«…Θα
σκέφτεσαι, χωρίς αμφιβολία, ότι απέκτησα την άνεση
και
την πολυτέλεια που τώρα απολαμβάνω δίχως κόπο και δυσκολίες.
Κάνεις
λάθος. Δεν απέκτησα τούτη την ευχάριστη ζωή
χωρίς
πρώτα ν’ αντέξω για πολλά χρόνια
περισσότερα
βάσανα του κορμιού και του νου
απ’
όσα μπορεί κανείς να φανταστεί.
[…]Τα
βάσανά μου ήταν τόσο ασυνήθιστα,
που
ήταν θαρρείς σχεδιασμένα ν’ αποθαρρύνουν ακόμη
και
τους πιο άπληστους από το να επιχειρήσουν
παρόμοια ταξίδια με τα δικά μου
προκειμένου
ν’ αποκτήσουν πλούτη…»
Χ.Κ.Μ.Ν.
Οι ιστορίες του Σεβάχ
του Θαλασσινού είναι από τις πιο δημοφιλείς και γνωστές ιστορίες της
συλλογής παραμυθιών «Χίλιες και μία
Νύχτες».
Πολυδιασκευασμένες,
κυκλοφόρησαν και αυτόνομα σε όλο τον κόσμο σε πολλές εκδόσεις.
Η αυθεντική εκδοχή
περιλαμβάνεται, ανάμεσα σε άλλες (Αλαντίν, Αλή Μπαμπά κ.α.) στη συλλογή «Χίλιες και μία Νύχτες» και ξεκινάει στη
Βαγδάτη, με έναν χαμάλη, ο οποίος
σταματάει για να ξαποστάσει έξω από μία πολυτελή έπαυλη. Περίεργος
ρωτάει τους υπηρέτες σε ποιον ανήκει και, όταν πληροφορείται ότι ιδιοκτήτης της
είναι ο Σεβάχ ο Θαλασσινός, νιώθει φθόνο για εκείνον «επειδή πιστεύει πως η ζωή του είναι ευτυχισμένη ενώ η δική του αξιοθρήνητη».
Χτυπώντας με δύναμη το
πόδι του στο χώμα, καταβεβλημένος από τη θλίψη και την απελπισία φωνάζει τα
εξής:
«Μεγαλοδύναμε
Πλάστη όλων των πραγμάτων, δες τη διαφορά ανάμεσα στον Σεβάχ και σε μένα! Κάθε
μέρα εγώ είμαι εκτεθειμένος σε ταλαιπωρίες και βάσανα, και με δυσκολία
εξασφαλίζω σκληρό κρίθινο ψωμί για μένα και την οικογένειά μου, ενώ ο ευτυχής
Σεβάχ δαπανά αμέτρητα πλούτη και ζει μια ζωή συνεχούς απόλαυσης. Τι έχει κάνει
αυτός ώστε να εξασφαλίσει από Σένα μια
τύχη τόσο ευνοϊκή; Τι έχω κάνει εγώ για να μου αξίζει τέτοια δυστυχία;».
Λίγα λεπτά μετά, ένας
υπηρέτης ζητά από τον Χινμπάντ να τον ακολουθήσει, καθώς ο Σεβάχ θέλει να του
μιλήσει.
Φοβισμένος,
μετανιωμένος για τα λόγια που ξεστόμισε, προσπαθεί να το αποφύγει.
Μάταια. Σε λίγο βρίσκεται
μέσα σε μία μεγάλη αίθουσα, όπου πολλοί άνθρωποι γευματίζουν. Στην κεφαλή
κάθεται «ένας ευπαρουσίαστος, σεβάσμιος
άρχοντας, με μια μεγάλη λευκή γενειάδα, και πίσω του στέκονται πολλοί
αξιωματούχοι και υπηρέτες, έτοιμοι να ικανοποιήσουν κάθε του επιθυμία».
