Το χιόνι, που έπεσε
τόσο νωρίς εφέτος στο μικρό ψαράδικο χωριό και μάλιστα πριν από τα Χριστούγεννα,
ήταν αληθινή έκπληξη. Πιότερο από όλους όμως το χάρηκαν τα παιδιά που μόνον απ’
τις φωτογραφίες το ξέρανε. Οι ακρογιαλιές βλέπεις δεν ασπρίζουν παρά μόνον από
τα κύματα. Χιόνια κι αλάτια στα μαχαίρια βρίσκονται από τον καιρό που στήθηκε ο
κόσμος…
Και να λοιπόν που όλοι
βρέθηκαν ξάφνου να ζουν μέσα σε ένα χειμωνιάτικο τοπίο που τόσο έμοιαζε μ’
εκείνα που θαύμαζαν στις κάρτες των εορτών. Οι άνθρωποι κοίταζαν τα κατάλευκα
σκουφιά και φοβόντουσαν να τ’ αγγίξουν από σεβασμό στην τόση απαλότητα κι από
δέος για την απίστευτη ομορφιά. Κοίταζαν μα δεν πίστευαν στα μάτια τους και
μόνον τα παιδιά με απαράμιλλη τόλμη και χαρά απερίγραπτη κουτρουβαλιάστηκαν
στις στρωμένες νιφάδες και παραδόθηκαν στην πρωτόγνωρη αίσθηση. Πρώτη τους
σκέψη μετά την έκπληξη ήταν το τι θα έκαναν με το χιόνι… το χιόνι τους.
Να φτιάξουμε
χιονάνθρωπο, σκέφτηκαν απλά επειδή κι αυτόν μόνον από τις ζωγραφιές τον ξέρανε.
Ένα κορίτσι μάλιστα πρότεινε να τον στήσουν άκρη άκρη στο μώλο, μα δεν του
πέρασε αφού τ’ αγόρια ποτέ δεν συμμερίζονταν τις κοριτσίστικες ιδέες κι
επιπλέον τον χιονάνθρωπό τους τον ήθελαν καπετάνιο σε βάρκα, να στέκεται όρθιος
και να κρατάει το τιμόνι.
Έτσι έγινε τελικά και
κουβαλήθηκαν αμέτρητες αφράτες αγκαλιές στην «Πελαγία» μέσα και δεκάδες χεράκια
ζούπηξαν, χάιδεψαν, ζύμωσαν κι έπλασαν τον άμορφο σωρό μεταμορφώνοντάς τον σε
σώμα.
Μόλις μπήκε και το
δεύτερο κάρβουνο στη θέση του αριστερού του ματιού, ο χιονάνθρωπος ένιωσε την
κρυσταλλένια του καρδιά να χτυπάει σαν τρελή και τη ζωή να ξεπηδάει από τα
στήθια του. Αν μπορούσε θ’ ανοιγόκλεινε τα μάτια κι ίσως να τα γούρλωνε κιόλας
κατάπληκτος. Τι γινότανε επιτέλους ολόγυρά του; Τι σαματάς και τι κακό… Ένα
τσούρμο παιδιά χοροπηδούσαν πάνω στα βότσαλα. Είχανε μάγουλα κι αυτιά
κατακόκκινα, φορούσαν σκουφιά πολύχρωμα και κασκόλ και γάντια και μποτίνια.
Αληθινό πανηγύρι.
Μα που με στήσανε τέλος
πάντων, αναρωτιόταν διαρκώς αφού ποτέ του δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο με
κείνο το γαβαθωτό πράγμα που έμοιαζε με σκάφη και μύριζε αλλόκοτα. Που
βρίσκομαι, ρωτούσε και ξαναρωτούσε τα παιδιά, μα ποιος τον άκουγε… Αυτά
έμοιαζαν ξετρελαμένα από τη χαρά τους. Κάποια καθόντουσαν κατάχαμα και τον
κοίταζαν με τις ώρες εκστατικά κι άλλα τον πλησίαζαν και τον χάιδευαν απαλά σαν
να μην πίστευαν στα μάτια τους.
