Απόψε δεν κοιμήθηκε, όλα τα χρόνια περίμενε τις καλύτερες νέες χρονιές. Δεν έρχονταν ποτέ. Πέρασαν
οικογενειακά τραπέζια, και άνθρωποι που ήρθαν και έφυγαν. Σήμερα άλλαζε το έτος
όπως πάλι και πάλι. Είδε ένα αστέρι να πέφτει για πρώτη φορά και έγειρε.
Τι όμορφα που
φωτίζονται τα σπίτια την Πρωτοχρονιά! Αναβοσβήνουν σαν τρενάκι σε λούνα παρκ. Τα
παράθυρα έχουν φώτα, κάποιες μουσικές ακούγονται αμυδρά, ο καιρός είναι ψυχρός
μα εκείνη δεν το νιώθει. Σε ένα παράθυρο βλέπει ένα πρόσωπο μικρού κοριτσιού.
Της αρέσουν τα παιδιά, όταν χαμογελούν και γελάνε και τα μάτια τους φωτίζει ο
κόσμος. Και αγαπούσε τόσο το φως. Σήμερα ο κόσμος λάμπει. Μα το μικρό κορίτσι
είναι θλιμμένο. Την πλησιάζει. Το παιδί δεν την βλέπει. Ακούει κάτι να λέει, μα
δεν μιλάει. «Μανούλα είσαι τόσο μακριά, θέλω να έρθω κοντά σου, θέλω να νιώθω
πως με αγαπάς». Ένα δάκρυ κύλησε. Πέρασε και χάιδεψε το μικρό παιδί. Το κορίτσι άνοιξε τα μάτια.
-Άγγελέ μου; Ήρθες;
Ήρθες! Σε αναζητούσα. Είσαι η Σωτηρία μου. Δώσε μου το χέρι σου να πάμε στη
μαμά μου.
Εκείνη άπλωσε το χέρι και μια γιρλάντα με
φωτάκια αγάπης άρχισε να ανοίγεται. Το μικρό κορίτσι χαμογέλασε, κάλεσε και τη
γιαγιά και τον παππού της, πήραν μαζί και την πρωτοχρονιάτικη πίτα, την κάνει
τόσο νόστιμη η γιαγιά. Και τότε -ώ του θαύματος- πέταξαν όλοι μαζί πάνω από
πολιτείες, από τζάκια με καπνό, από δέντρα και ποτάμια. Ακουγόταν μια μουσική…
«Κι αν θέλεις κάτι τόσο πολύ, θα βρεθεί τόπος να γενεί..»
Και φθάσαν σε άλλον
τόπο, η μάνα και ο πατέρας του κοριτσιού δούλευαν μέρα γιορτινή για να στείλουν
στο παιδί τους χρήματα και να ζήσουν καλύτερα χρόνια.
Είδαν το κορίτσι και
έτριψαν τα μάτια τους. Άφησαν από τα χέρια τα πιάτα και τα ποτήρια που πλένανε
και όρμησαν να το πάρουν αγκαλιά, είδαν τη γιαγιά και τον παππού. Έζησαν την
ευτυχία. Ανέβηκαν στη γιορτινή γιρλάντα και δεν εμφανίστηκαν ποτέ ξανά στη γη.
Η Σωτηρία ξύπνησε δίπλα
στο παραθύρι. Αυτή η πίτα της γιαγιάς μοσχοβολάει πάντα τόσο όμορφα. Χτύπησε
το κουδούνι, ήρθαν οι γονείς από τη δουλειά, τα κατάφεραν. Έφεραν μαζί τους
γλυκά. Έλα Σωτηρία μου, έλα, σε λίγο αλλάζει ο χρόνος. Έτρεξε να αγκαλιάσει την
οικογένειά της. Φέτος έζησε την καλύτερη χρονιά, αφού έχει γύρω της όσους
αγαπά.
Γύρισε το βλέμμα στο
παραθύρι, η γιορτινή γιρλάντα αγάπης είναι ακόμη εκεί.
Σίγουρα και φέτος θα
είναι η καλύτερη χρονιά. Γιατί η κάθε μέρα είναι μια Πρωτοχρονιά.
ΒΑΪΑ
ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ
Η Βάια Λαμπροπουλου γεννήθηκε και μεγάλωσε σ’ ένα
χωριό της Κοζάνης στους πρόποδες των Πιερίων ορών, το Πλατανόρευμα. Ζει στην
Κοζάνη με την οικογένειά της και εργάζεται στο νηπιαγωγείο Δρεπάνου. Εργάστηκε
ως ειδική παιδαγωγός, αλλά την κέρδισε η συμβατική τάξη νηπιαγωγείου. Ασχολείται
με αφηγήσεις παιδικών παραμυθιών και θέατρο. Έχει ειδικευτεί στη δημιουργική
γραφή και τη σχολική ψυχολογία. Κάνει μεταπτυχιακό στην ψηφιακή δημοσιογραφία
στο ΑΠΘ.
Η ιστορία γράφτηκε για την
παραμυθοκαρτέλα «Αγγελούδι».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;