…Ήμαστε τότε μικρά
παιδιά, η καλή γη μας έδινε σπόρους και τα δέντρα καρπούς, δεν ξέραμε ακόμα
τότε τι ήταν η πείνα. Όμως είχαμε την καθαρή καρδιά μας οδηγό καλό, γι’ αυτό
όλα τα μυστικά του κόσμου μπορούσαν να βρουν μέσα μας χώρο φιλικό, μπορούσαμε
να το αιστανθούμε και να εννοήσουμε. Μες στην ασφάλεια των ψηλών τοίχων που μας
προφυλάγανε, κάτω απ’ τη σκιά του μεγάλου δέντρου -του παππού μας- που μας
έσκεπε, δε γινόμαστε σαν τους μεγάλους ανθρώπους, που όταν εκείνοι δεν
υποφέρνουνε είναι ανελέητοι και αδιάφοροι. Ζούσαμε όσο γίνεται δυνατά το δράμα
της νύχτας.
-Αχ πια! πρώτη πάντα
ξεσπούσε η Αγάπη, επειδή ήταν πιο αδύνατη και πιο ευαίσθητη απ’ όλους.
Άρχιζε να κλαίει
σπαραχτικά, με λυγμούς. Βλέποντάς την παίρναμε κι εμείς θάρρος, η Άρτεμη, η
Λένα κι εγώ, αρχίζαμε να κλαίμε όλοι και να ξεφωνίζουμε:
-Γιατί να πεινάνε τα
τσακάλια; Γιατί να πεινάνε τα τσακάλια;
Γινόταν τότε
πανδαιμόνιο μέγα: απέξω να ουρλιάζουν τ’ αγρίμια και μέσα εμείς να οδυρόμαστε.
Ο παππούς στην αρχή γελούσε μ’ αυτά τα ξεσπάσματα της παιδικής καρδιάς, ενώ η
μητέρα μας κι η γιαγιά τρέχαν να μας χαϊδέψουν και να μας μερώσουν.
-Γιαννακό! Έλεγε σοβαρή
η γιαγιά. Μην το κάνεις αυτό! Δεν τα βλέπεις; Έλεγε κι έδειχνε το σπαραγμό μας.
Πολύ σπάνια του μιλούσε
σ’ αυτό τον τόνο, σα να τον μάλωνε. Κι εκείνος τότε γινόταν απότομα σοβαρός,
σαν άνθρωπος που έσφαλε και σταματούσε να γελά.
-Ελάτε! Ελάτε τώρα!
ησυχάστε! Μας καταπράυνε η γιαγιά. Θα βρει τροφή και για τα τσακάλια ο Θεός.
Είναι καλός και θα ‘βρει. Πηγαίνετε να κοιμηθείτε.
Πολύ αργά οι φωνές των
τσακαλιών σβήνανε. Πια δεν ακουγόταν τίποτα. Κάναμε την προσευχή μας για να
κοιμηθούμε και παρακαλούσαμε, όπως πάντα, το Θεό να φυλάει τον παππού, τη
γιαγιά, τον πατέρα μας, τη μητέρα μας, τα δέντρα κι όλους τους ανθρώπους.
Πέφταμε, μα ο ύπνος δε μας έπαιρνε. Ερχόταν και βάραινε απάνω στα ματόκλαδά
μας, όμως βάζαμε όλη τη δύναμη να τον διώξουμε ίσαμε που να βεβαιωθούμε πως πια
τα τσακάλια φύγανε. Και τότες, όταν πια ήμαστε σίγουροι πως φύγανε, ψιθυρίζαμε
μέσα μας ξανά την προσευχή μας και, πλάι στους ανθρώπους και στα δέντρα,
παρακαλούσαμε και για τα πεινασμένα τσακάλια του κόσμου…
ΗΛΙΑΣ
ΒΕΝΕΖΗΣ, Αιολική Γη, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
…
Κάθε βδομάδα η
νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει κείμενα παιδικής λογοτεχνίας
(παραμύθια ή ποιήματα), διηγήματα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων
λογοτεχνών.
Ένας εικονογράφος ή
ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.
Περιμένουμε τις
εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
…
Την εικόνα έκανε η Χαρίκλεια Χριστάκου.
Ονομάζομαι Χαρίκλεια
Χρηστάκου, γεννήθηκα το 1990 στην Αθήνα, όπου και ζω. Έχω αποφοιτήσει από τη
Σχολή Καλών Τεχνών Φλώρινας και ασχολούμαι με τη ζωγραφική, την εικονογράφηση
και τις κατασκευές.
Δείγματα της δουλειάς
μου θα βρείτε στο facebook:
και στο instagram:
…
Με αγάπη από τη
Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.
…
Η σελίδα του «Ένα
κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;