρη, τα
φρεσκοκαβουρδισμένα αμύγδαλα και κάτι ψιλολοίδια ακόμη. Δυο χέρια τα δούλεψαν
καλά και τα έπλασαν σε ολοστρόγγυλες μπαλίτσες ζύμης. Στη ζεστασιά του φούρνου και
μέσα σε ένα μεθυστικό άρωμα βουτύρου, σταθεροποίησαν το σχήμα τους κι ένα ζωηρό
αμύγδαλο άρχισε να πάλλεται σαν μικρή καρδιά. Έτσι γεννήθηκε ο κύριος Κουραμπιές
κι αμέσως μετά γνώρισε το πιο γλυκό χιόνι των Χριστουγέννων. Τη ζάχαρη άχνη.
«Οι
κουραμπιέδες σου μυρίζουν υπέροχα, μαμά», είπε ένα παιδί.
«Θα
τους φάω όλους!» είπε ένα άλλο.
«Να
τους αφήσετε ήσυχους! Πηγαίνετε να πλύνετε τα χέρια σας, να βάλω τραπέζι», είπε
η μαμά κι η πιατέλα που είχε αράξει το τραγανό του κορμί ο κύριος Κουραμπιές, ανέβηκε
και προσγειώθηκε επάνω στο υψηλότερο ράφι. Τα παιδιά υπάκουσαν τη μητέρα τους
και μόλις έφαγαν το φαγητό τους, εκείνη τα επιβράβευσε με έναν κουραμπιέ. Μέσα
σε λίγες μπουκιές τα μικρά χιονισμένα γλυκίσματα εξαφανίστηκαν κι ο κύριος
Κουραμπιές, για πρώτη φορά στη ζωή του, άρχισε να ανησυχεί πραγματικά.
«Πρέπει να φύγω από δω, προτού με
φάνε και μένα», σκέφτηκε κι όλη την ημέρα την πέρασε
μέσα στην αγωνία. Μόλις έσβησαν τα φώτα πάτησε πάνω στην άχνη ζάχαρη που
καπέλωνε τους από κάτω κουραμπιέδες, σαν να πατούσε σε φρέσκο χιόνι και
κατέβηκε σαν να κατέβαινε σκαλοπάτια. Έκανε νόημα στους άλλους να ξεσηκωθούν
και να φύγουν μαζί του, μα εκείνοι έμοιαζαν δειλοί σαν πραγματικοί κουραμπιέδες.
«Κοίτα
εδώ! Εδώ! Εδώ κάτω!» άκουσε μια φωνή. Δεν ήταν μόνος. Άλλος ένας κουραμπιές
βρισκόταν εκεί ζωντανός, κάτω από δύο κουραμπιεδοσειρές με χιονισμένες
βουνοκορφές. Έτρεξε τότε να τον βοηθήσει, όταν ένιωσε κάτι να του γαργαλάει την
πλάτη. Ήταν τρία παιδικά δακτυλάκια που προσπαθούσαν να τον φτάσουν. Μαζεύτηκε
σε μια γωνιά και τα κοιτούσε που χόρευαν στον αέρα αναζητώντας κάτι.
«Πιάσε
ένα και για μένα», ακούστηκε χαμηλόφωνα μια από τις γνώριμες φωνούλες του
σπιτιού, «αλλιώς θα πω στη μαμά, ότι τους έφαγες εσύ.»
«Πάψε!
