Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

Το μικρό αστέρι



Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στη γη ένα αστέρι. Είχε πέσει από τον ουρανό όταν στριφογυρίζοντας γύρω από τον Αυγερινό, ζαλίστηκε τόσο που έχασε τις αισθήσεις του. Και από τότε, ατέλειωτα χρόνια, ζούσε στον βυθό ενός ωκεανού περιμένοντας να γίνει κάποιο θαύμα για να αναδυθεί και να ξαναπάει στον ουρανό.
 
Αδέρφια του τώρα πια τα ψάρια και τα κοχύλια ήταν. Μάνα του η θάλασσα και πατέρας του ο ήλιος. Και όταν έκανε αταξίες -αλίμονο- ο πατέρας του θύμωνε τόσο που κατακόκκινος γινόταν και φλόγες πετούσε. Υπέφεραν οι άνθρωποι από αφόρητους καύσωνες τότε... Η δε μάνα του -επίσης ευερέθιστη- σήκωνε τεράστια κύματα, το κυνηγούσε μανιασμένη και όσο το αστέρι έντρομο κρυβόταν, όσο οι άνθρωποι την έβλεπαν και τρόμαζαν, αφού έβγαινε και στη στεριά για να το ψάξει. Άκουγε το αστέρι κρυμμένο στην ουρά ενός δελφινιού ανθρώπινες κραυγές που φώναζαν «Τσουνάμι!» και πίστευε ότι αυτό ήταν το όνομα της μαμάς του.

Όταν όμως ζούσαν στιγμές οικογενειακής θαλπωρής, όλο το σύμπαν χαιρόταν μαζί τους. Το αστέρι λικνιζόταν κάτω από τα απαλά κύματα ζωγραφίζοντάς τα ασημί και ο μπαμπάς του χαμογελώντας το φώτιζε με τις ακτίνες του, αγκαλιάζοντας τη μαμά.

Και έτσι περνούσαν τα χρόνια... Μα η μελαγχολία συντρόφευε πάντα το μικρό αστέρι γι’ αυτό κάθε βράδυ παρακαλούσε τα ψάρια στη ράχη τους να ανέβει για λίγο, τον έναστρο ουρανό για να δει πριν κοιμηθεί.

Τον έβλεπαν τα αδέρφια του λυπημένα από ψηλά, ένα αστέρι μοναχικό σ’ έναν μπλε ουρανό. Γιατί από ψηλά ο ωκεανός αυτός σαν μικρός ουρανός έμοιαζε ανάμεσα στις ηπείρους. Τον φώναζαν, τον χαιρετούσαν, μα δεν τα άκουγε. Μόνο τα έβλεπε και αναρωτιόταν αν το έβλεπαν, αν ακόμη το αναζητούσαν ή αν για πάντα το είχαν ξεχάσει.

Αφήνοντας τα δάκρυά του ως λαθρεπιβάτες να κυλήσουν πάνω στα κύματα ξαναγύριζε στον βυθό και βυθιζόταν σ’ ένα παραπονεμένο ύπνο, αγκαλιά μ’ ένα μαργαριτάρι και ένα μικρό κοχύλι.
Το λατρεμένο του κοχύλι...

Ήταν κι αυτό το πιο λυπημένο απ όλα τα αδέρφια του. Ο βυθός συχνά αναστατωνόταν από τους αναστεναγμούς του. Βλέπετε δεν του άρεσε η ζωή του καθόλου. Από τη στιγμή που βρέθηκε στα χέρια ενός δύτη και ένιωσε τον θαυμασμό του. Από τότε ένιωθε πως στο βυθό ήταν ένα τίποτα, αλλά στη στεριά θα ήταν σπουδαίο. Θα το έβλεπαν όλοι, θα σάστιζαν με την απαράμιλλη ομορφιά του μαργαριταριού του, θα ήταν ευτυχισμένο...

Και έτσι κυλούσαν τα χρόνια... Με τα δάκρυα του αστεριού και τους αναστεναγμούς του κοχυλιού. Ώσπου η νεράιδα της θάλασσας σκέφτηκε ένα τέλος να βάλει στην θλίψη τους.

