Αγγελοπούλου Έλενα
Μια φορά κι έναν
καιρό, η Αμυγδαλιά αποφάσισε να μην ανθίσει. Κοιτούσε τους περαστικούς μέσα από
το μικρό δασάκι, όπου ζούσε χρόνια τώρα, να περπατούν βιαστικοί, με τα κεφάλια
τους σκυφτά. Άλλοτε κοιτούσαν απερίσπαστοι τα κινητά τους κι άλλοτε, με μάτια
απλανή, προχωρούσαν βυθισμένοι μέσα στις έγνοιες και στις σκέψεις τους.
«Δεν με κοιτάει,
πλέον, κανείς. Κανείς δεν σηκώνει τη ματιά του να με θαυμάσει, όπως γινότανε
παλιά» σκέφτηκε κι ένας αναστεναγμός βγήκε μέσα από τα βάθη του κορμού της.
«Για ποιον ν’ ανθίσω; Για ποιον να στολιστώ; Μάταια, όλα μάταια είναι σ’ αυτόν
τον κόσμο!»
Εκείνη τη
στιγμή, πάνω που σουρούπωνε, ένας κούκος ήρθε και κάθισε στα κλαδιά της. Έδειχνε
σαστισμένος. «Τι γίνεται φέτος; Τι έπαθε ο χρόνος; Σταμάτησε να κυλά; Τι εποχή
έχουμε και γιατί η φύση αποκοιμήθηκε; Λες να έχουμε αιώνιο χειμώνα; Και πώς θα
ξέρω εγώ, αλλά κι όλα τ’ άλλα ζώα και πουλιά, πότε θα έρθει η άνοιξη, για να
ζευγαρώσουμε; Ποιος θα σημάνει την ώρα τη σωστή; Ακόμη κι αυτή η αμυγδαλιά, που
στέκομαι τώρα πάνω στα κλαδιά της, μήτε μπουμπούκι έβγαλε, μήτε μικρό ανθάκι»
είπε ο κούκος και η φωνή του ίσα που έβγαινε.
Η Αμυγδαλιά, που
άκουγε το παράπονό του, δεν άντεξε και απάντησε αυθόρμητα: «Μόλις μου ’δωσες
έναν λόγο για ν’ ανθίσω, έναν λόγο για να συνεχίσω! Νόμιζα πως είχα πάψει να
είμαι σημαντική. Τώρα, όμως, το βλέπω καθαρά. Και σ’ ευχαριστώ που μ’ έκανες να
πιστέψω ξανά σ’ εμένα!»
Γακοπούλου Βάγια
Μια φορά κι έναν
καιρό, η Αμυγδαλιά αποφάσισε να μην ανθίσει νωρίτερα από τα άλλα δέντρα.
«Κάθε χρόνο βιάζομαι,
λες και θα πάρω το πρώτο βραβείο. Άσε το τι ακούω από τους ανθρώπους. Τι
ξεμυαλισμένη με έχουν πει, τι τρελή, τι ανυπόμονη και με πόσα άλλα κοσμητικά
επίθετα με έχουν στολίσει. Το μόνο που ήθελα ήταν να δώσω χαρά στον κόσμο κι
ελπίδα ότι τελειώνει ο Χειμώνας κι έρχεται η αγαπημένη τους Άνοιξη. Αυτά είπε και
σταμάτησε τους χυμούς της, τύλιξε σφιχτά τα μπουμπουκάκια της και κλείστηκε
στον κορμό της.
Ένα σπουργιτάκι,
που περνούσε από κει, είδε το ξερό δεντράκι κι απόρησε. «Τι έπαθε η αμυγδαλίτσα
μας;» αναρωτήθηκε. «Μήπως αρρώστησε; Λες η Άνοιξη να αργήσει να έρθει; Θεέ μου,
πώς θα αντέξουμε;»
Άρχισε να πετάει
και να καλεί σε γενική συνέλευση τα πουλάκια του Χειμώνα. Μαζεύτηκαν όλα πάνω
στα κλαδιά της, τιτίβιζαν και συζητούσαν κι αγωνιούσαν για την υγεία της
αμυγδαλίτσας και για τη δική τους επιβίωση.