Μόλις είχα πιάσει έναν και νομίζω ότι, κατά λάθος, τον έσπρωξα μακριά.» Τα
δακτυλάκια πλησίασαν λίγο ακόμη και κατάφεραν να αρπάξουν εκείνον που
προσπαθούσε να το σκάσει λίγο νωρίτερα με τη βοήθεια του κυρίου Κουραμπιέ, όταν
άναψε το φως του διαδρόμου. Το παιδί τον παράτησε κι έτρεξε να κρυφτεί με τον
αδερφό του πίσω από την πόρτα της κουζίνας. Τότε οι δύο κουραμπιέδες κρύφτηκαν κι
εκείνοι πίσω από ένα βάζο μαρμελάδας. Το φως της κουζίνας άναψε κι η μαμά
κοντοστάθηκε για λίγο στην πόρτα κουνώντας το κεφάλι της. Έπειτα, μάζεψε την
καρέκλα, φύλαξε τους κουραμπιέδες σε ένα ντουλάπι, καθάρισε το ράφι από την άχνη
που είχε σκορπίσει και πήγε για ύπνο. Λίγο μετά, αφού έσβησαν όλα τα φώτα τα
δυο αδέρφια επέστρεψαν απογοητευμένα στα
κρεβάτια τους.
«Ουφ,
φτηνά τη γλυτώσαμε», ψιθύρισε ο κύριος Κουραμπιές.
«Μα,
αυτό είναι τρομερό!» ξεφώνησε ο άλλος που κοιτούσε τη μορφή του πάνω σε μια
μεταλλική τσαγιέρα.
«Τι
έπαθες;»
«Δες
το κεφάλι μου! Δεν έχω αρκετή άχνη ζάχαρη, κινδυνεύω τώρα!»
«Κινδυνεύεις;»
«Φυσικά,
δίχως την άχνη όλοι κινδυνεύουμε. Δεν έχεις προσέξει ότι οι άνθρωποι συνηθίζουν
να τινάζουν την παραπανήσια ζάχαρη λίγο πριν μας φάνε; Αυτή μας προστατεύει»,
είπε με απογοήτευση.
«Λες;
Τότε πρέπει γρήγορα να βρούμε το δοχείο με την άχνη», αποκρίθηκε ο κύριος
Κουραμπιές. Ήταν πολύ σκοτεινά στην κουζίνα, μα κάθε πέντε με έξι δευτερόλεπτα,
που άναβαν τα λευκά φωτάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου στο σαλόνι, κάτι αχνοφαινόταν. Έγειρε προσεκτικά το κορμί
του, με τα χέρια στο κεφάλι του να βαστά
την δική του άχνη και κοίταξε το κάτω ράφι. «Εδώ είναι. Είμαστε και τυχεροί,
κάποιος ξέχασε το δοχείο ανοικτό. Πιάσε την κόκκινη κορδέλα από το βάζο
μαρμελάδας και τράβα την να λυθεί ο φιόγκος. Μετά θα γείρουμε το βάζο και θα
κρεμαστούμε απ’ αυτήν. Εσύ θα την κρατάς από τη μια πλευρά κι εγώ από την άλλη.
Ευτυχώς είναι γεμάτο μαρμελάδα κι έτσι είναι αρκετά βαρύ για να μας κρατήσει.
Μετά θα πηδήξουμε μαζί, εντάξει;» είπε ο Κύριος Κουραμπιές κι αμέσως έβαλαν το
σχέδιο σε εφαρμογή. Ευτυχώς, η κορδέλα αυτή είχε μεγάλο μήκος. Όσο χρειαζόταν,
δηλαδή, για να κρεμαστούν από το πάνω ράφι και να πηδήξουν απαλά στο άλλο. Μα
αλίμονο, δεν υπολόγισαν ότι το βάζο είναι κυλινδρικό κι ο κύριος Κουραμπιές,
μερικά γραμμάρια πιο βαρύς από τον άλλο, λόγο της άχνης που με πολύ προσοχή
διατηρούσε ακόμη πάνω στο κεφάλι του. Έτσι
το βάζο κύλισε πάνω στο ράφι, από τη μεριά του που κατέβηκε χαμηλότερα, ενώ ο
φίλος του βρέθηκε να κρέμεται στον αέρα. Από τον ενθουσιασμό του που πάτησε
απαλά σε σταθερό έδαφος, άφησε τη δική του κορδέλα και το βάζο κύλησε προς την
άλλη πλευρά. Ο άλλος κουραμπιές, τότε, έπεσε και βούτηξε εντελώς τυχαία μέσα
στο πολυπόθητο δοχείο.