Πήγε λοιπόν ένα βράδυ που κοιμόντουσαν γαλήνια και στα όνειρά τους μπήκε, τη ζωή που θα θελαν να ζήσουν στο όνειρό τους να δουν.

Είδε λοιπόν το αστέρι πως μια ασημένια σκάλα άρχισε να κατεβαίνει από τον ουρανό για να σταματήσει στο σπιτάκι του. Τρέμοντας από συγκίνηση άρχισε σιγά-σιγά να ανεβαίνει πάνω της μέχρι που τον λατρεμένο του ουρανό έφτασε. Κατάπληκτο κοίταζε γύρω του τα αδέρφια του να κοιμούνται. Η ευτυχία του ήταν τόση που νόμιζε πως θα εκραγεί γι αυτό έκλεισε τα μάτια του για να ηρεμήσει και να καταλάβει τι είχε συμβεί...

Ξύπνησε ώρες αργότερα από τις φωνές των αστεριών που το καλωσόριζαν χαρούμενα, πέφτοντας το ένα πάνω στο άλλο από την ανυπομονησία τους να το φτάσουν, να το αγκαλιάσουν. Ζαλισμένο το μικρό αστέρι έπεφτε από αγκαλιά σε αγκαλιά, ακούγοντας απίστευτα λόγια αγάπης, ιστορίες από τη ζωή τους, γέλια χαρούμενα. Έναν ολόκληρο μήνα η καρδιά του χοροπηδούσε σαν τρελή, ευτυχισμένη μετά από χρόνια δυστυχίας. Μα αφού πέρασε ο μήνας η θλίψη σαν μικρό αγκάθι άρχισε να το ενοχλεί όλο και πιο έντονα.

Παράλληλα το κοχύλι ονειρευόταν πως ο ακριβοθώρητος δύτης του, αγκαλιά το κρατούσε και στην επιφάνεια της θάλασσας το ανέβαζε.

Και τι ευτυχία...

Επιτέλους έφευγε από τον βυθό!

Από τον ωκεανό βρέθηκε πάνω σ ένα jet-ski και κατέληξε σ ένα τραπέζι εργαστηρίου συντροφιά με διαμάντια , πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια.

Δεν σταματούσε να μιλά μαζί τους, περιγράφοντάς τους τη μονότονη ζωή του και την ευτυχία του που σ’ ένα πανέμορφο κόσμημα θα μεταμορφωνόταν. Και πέρασαν οι μέρες και όλες οι ιστορίες είχαν ξεδιπλωθεί πάνω σ’ εκείνο το τραπέζι, μέχρι που σιγά-σιγά το καθένα από αυτά στα έμπειρα χέρια του κατασκευαστή άρχισε να σμιλεύεται, ώσπου την πολυπόθητη θέση του να κατακτήσει σε μια εντυπωσιακή βιτρίνα ενός κοσμηματοπωλείου. Τα βλέμματα των περαστικών έκαναν το μικρό μαργαριτάρι να φουσκώνει από ευτυχία στην αρχή. Λίγο καιρό όμως αργότερα άρχισε η θλίψη να τρυπά σαν αγκάθι λίγο -λίγο το μπαλόνι της ευτυχίας του... Δεν ένιωθε όμορφο πια και επιθυμητό, τα βλέμματα δεν το άγγιζαν. Είχε κατακτήσει αυτό που ονειρευόταν μια ζωή για να συνειδητοποιήσει τελικά πως λάθος το όνειρό του ήταν. Ζούσε μια ονειρεμένη ζωή χωρίς να το έχει αντιληφθεί. Και, ταυτόχρονα, και το μικρό αστέρι δεν ένιωθε ευτυχισμένο με την πραγματική του οικογένεια αφού είχε ζήσει όλη του τη ζωή στη θάλασσα και την είχε λατρέψει χωρίς να το ξέρει. Αφήνει το αστέρι ένα μικρό δάκρυ να κυλήσει από τα μάτια του ψάχνοντας εν αγνοία του το δάκρυ του κοχυλιού. Την αναζήτηση σταματά η νεράιδα που τα δάκρυα στα χέρια της κρατά και τα καρφιτσώνει στα χρυσά της μαλλιά. Την επόμενη στιγμή νεραϊδόσκονη σκορπίζει από το σύννεφό της στο σύμπαν και χαμογελώντας κλείνει τα παράθυρά της για να βυθιστεί σ ένα γλυκό ύπνο. Ώρες μετά ο ήλιος ανατέλλει ξυπνώντας με τις ακτίνες του το αστέρι και το κοχύλι που η απορία είχε ζωγραφίσει τα πρόσωπά τους εξαφανίζοντας κάθε άλλη έκφραση! Φαντάζεστε πως ήταν θέμα δευτερολέπτων να αντιληφθούν πως ονειρευόντουσαν και φαντάζεστε ακόμη πως ξεσήκωσαν τον βυθό ολόκληρο με τις κραυγές τους. Αγκαλιασμένα χόρευαν και τραγουδούσαν αποτελώντας ένα παράξενο θέαμα για όλα τα πλάσματα γύρω τους που την αρχική τους απορία διαδέχτηκε η συμμετοχή σ αυτό το παραλήρημα χαράς. Η θάλασσα κοίταξε τον ήλιο κλείνοντάς του το μάτι τρυφερά. Το μωρό τους πριν ακόμη ξυπνήσει καλά καλά είχε αρχίσει τις τρέλες του. Ο ήλιος της έστειλε μια αγκαλιά ακτίνες δημιουργώντας έτσι στη φύση μια ακόμη μαγική εικόνα. Το αστέρι ανέβηκε στην πλάτη της μαμάς δίνοντάς της ένα ρουφηχτό φιλί, κοιτάζοντας ευτυχισμένο τον μπαμπά του στον ουρανό που έλαμπε. Τα αδέρφια του στο σύμπαν κοιμόντουσαν ανύποπτα…