Εκείνη τα άκουγε
και δεν ήξερε τι να κάνει. Να μείνει σιωπηλή και να ανθίσει μαζί με τα υπόλοιπα
δέντρα ή να ανοίξει τα ματάκια-μπουμπουκάκια της και να καθησυχάσει τα
πουλάκια;
Αποφάσισε να μην
κάνει τίποτα, όταν άκουσε το μικρότερο πουλάκι να λέει: «Αν της τραγουδήσουμε
γλυκά, της πούμε πόσο την αγαπάμε και την παρακαλέσουμε, λέτε να μας ακούσει
και να ξυπνήσει;»
Η καρδούλα της
αμυγδαλιάς σκίρτησε.
«Πώς να πάω
κόντρα στη φύση μου; σκέφτηκε. «Αυτή είμαι εγώ και σε όποιον αρέσω».
Μόλις άρχισαν τα
πουλάκια να κελαηδούν, έβαλε όλη της τη δύναμη και το θαύμα έγινε! Τα
μπουμπούκια της άνοιξαν και έλουσε όλο τον κήπο με τα άνθη και το φως της.
Γιαννουλίδου Μάγδα
Μια φορά κι έναν
καιρό η Αμυγδαλιά αποφάσισε να φέρει την άνοιξη νωρίτερα. Άρχισε να ανθίζει ενώ
τα κλαδιά των υπολοίπων δέντρων ήταν ακόμη γυμνά και ξερά. Όλοι γύρω της ψιθύριζαν
πως βιάζεται και πως έπρεπε να ακολουθεί τους κανόνες.
Εκείνη όμως ήταν
έτοιμη κι έτσι συνέχισε να φουντώνει τα κλαδιά της. Η καρδιά της χτυπούσε πιο
δυνατά και σιγά σιγά κάλυπτε τους υπόλοιπους ήχους.
Είχε ανθίσει
σχεδόν ολόκληρη, ήταν σαν μια όμορφη νεαρή κοπέλα, φρέσκια και μυρωδάτη, όμορφη
και δυνατή, με αυτοπεποίθηση. Τα βλέμματα ακόμη περίεργα, οι ψίθυροι ακόμη
πολλοί, η απόφαση όμως είχε ληφθεί.
Άπλωσε τα κλαδιά
της στις γειτόνισσές της και είπε: «Ελάτε μαζί μου, να ομορφύνουμε αυτόν τον
βαρύ χειμώνα, να στολίσουμε τους δρόμους με άνθη, να μοιράσουμε ελπίδα στις καρδιές
των ανθρώπων.
Όσοι ψιθύριζαν,
τώρα μιλούσαν δυνατά. «Ελάτε όλοι μαζί, να απλώσουμε αγάπη στου φόβου τα στενά!»
Γκιντίδου Δήμητρα
Μια φορά κι έναν
καιρό η Αμυγδαλιά συνάντησε απελπισμένο τον Ιανουάριο. Περπατούσε μες στα
χιόνια, στους βοριάδες κι έκλαιγε γοερά. Ξυλιασμένος, αποκαμωμένος, κάθισε στη
ρίζα της. Εκείνη τον καταλυπήθηκε. Γιατί η καρδούλα της ήταν τρυφερή κι ας
φαινόταν ξερή εξωτερικά.
«Τι έχεις,
Ιανουάριε; Μπορώ να βοηθήσω;»
Την κοίταξε
ξαφνιασμένος με δακρυσμένα μάτια.
«Είμαι
απελπισμένος μήνας. Ο πιο κρύος, με μικρότερες μέρες και μεγαλύτερες νύχτες.
Στο κέντρο του χειμώνα εγκλωβισμένος, παγωμένος. Δέντρα, φυτά, λουλούδια γύρω
μου ξερά σαν νεκρά. Άνθρωποι αγανακτισμένοι απ’ τη σκοτεινιά μου. Παγωμένοι
κρύσταλλοι με λογχίζουν. Να ξεφύγω, να βοηθήσω θέλω, αλλά δεν ξέρω πώς.