«Τέλεια»,
αναφώνησε ο κύριος Κουραμπιές, «ούτε να το είχαμε οργανώσει δεν θα τα είχαμε καταφέρει
καλύτερα.»
«Πως τέλεια, δηλαδή; Η άχνη αυτή δεν είναι
ψιλή κι επιπλέον είναι αλμυρή. Είναι αλάτι!» είπε.
«Μα
τα χίλια μαγικά Χριστούγεννα!!!» ακούστηκε από την πόρτα της κουζίνας μια φωνή,
μα δεν μπορούσαν να δουν ποιος βρισκόταν εκεί. Μια μεγαλόσωμη φιγούρα είχε κρύψει
το λιγοστό φως που ερχόταν από το σαλόνι. Μα, σαν άναψε το φως της κουζίνας, βρεθήκαν
μπροστά σε κάτι εκπληκτικό. Ήταν ένας γεράκος με λευκά γένια και μαλλιά, που
φορούσε κατακόκκινα ρούχα. «Δυο ζωντανοί κουραμπιέδες!!! Πόσα χρόνια έχω να δω
ζωντανούς κουραμπιέδες; Μια φορά στα χίλια χρόνια γεννιέται ένα μαγικό αμύγδαλο
κι αν τύχει και τρυπώσει σε έναν κουραμπιέ, τότε τον ζωντανεύει. Μα, εσείς
είσαστε δύο. Ποιοι είστε;»
«Εγώ
είμαι ο κύριος Κουραμπιές», συστήθηκε με καμάρι ο πρώτος, προβάλλοντας την κορμοστασιά
του και την άχνη ζάχαρή του, «και τούτος εδώ είναι ο κύριος… χμ … ο κύριος Παστός»,
είπε κι άρχισε να γελά.
«Μη
γελάς. Ένας Παστός κουραμπιές δεν κινδυνεύει να φαγωθεί ποτέ», του είπε ο γεράκος
και το γέλιο του κυρίου Κουραμπιέ σταμάτησε, καθώς συνειδητοποίησε πόσο αληθινό
ήταν αυτό. «Εγώ είμαι ο Άγιος Βασίλης, δεν με αναγνωρίσατε; Είμαι ο Άγιος των
Χριστουγέννων», συμπλήρωσε αμέσως μετά με απορία, σαν να έπρεπε να το γνωρίζει
αυτό ο κάθε κουραμπιές. Μα, δεν τον απασχολούσε αυτό. Έβγαλε από την τσέπη του
δύο επιστολές. Αφού τις διάβασε, κούνησε το κεφάλι του. «Μάλιστα. Έτσι
εξηγούνται όλα. Τα δυο δίδυμα αδέρφια, σε αυτό το σπίτι, έγραψαν το ίδιο στην
επιστολή τους. Ζήτησαν ότι δώρο λάβει ο καθένας αυτά τα Χριστούγεννα, να
γίνεται διπλό και να το μοιράζονται. Έτσι συνέβη και με το μαγικό αμύγδαλο. Η
ευλογία σε αυτό το σπίτι, λοιπόν, δεν θα μπορούσε να έρθει μόνο μια φορά. Ας
φάω ένα κουραμπιέ, τώρα που έλυσα το μυστήριο», συμπλήρωσε κι είδε τα μάτια του
κυρίου Κουραμπιέ να τον κοιτούν με τρόμο. «Μα, όχι φίλε μου. Όχι, εσένα. Θα φάω
έναν από τους άλλους», είπε κι άνοιξε το ντουλάπι. Έφαγε ένα κουραμπιέ, έγλυψε
τα χείλη του και τους αποχαιρέτησε.
«Είδες,
κύριε Κουραμπιέ. Είμαστε η ευλογία αυτού του σπιτιού», είπε ο Παστός κι άραξε
το αλμυρό του κορμί δίπλα στην αλατιέρα. «Βούτηξε κι εσύ! Είναι μεγαλύτερη
προστασία από την άχνη. Το είπε κι ο Άγιος.»