Ο άντρας αυτός δεν
είναι άλλος από τον Σεβάχ τον Θαλασσινό. Αφού καλωσορίσει τον Χινμπάντ, του
ζητά να επαναλάβει αυτά που είπε έξω από το σπίτι του.
Εκείνος αμήχανος
αποκρίνεται ότι η κούραση είχε επηρεάσει τη διάθεσή του και τον οδήγησε να πει
κάποιες απερίσκεπτες κουβέντες.
Ο Σεβάχ όχι μόνο δεν
τον τιμωρεί, αλλά δικαιολογεί και τη συμπεριφορά του.
Απευθυνόμενος στους
φίλους που βρίσκονταν στο τραπέζι του, στον Χινμπάντ και σε όλους τους
υπόλοιπους ανθρώπους που ήταν γύρω του, αποφασίζει να διηγηθεί τις περιπέτειές
τους, ώστε να κατανοήσουν ότι τίποτα δεν του χαρίστηκε, αντιθέτως πέρασε πολλές
δυσκολίες μέχρι να αποκτήσει ό, τι απέκτησε.
Έτσι, ξεκινά να
αφηγείται τα εφτά περιπετειώδη ταξίδια του, ένα κάθε μέρα. Στο τέλος της κάθε
αφήγησης δίνει στον Χινμπάντ ένα σακούλι με εκατό χρυσά νομίσματα.
Το πρώτο ταξίδι
Ο Σεβάχ σαλπάρει με ένα
καράβι, αποφασισμένος να ασχοληθεί με το εμπόριο. Κάποια στιγμή, επιβιβάζονται
σε ένα μικρό νησί που μοιάζει με πράσινο λιβάδι. Καθώς τρώνε, το νησί αρχίζει
να τρέμει και μόνο τότε αντιλαμβάνονται πως στην πραγματικότητα είναι η πλάτη
ενός θαλάσσιου τέρατος. Το καράβι προλαβαίνει και φεύγει, ο ίδιος όμως δεν
καταφέρνει να ανέβει πάνω. Μένει εκτεθειμένος στο έλεος των κυμάτων, ώσπου
φτάνει σε ένα νησί. Συναντά εκεί κάποιους ανθρώπους (ιπποκόμους), οι οποίοι,
σταλμένοι από το βασιλιά τους, βοηθούν στο ζευγάρωμα των φοράδων τους με έναν
ιππόκαμπο. Όταν ολοκληρώνουν την αποστολή τους, φεύγουν και παίρνουν μαζί τους
και τον Σεβάχ. Ο βασιλιάς του προσφέρει τη γενναιόδωρη φιλοξενία του, ώσπου στο
λιμάνι φτάνει το παλιό του καράβι και, έτσι, επιστρέφει στον τόπο του.
Το δεύτερο ταξίδι
Η κλίση του για το
εμπόριο τον ωθεί να μπαρκάρει με τα εμπορεύματά του για δεύτερη φορά. Μια μέρα
αράζουν σε ένα όμορφο νησί, όταν όμως το καράβι ξαναφεύγει, ο Σεβάχ, που έχει
αποκοιμηθεί, διαπιστώνει ότι τον ξέχασαν εκεί. Η απελπισία του μεγαλώνει με την
ώρα, μέχρι τη στιγμή που βλέπει ένα τεράστιο αυγό-ροκ. Το ροκ είναι ένα πελώριο
θαυμαστό πουλί. Το κάθε του πόδι έχει το μέγεθος κορμού δέντρου. Αποφασίζει
τότε να δέσει το τουρμπάνι του στο πόδι του ροκ. Έτσι και κάνει. Το ροκ τον
μεταφέρει σε έναν άλλο τόπο, γεμάτο πελώρια διαμάντια, αλλά και φίδια τόσο
τερατώδη, που το μικρότερο απ’ αυτά θα μπορούσε να καταπιεί έναν ελέφαντα. Με
χίλια δύο τεχνάσματα, κατορθώνει, αφού γεμίσει το πουγκί του με πολύτιμα
πετράδια, να πιαστεί από το πόδι ενός αετού και έτσι ελευθερώνεται και
επιστρέφει στην πατρίδα του.