«Ω, καημένε μου!
Εγώ θα σε βοηθήσω ν’ αναθαρρήσεις. Μη φοβάσαι!»
«Εσύ; Πώς;» ρώτησε
βουρκωμένος.
«Ναι, θ’ ανθίσω
και χωρίς φύλλα ακόμα. Θα δείξω θάρρος, ομορφιά και τη δύναμη της φύσης. Θα σου
συμπαρασταθώ πρακτικά. Θα προσευχηθώ, επίσης, στον ήλιο. Να μας χαρίσει μερικές
ηλιόλουστες μέρες, χειμωνιάτικα».
«Αχ, ναι» ήχησε
μια κελαριστή φωνή μες στα κλαδιά της. «Θέλω να γεννήσω τ’ αυγά μου νωρίς κι αυτά
όλο παγώνουν». Η αλκυόνη συνηγόρησε πρόθυμη.
«Κι εγώ θέλω να
προσθέσω χρώμα στο βρεγμένο χώμα» συμφώνησε ο βολβός της ανεμώνης στη ρίζα της.
«Νιάου!»
ακούστηκε ενθουσιασμένος ο γάτος. «Κι εγώ θέλω να ερωτευτώ τώρα, δυνατά!»
«Θα είμαι μαζί σας»
ακούστηκε μια φωτεινή φωνή εξ ουρανού. «Αφού τόσο πολύ, τόσοι πολλοί, το
θέλετε. Ναι. Θα βγαίνω κάθε Γενάρη, κάποιες μέρες, εγώ. Και θα κουβαλάμε στη γη,
όλοι μαζί, το μήνυμα της νέας ζωής!»
Καλαϊτζάκη Μαρία
Μια φορά κι έναν
καιρό η Αμυγδαλιά αποφάσισε να σκορπίσει παντού τα άνθη της στα πέρατα της γης.
Θα χρειαζόταν, όμως, βοήθεια από τα πουλάκια του χειμώνα. Μόλις έκατσε στα
κλαδιά της ένας χαριτωμένος χειμωνοσπίνος, του ζήτησε ψιθυριστά να τη βοηθήσει.
Του είπε ότι θα συμβάλει στο να έρθει η Άνοιξη στις καρδιές των ανθρώπων. «Με
ποιον τρόπο;» ρώτησε κελαηδιστά το πουλάκι. «Με το να μεταφέρεις εσύ κι οι
φίλοι σου τα ροζ ανθάκια μου παντού, όπου μπορείτε να πετάξετε. Έτσι οι
άνθρωποι θα χαρούν και θα μπει χρώμα στις γκρίζες ζωές τους, αφού θα στολίσουν
τα σπίτια τους με τα άνθη μου». Ο σπίνος πήγε πρόθυμα να διαδώσει την επιθυμία
της Αμυγδαλιάς και μέσα σε λίγες ώρες σμήνη πουλιών είχαν μαζευτεί τριγύρω
εκτελώντας το έργο που τους ανατέθηκε. Η Αμυγδαλιά γυμνώθηκε, τα κλαδιά της
ήταν άδεια αλλά ήξερε ότι αυτό θα έκανε χαρούμενους τους ανθρώπους. Πράγματι,
στα πρώτα σπίτια που άφησαν τα άνθη της, οι κάτοικοι απόρησαν αλλά καλοδέχτηκαν
τα ροζ λουλούδια και τα κρέμασαν στις εξώπορτες τους ή στα μπαλκόνια τους.
Κάποιοι έφτιαξαν στεφάνια. Κι ένα παιδάκι ρώτησε αν αυτό είχε ξανασυμβεί και
παλιότερα. Όταν του είπαν ότι γίνεται πρώτη φορά στα χρονικά, πήγε και βρήκε
την Αμυγδαλιά της γειτονιάς του, αγκάλιασε τον κορμό της και της ψιθύρισε:
«Ευχαριστούμε». Η Αμυγδαλιά ένιωσε γαλήνη και πληρότητα και ευωδία αναδύθηκε
από τα κλαδιά της.