Πολύ παράξενο, σκέφτηκε
ο χιονάνθρωπος. Υπάρχουν λοιπόν παιδιά που δεν ξέρουνε τίποτα για μένα… Την
ίδια στιγμή όμως θυμήθηκε πως ούτε κι εκείνος ήξερε το παραμικρό για το σκαφίδι
που τον φιλοξενούσε κι αποφάσισε να μην προβληματισθεί περισσότερο εφόσον δεν
γίνεται σε αυτή τη ζωή να τα ξέρει κανείς όλα.
Όλος ο κόσμος
εξακολουθούσε να είναι κάτασπρος και μόνον η θάλασσα στραφτοκοπούσε γαλάζια.
Ωραία αντίθεση, σκέφτηκε κι αποφάσισε να το απολαύσει…
Ο ουρανός απόψε ξήλωσε
το μπαμπακένιο του πάπλωμα μουρμούρισε κάποια στιγμή ένα παιδί με μεγάλα
στοχαστικά μάτια κι όλα τα άλλα συμφώνησαν. Για φαντάσου χιόνι και στο δικό μας
το χωριό… ποτέ μας δεν ξαναείδαμε χιόνι. Η θάλασσα φταίει… ναι, αυτή που έχει
τόσο αλάτι…
Τα παιδιά μείναν κοντά
στον χιονάνθρωπο ως αργά τη νύχτα κι εκείνος χάρηκε τόσο πολύ τη συντροφιά
τους. Από τη χαρά η καροτένια του μύτη κοκκίνισε ακόμα πιο πολύ και από τα
μάτια του θα κυλούσαν στα σίγουρα δάκρυα ευτυχίας αν δεν τα πάγωνε στη στιγμή
το τσουχτερό κρύο.
Σαν έμεινε μόνος,
έκλεισε τα μάτια κι ονειρεύτηκε… Ονειρεύτηκε πως έμεινε για πάντα μέσα στη
ξύλινη σκάφη ορθός, αφέντης, με το ναυτικό του το κασκέτο, το τσιμπούκι κι ένα
παράξενο ξύλο κάτω από τη μασχάλη που καθόλου δεν έμοιαζε με σκουπόξυλο.
Ολόγυρά του παιζογελούσαν τα παιδιά με τα πολύχρωμα σκουφιά και τον αγαπούσαν,
αχ πόσο τον αγαπούσαν… Είχε αποκτήσει λέει και φωνή και τους διηγιότανε
παραμύθια που ποτέ δεν είχανε ξανακούσει. Παραμύθια από τις χώρες των πάγων και
του χιονιού. Κι ύστερα… τα παιδιά τον αγάπησαν κι άλλο.
Το ξημέρωμα δεν άργησε
να έρθει και μαζί του το ασκέρι το γνωστό μ’ ένα σωρό δώρα για κείνον ρόδια,
καρύδια και μύγδαλα, ασημένια κουκουνάρια και κάτι γιρλάντες χρυσαφιές που τις
τύλιξαν στο λαιμό του.
Είναι ακόμα εδώ
ξεφώνιζαν και τον έδειχναν με τα δαχτυλάκια, λες κι ο χιονάνθρωπος είχε ποδάρια
και θα το έσκαγε… Στρογγυλοκάθισαν ξανά ολόγυρά του και τον κοίταγαν, τον
κοίταγαν αχόρταγα… Ένας χιονάνθρωπος στο χωριό μας… για φαντάσου.
Ένα κορίτσι τότε ανέβηκε
στην ξύλινη σκάφη, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και του έσκασε ένα φιλί
στο μάγουλο. Ήτανε ροδαλό σαν άγγελος και τα ξανθά του τα μαλλιά ανέμιζαν στον
κρύο αέρα.