…και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

Υστερόγραφο: Αν καμιά φορά νιώθετε λυπημένοι... σκεφτείτε μήπως είστε κι εσείς ένα μικρό αστέρι η ένα κοχύλι στο βυθό κάποιας θάλασσας...

ΑΓΑΘΗ ΑΓΓΕΛΑΚΗ (ανέκδοτο κείμενο)

Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τη σημερινή εικόνα έκανε το «Στέκι» Νεολαίας του Άρη Παντελεήμονα.


Τον Ιούλιο του 2013 ο Μ.Γ.Σ. ΑΡΗ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ εγκαινίασε τη βιβλιοθήκη του η οποία στεγάζεται στο πολιτιστικό κέντρο του χωριού. Στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της βιβλιοθήκης πραγματοποιούνται εκδηλώσεις και διαγωνισμοί. Η βιβλιοθήκη λειτουργεί με τη βοήθεια εθελοντών και τα βιβλία είναι δωρεές εκδοτικών οίκων, βιβλιοπωλείων και ιδιωτών.

Το κολλάζ έγινε υπό την εποπτεία της φίλης και συνεργάτιδας της σελίδας Μαρίας Καλαϊτζίδου.
Το κείμενο έγραψε η Αγαθή Αγγελάκη.


Γεννήθηκα στο Ziegen της Γερμανίας στις 21-6-1972.

Είμαι παντρεμένη με δύο παιδιά, 18 και 20 χρονών και κατοικώ στο Αγρίνιο Αιτ/νίας.

Αγαπώ τα παιδιά και πιστεύω πως ο κόσμος μας μπορεί να γίνει καλύτερος αν εμείς μπορέσουμε να τα αγαπήσουμε και να τα βοηθήσουμε ώστε να γίνουν αξιοθαύμαστοι ενήλικες. Τα παιδιά δεν είναι παρά μικροί άγγελοι που έρχονται στη ζωή μας για να μας διδάξουν και να μας θυμίσουν να βλέπουμε τον κόσμο ξανά μέσα από τα μάτια τους…

Τα παραμύθια που “σκαρφιζόμαστε” εμείς οι μεγάλοι δεν είναι παρά ένας τρόπος για να τους δείξουμε ότι  μπορούμε να γίνουμε  “καπετάνιοι»  και να ταξιδέψουμε μαζί τους στον μαγικό κόσμο της φαντασίας τους…
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα του «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;