Κιζιρίδου Γεωργία
Μια φορά κι έναν
καιρό η Αμυγδαλιά αποφάσισε να σπάσει τον χρυσό κανόνα περί σιωπής μεταξύ των
δέντρων και ανθρώπων.
Κάθε απόγευμα,
το αγόρι του αρχοντικού, έστρωνε ένα χαλάκι και διάβαζε ευλαβικά το βιβλίο του.
Ακουμπούσε στο όμορφο δέντρο, ο ένας απολάμβανε τη συντροφιά του άλλου κι
αφουγκράζονταν τους ήχους της φύσης.
Η Αμυγδαλιά, όταν
ένιωσε τους χτύπους της καρδιάς του αγοριού να γίνονται ένα με το θρόισμα των
φύλλων της, αποφάσισε να ρισκάρει και να μιλήσει στην ανθρώπινη γλώσσα για
πρώτη φορά στα χρονικά. «Μπορείς να με ακούσεις; Είμαι η Αμυγδαλιά. Σε βλέπω,
κάθε μέρα, που έρχεσαι στις ρίζες μου και βρίσκεις καταφύγιο. Θες να
γνωριστούμε καλύτερα;»
Το αγόρι δεν
τρόμαξε. Ήξερε ότι ένα δέντρο μπορεί να μιλήσει στην καρδιά ενός μοναχικού
αγοριού. Απάντησε αμέσως, χαϊδεύοντας τον κορμό. «Είμαι ο Νικόλας και
απολαμβάνω το καταφύγιο που μου προσφέρεις. Κοντά σου ξεχνάω όλα μου τα
ανθρώπινα προβλήματα. Υπόσχομαι να σε ποτίζω, να σε φροντίζω και αν μου
επιτρέπεις, να φτιάξω ένα όμορφο στεφάνι με τα άνθη σου».
Από εκείνη την
ημέρα, και για πολλά χρόνια, ο Νικόλας κι η Αμυγδαλιά έγιναν αχώριστοι και
απέδειξαν ότι ένα αγόρι μπορεί να γίνει φίλος με ένα δέντρο, αρκεί να το θέλουν
κι οι δύο...
Κολιαστάση Δήμητρα
Μια φορά κι έναν
καιρό η Αμυγδαλιά αποφάσισε να υφάνει το άσπρο της φουστάνι με μεταξωτή κλωστή
καμωμένη από τα ξέφτια των άστρων. Το έραβε κάθε νύχτα κάτω από το φως του
φεγγαριού. Και σιγοτραγουδούσε καθώς περίμενε την άνοιξη για να φορέσει το πιο
ξεχωριστό πέπλο. Να έρθουν να σταθούν επάνω του τα πρώτα χελιδόνια. Τα
μπουμπούκια της ήταν κλειστά. Ο κορμός της κρύωνε σαν έπεφτε η πάχνη τα βράδια.
Μα η μοναξιά ήταν που την πείραζε περισσότερο απ’ όλα. Τα λουλούδια, που της
κρατούσαν παρέα, αργούσαν να ξυπνήσουν. Μια νύχτα του Φλεβάρη κοιμόταν βαθιά κι
ονειρευόταν τον ήλιο να μπλέκεται και να λούζει με την ζέστη του τα κλαδιά της.
Ξαφνικά αισθάνθηκε κάτι να την ταρακουνάει. Ξύπνησε αλαφιασμένη. Κοίταξε στις
ρίζες της ένα σκιουράκι. Προσπαθούσε να σκαρφαλώσει πάνω της. «Τι έπαθες» το
ρώτησε. «Χάθηκα στο δάσος. Η μητέρα μου θα με ψάχνει μα φοβάμαι το σκοτάδι». «Ανέβα
ψηλά και δεν θα σε πειράξει κανένας» είπε η Αμυγδαλιά. Το σκιουράκι την άκουσε.
Της ζήτησε να του αφηγηθεί ένα παραμύθι, για κοιμηθεί, όπως έκανε η μητέρα του.
Εκείνη αναστέναξε. Σάμπως ήξερε και κανένα; Σκαρφίστηκε μια ιστορία με
πεταλούδες και παπαρούνες. Το σκιουράκι κοιμήθηκε ασφαλές στην αγκαλιά της.