«Ουρανέ μου, πως θα την
αντέξω τόση ευτυχία» στέναξε κείνος κι η κρυσταλλένια του καρδιά φτερούγισε σαν
πουλί.
«Έχω μια ιδέα» φώναξε
ξάφνου κάποιο αγόρι και γύρω απλώθηκε σιωπή για να μην πάει ούτε μια λέξη
χαμένη. «Να τον πάμε βαρκάδα, να τον σεργιανίσουμε λιγάκι».
Βαρκάδα, πανικοβλήθηκε
ο χιονάνθρωπος, ώστε βάρκα είναι η ξύλινη σκάφη; Αχ μη με πάτε βαρκάδα,
παρακάλεσε. Δεν ξέρετε λοιπόν ότι θα πεθάνω; Μη με πλησιάζετε άλλο στη θάλασσα,
δεν θα το αντέξω…
Τα παιδιά όμως λέξη δεν
άκουσαν από τα παρακάλια του. Στερέωσαν το κασκέτο στο κεφάλι του και το
κορίτσι που τον είχε φιλήσει προηγουμένως έβγαλε από το λαιμό του ένα κόκκινο
κασκόλ με μακριά κρόσσια και το τύλιξε πάνω από τις γιρλάντες. Κάνει κρύο στη
θάλασσα, είπε λες και δεν ήξερε πως ο χιονάνθρωπος είναι καμωμένος από παγωνιά.
Τα παιδιά τον καμάρωσαν
γι’ άλλη μια φορά έτσι κορδωτός που στεκότανε, καπετάνιος στο τιμόνι… και η
βάρκα γλίστρησε μαλακά πάνω στο κύμα.
Ήρθε λοιπόν το τέλος,
το τέλος της ευτυχίας μου σκέφτηκε μελαγχολικά ο χιονάνθρωπος και τον κυρίεψε
μαύρη απελπισία μόλις τον πιτσίλισαν οι πρώτες αρμυρές σταγόνες. Το κορμί του
άρχισε να τσούζει τρομερά. Το θαλασσινό νερό τον έσκαβε κάθε λεπτό κάθε στιγμή
χωρίς σταματημό, δίχως έλεος και τα παιδιά χαμπάρι δεν είχαν ως τώρα… Τίποτα
δεν μπορούσε να κάνει πια… τίποτα. Άφησε να ξεφύγει από τα χείλια του μόνον
ένας μικρός στεναγμός κι αφέθηκε καρτερικά στη μοίρα του.
Τα κουπιά βούλιαζαν
ρυθμικά στο νερό, όλο βούλιαζαν. Ε για μόλα… Αλάργευαν. Το ταξίδι μεγάλωνε.
Χαρά μεγάλη το τσούρμο μα ο φτωχός ο κυβερνήτης ήτανε πια για κλάματα. Πονούσε
, υπέφερε μα κανένας δεν μπορούσε να το φανταστεί.
«Σ’ αγαπάω» του
ψιθύρισε στο αυτί κάποια στιγμή το κορίτσι και του έκλεισε πονηρά το μάτι.
«Κι είμαι ευτυχισμένος
γι’ αυτό» της απάντησε λησμονώντας τους πόνους.
«Κι εμείς σ’ αγαπάμε»
φώναξαν μ’ ένα στόμα και τ’ άλλα τα παιδιά σαν να ζήλεψαν.
«Κι είμαι ευτυχισμένος
γι’ αυτό» επανέλαβε ο χιονάνθρωπος και το εννοούσε. Δεν μπορούσε να τους
κρατήσει κακία. Με αγάπη τον είχαν οδηγήσει στον χαμό κι εκείνος δεν ήταν
σίγουρος για το τι άξιζε πιο πολύ σε αυτήν την ιστορία. Καθώς τέλειωνε το
ταξίδι είχε καταφέρει να ξεχάσει τις πληγές και τον αιώνιο εχθρό του εντελώς.