«Εγώ
είμαι κουραμπιές κι έτσι θα παραμείνω. Γλυκός, τραγανός, βουτυράτος και με τη
ζαχαρίτσα μου στην κορυφή», του απάντησε και του γύρισε την πλάτη.
Μέχρι
το πρωί μάλωναν και πείραζαν ο ένας τον άλλον. Όταν πια είχε ξημερώσει, άκουσαν
τις φωνές των δύο αγοριών που μόλις είχαν ξυπνήσει κι έτρεχαν προς στο χριστουγεννιάτικο
δέντρο. «Ήρθε, ήρθε!!!» φώναξαν όταν είδαν τα δύο ολόιδια δώρα που βρήκαν.
Ο
κύριος Κουραμπιές κι ο Παστός φίλος του, τότε, κοιτάχτηκαν ανήσυχοι. «Πρέπει να
κρυφτούμε!» είπαν με μια φωνή κι έτρεξαν πίσω από τα μπαχάρια. Ο Παστός στάθηκε
τυχερός που είχε κρυφτεί πίσω από την κανέλα. Μοσχομύριζε εκείνη η γωνιά. Ο
κύριος Κουραμπιές, όμως, για κακή του τύχη είχε κρυφτεί πίσω από το καυτερό,
μαύρο πιπέρι. Σε λίγο η μύτη του είχε αρχίσει να τον τρώει κι η αναπνοή του
άλλαζε ρυθμό, καθώς προσπαθούσε να συγκρατηθεί.
«Αψιού!!!»
φταρνίστηκε δυνατά ο κύριος Κουραμπιές κι η άχνη του σκόρπισε μέσα στην
κουζίνα. Η μητέρα, που μόλις είχε μπει μέσα, χαμογέλασε όταν είδε τους δύο
κουραμπιέδες. Γύρισε στον πατερά που στεκόταν στην πόρτα και του είπε: «Τους
άκουσα το βράδυ που είχαν σηκωθεί να φάνε κουραμπιέδες, μα δεν είχα φανταστεί
πως θα έκρυβαν προμήθειες πίσω από τα μπαχαρικά.»
Ο
κύριος Κουραμπιές τρομαγμένος την κοιτούσε, δίχως την προστατευτική του άχνη
και δίχως την αλμυρή προστασία που είχε ο φίλος του, φανταζόταν ότι θα κατέληγε
δυο μπουκιές. Τον ίδιο φόβο ένιωσε κι ο
Παστός που είχε αρχίσει να συνηθίζει τον μοναδικό του φίλο. Η μητέρα έβαλε τους δύο ζωηρούς κουραμπιέδες
σε μια χαρτοπετσέτα και φώναξε τα παιδιά της. Εκείνα επέμειναν ότι δεν είχαν
καμιά σχέση με αυτό, ενώ κοίταζαν το ένα το άλλο με καχυποψία. Έπειτα, τα
συμπλήρωσε με άχνη ζάχαρη που τους έλειπε κι ετοιμάστηκε να τα βάλει στην θέση
τους. Τότε χτύπησε το κουδούνι. Ένας γεράκος με φτωχικά ρούχα ζήτησε να πει τα
κάλαντα. Η μητέρα παραξενεύτηκε που είχε έρθει ανήμερα Χριστουγέννων, μα δεν
του αρνήθηκε. Όταν τελείωσε, του ευχήθηκε και του έδωσε την χαρτοπετσέτα με
τους δύο φρεσκοχιονισμένους κουραμπιέδες.
«Έπρεπε
να βρω έναν τρόπο να σας πάρω μαζί μου με τη δική τους θέληση», είπε ο Άγιος
Βασίλης μόλις έκλεισε την πόρτα. «Δεν σας χρειάζονται άλλο. Η ευλογία βρισκόταν
από την αρχή σε αυτό το σπίτι.»
ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ
…
Το
κείμενο γράφτηκε με αφορμή την καρτέλα του κύριου Κουραμπιέ
Υπέροχη παραμυθένια ιστορία!
ΑπάντησηΔιαγραφή