Έμεινε μέχρι να έρθει η άνοιξη. Πέρασαν
όμορφα οι δύο τους κι έγιναν καλοί φίλοι. Το σκιουράκι βρήκε τη μαμά του
μα ερχόταν συχνά και της κρατούσε συντροφιά. Μάλιστα έφερνε και παραμύθια από
τη σοφίτα του σπιτιού του. Της άρεσε τόσο να τα ακούει! Την ταξίδευαν σε άλλους
κόσμους, μαγικούς. «Τίποτα δεν είναι απίθανο; έτσι;» «Πράγματι» απάντησε το
σκιουράκι.
Παπαχρήστου Μαριλένα
Μια φορά κι έναν
καιρό η Αμυγδαλιά αποφάσισε να ταξιδέψει. Πάντα αισθανόταν ριζωμένη στον τόπο
της αλλά ο άνεμος, που φυσούσε ανάμεσα στα κλαδιά της, ψιθύριζε για νέα μέρη,
για εμπειρίες και περιπέτειες. Έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη, άφησε πίσω το χωριό κι
άρχισε να ταξιδεύει προς το άγνωστο.
Καθώς
περπατούσε, συνάντησε τον Ήλιο, που την καλωσόρισε με μια ζεστή ακτίνα φωτός
και της είπε: «Μη φοβάσαι το άγνωστο γιατί είναι γεμάτο ομορφιά και νέα
ξεκινήματα».
Η Αμυγδαλιά
συνέχισε το ταξίδι της και συνάντησε τη Βροχή, που της χάρισε την ικανότητα να
αναγεννηθεί και να ανθίζει σε κάθε νέο μέρος που επισκεπτόταν.
Στον δρόμο της
γνώρισε και το Δέντρο της Σκιάς, το οποίο της μίλησε για τη σημασία της
υπομονής και της ειρήνης. «Όλα έρχονται σιγά σιγά» είπε. «Η πραγματική ομορφιά
βρίσκεται στο ταξίδι, όχι στον προορισμό».
Με την πάροδο
των χρόνων, η Αμυγδαλιά άνθιζε πάντα σε νέες γωνιές του κόσμου, μοιράζοντας τη
σοφία και την ηρεμία της. Κι έτσι, κάθε φορά που κάποιος περνούσε από το
μονοπάτι της, την έβλεπε να του χαμογελάει, σαν να του έλεγε: «Το ταξίδι σου θα
σε κάνει σοφότερο! Συνέχισε!»
Πάτση Ελένη
Μια φορά κι έναν
καιρό η Αμυγδαλιά αποφάσισε να μην ξεβολευτεί από τον ύπνο της και να μην
ανθίσει. Έκανε κρύο, η παγωνιά θέριζε κάθε της κλαδάκι, τα πουλιά τουρτούριζαν
και πετούσαν γύρω της ψάχνοντας για κανένα σποράκι. Οπότε καλύτερα να ξεκουραζόταν
λίγο ακόμα. Τύλιξε τα μπουμπούκια της, που είχαν αρχίσει να ζωντανεύουν, σφιχτά
και γύρισε πλευρό. Είχε νυχτώσει. Θα κοιμόταν μέχρι την Άνοιξη. Μα ο ύπνος της
δεν κράτησε πολύ. Όταν ξημέρωσε, άνοιξε τα μάτια της και τι να δει; Το χιόνι είχε
πέσει λευκό, αφράτο και μπόλικο. Όλα ήταν κάτασπρα. Κάθε δέντρο, θάμνος και
κορυφή. «Τι ομορφιά!» σκέφτηκε. «Αν υπήρχε και μια πινελιά ροζ μέσα στο λευκό;
Πόση χαρά θα έδινε στα παιδάκια που τριγύρω». Έπρεπε να δώσει ό,τι καλύτερο
είχε. «Και τι θα κερδίσω με τον ύπνο;» σκέφτηκε Έτσι τινάχτηκε μεμιάς, τεντώθηκε
και τα μπουμπούκια της άρχισαν να ανοίγουν και να ανθίζουν. Χαρούμενες παιδικές
φωνούλες και χέρια με γαντάκια την αγκάλιασαν σφιχτά. Τα παιχνίδια γύρω από τον
κορμό της έδιναν κι έπαιρναν όλη μέρα. Ξέχασε ό,τι την απασχολούσε, ξέχασε τον
ύπνο και χάρηκε με τη χαρά μικρών και μεγάλων «Άξιζε!» μονολόγησε. Κοίταξε την
πλάση, που ήταν σαν ζωγραφιά και αποφάσισε να ανθίζει κάθε χειμώνα και να φέρνει
την ελπίδα πως η Άνοιξη πλησιάζει.