Δεν τον ένοιαζε πια ούτε για το σώμα του που είχε μετατραπεί σε ρυάκια νερού,
ούτε για τα μάτια, το τσιμπούκι και την καροτένια μύτη που κύλησαν κι έπεσαν
μέσα στης βάρκας τ’ απόνερα. Έβλεπε την αγάπη των φίλων του να τον συνοδεύει ως
τις τελευταίες του στιγμές κι αυτό του έφτανε. Σ’ αγαπάω. Τι όμορφη λέξη…
Αντηχούσε στ’ αυτιά του ως τη στιγμή που από εκείνον δεν απόμεινε παρά μια
φούχτα νερό και μια υποψία υγρασίας πάνω στο κασκέτο, τις γιρλάντες και το
κόκκινο κασκόλ με τα κρόσσια. Σ’ αγαπάω. Κι όταν η «Πελαγία» ακούμπησε απαλά
στα βότσαλα μελαγχόλησε με την απογοήτευση των παιδιών που τον έψαχναν παντού
και να τον εύρουν δεν μπορούσαν.
Κι όμως ήταν ακόμα
εκεί, στην πρύμνη. Κοντοστέκονταν κάνοντας χάζι με τα μαλώματα και τα
φταιξίματα που ο ένας έριχνε στον άλλον. Τις λίγες ώρες που είχε μείνει μαζί
τους, τα είχε αγαπήσει κι αληθινά και δεν μπορούσε να τα βλέπει μαλωμένα. Αχ
πως θα ήθελε να τα μονιάσει, να τα παρηγορήσει. Δεν μπορούσε να μείνει όμως και
πολύ, η ζωή του έφευγε κι η κρυσταλλένια του καρδιά ίσα που χτυπούσε. Έπρεπε
πια ν’ αποχαιρετίσει…
Το στερνό του το δάκρυ
κύλησε πάνω στο μάγουλο του κοριτσιού που είχε κρύψει το πρόσωπό στο κόκκινο
κασκόλ κι έκλαιγε μ’ αναφιλητά. Ήθελε τόσα να του πει ... «Καμιά μεγάλη ευτυχία
δεν κράτησε ποτέ για πάντα» κατόρθωσε να ψελλίσει μοναχά μαζεύοντας τις
τελευταίες του δυνάμεις. Εκείνο φυσικά δεν τον άκουσε. Αργότερα όμως όταν τα
πνεύματα καταλάγιασαν, τα χιόνια έλιωσαν στο θαλασσινό χωριό κι ο χιονάνθρωπος
δεν ήταν παρά μια ανάμνηση μόνο, διηγήθηκε στους φίλους του πως εκείνη τη μέρα
τη φοβερή, μες στην απελπισία του την ώρα που έκλαιγε, ένας αχνός το τύλιξε,
κάποιος ψιθύρισε λόγια παρηγοριάς στο αυτί του κι εκεί στην άκρη της μύτης του,
ένιωσε ένα υγρό παγωμένο φιλί…
Νίτσα
Κιάσσου
Γεννήθηκα το 1962 στον
'Ορμο Μαραθοκάμπου της Σάμου και ζω πάντα εκεί. Εμφανίστηκα στο χώρο της
λογοτεχνίας το 1990 μ ένα θεατρικό έργο για παιδιά που τιμήθηκε με το Β Κρατικό
βραβείο. Στη συνέχεια βραβεύτηκα επίσης από τη ΓΛΣ για μια ποιητική συλλογή και
δυο μυθιστορήματα. Συνεργάστηκα για πολλά χρόνια με τοπικές εφημερίδες και
περιοδικά. Συνεχίζω να γράφω παραμύθια για παιδιά και ιστορίες για μεγάλους. Τα
βιβλία μου κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, ΨΥΧΟΓΙΟΥ KAI ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ.
Ζωγραφιά: Αθηνά Πετούλη
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;