Στεργίου Ευαγγελία
Μια φορά κι έναν
καιρό η Αμυγδαλιά αποφάσισε να μην ανθίσει τον χειμώνα. Ήθελε να κοιμηθεί λίγο
παραπάνω. Βαρέθηκε να ξυπνάει εκείνη πάντα πρώτη για να φέρει το μήνυμα της
Άνοιξης. Ένιωθε κουρασμένη και ήθελε να ξεκουραστεί λίγο ακόμα. Ο χειμώνας
πλησίαζε στο τέλος του. Ο Φλεβάρης, που ήταν ο τελευταίος μήνας του, όταν είδε πως η αμυγδαλιά δεν άνθιζε, άρχισε
να ανησυχεί. Μήπως έφταιγε εκείνος; Μήπως έκανε κάτι λάθος και νόμιζε πως δεν
την αγαπούσε; Έχοντας όλες αυτές τις απορίες στο μυαλουδάκι του αποφάσισε να
πάει να ρωτήσει τον πατέρα του. Ο Χειμώνα τού είπε πως έπρεπε να βρει έναν
τρόπο να της δείξει πως την αγαπάει. Καθώς προχωρούσε σκεφτικός, ένα πουλάκι
που τον είχε ακούσει να μιλάει με τον πατέρα του, του είπε: «Μπορείς απλώς να
πας να της πεις πως την αγαπάς». Ο ήλιος, που μόλις έχει ξεπροβάλει πίσω από τα
σύννεφα, του είπε πως θα μπορούσε να κάνει μια μεγάλη γιορτή για χάρη της, με
χορούς και τραγούδια. Τότε ο Φλεβάρης κάλεσε όλα τα πουλάκια, όλα τα ζώα, κάλεσε
και πρίγκιπες και πριγκίπισσες. Τους έδωσε κι από ένα κόκκινο μπαλόνι που
έγραφε επάνω «αγάπη». Όλοι μαζί χόρευαν και τραγουδούσαν γύρω από την Αμυγδαλιά.
Εκείνη ξύπνησε και χάρηκε τόσο πολύ που ο Φλεβάρης ετοίμασε μια τόσο μεγάλη γιορτή
για χάρη της. Από τη χαρά της άρχισε να ανθίζει μέχρι που έγινε ολόλευκη σαν
νυφούλα. Ο Φλεβάρης τότε την αγκάλιασε κι εκείνη του χάρισε το όμορφο άρωμά
της.
Γράφτηκαν με αφορμή το
παιχνίδι γραφής εδώ:
https://www.facebook.com/groups/1006082537869676
Θα χαρούμε πολύ να μας
γράφετε τις εντυπώσεις σας ή, αν είστε εκπαιδευτικοί και δουλέψετε με κάποιο
κείμενο στην τάξη σας, να μοιραστείτε την εμπειρία.
Το ιστολόγιο
λειτουργεί, εδώ και δέκα χρόνια, αποκλειστικά και μόνο αφιλοκερδώς (δεν έχει
καν διαφημίσεις, όπως η πλειοψηφία των ιστολογίων) κι η ανατροφοδότησή σας
είναι για μας ένα ισχυρό κίνητρο για να συνεχίσουμε.
Ηλεκτρονική διεύθυνση
επικοινωνίας: yotakotsafti1@yahoo.gr
Ευχαριστούμε θερμά!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;