Το τρίτο ταξίδι
Παρ’ όλες τις
περιπέτειές του, αποφασίζει να ξαναμπαρκάρει και τρίτη φορά. Μια φοβερή θύελλα
τους βγάζει εκτός πορείας. Αναγκάζονται να ρίξουν άγκυρα σε ένα νησί που
κατοικείται από επικίνδυνους άγριους τριχωτούς νάνους. Τους περικυκλώνουν, τους
μεταφέρουν στο νησί τους, το οποίο ανήκει σε έναν φοβερό μονόφθαλμο γίγαντα.
Κάθε μέρα σουβλίζει έναν από τους ναυτικούς ή τους εμπόρους και τον τρώει. Με
ένα έξυπνο κόλπο, κατορθώνουν να του ξεφύγουν τυφλώνοντάς τον, αλλά η οργή των
υπόλοιπων γιγάντων είναι τόσο μεγάλη που κανείς εκτός από τον Σεβάχ και άλλους
δύο συντρόφους του δεν μένει τελικά ζωντανός. Η θάλασσα τους ξεβράζει σε ένα
νησί, τα τεράστια φίδια όμως που κατοικούν εκεί καταπίνουν και τους δύο
τελευταίους του συνταξιδιώτες. Ο ίδιος γλιτώνει χάρη σε μία αυτοσχέδια κρυψώνα
που κάνει πάνω σε ένα δέντρο. Κάποια στιγμή, απελπισμένος, τρέχει στη θάλασσα,
όπου τον εντοπίζει τελικά ένα καράβι, που είναι και πάλι η σωτηρία του.
Το τέταρτο ταξίδι
Το τέταρτο ταξίδι προς την
Περσία καταλήγει ξανά σε ναυάγιο. Πιασμένος από μία σανίδα, αφήνει τα ρεύματα
να τον παρασύρουν σε ένα νησί. Μία φυλή κανίβαλων συλλαμβάνει τον ίδιο και τους
συντρόφους του. Τους δίνουν να φάνει ένα βοτάνι για να χάσουν τα λογικά τους
και μετά τους ταΐζουν ρύζι για να τους παχύνουν. Ο Σεβάχ, που έχει καταλάβει το
σχέδιό τους, δεν τρώει ούτε το βοτάνι, αλλά ούτε και μεγάλη ποσότητα τροφής.
Αδυνατισμένος, άρρωστος, περνάει απαρατήρητος, ώσπου το σκάει. Στο μέρος που
φτάνει, τον οδηγούν στον βασιλιά, ο οποίος διατάζει να τον φροντίσουν. Σύντομα
διαπιστώνει πως στην περιοχή αυτή
ιππεύουν δίχως σέλα και, όταν διαπιστώνει ότι δεν γνωρίζουν καν περί
τίνος πρόκειται, αναλαμβάνει να τους διαφωτίσει. Ευχαριστημένος ο βασιλιάς
αποφασίζει να τον παντρέψει με μία από τις ομορφότερες και πλουσιότερες κυρίες
της αυλής του. Σύντομα όμως εκείνη αρρωσταίνει και πεθαίνει, και ο Σεβάχ,
ακολουθώντας το έθιμο του τόπου, πρέπει να ταφεί μαζί της ζωντανός. Με χίλια
δύο κόλπα κατορθώνει και αυτή τη φορά να επιβιώσει ως τη στιγμή που καταφέρνει
να βγει από τον τάφο και να ανταμώσει το καράβι που θα τον οδηγήσει και πάλι
πίσω στον τόπο του.
Το πέμπτο ταξίδι
Αυτή τη φορά αποφασίζει
να κατασκευάσει ένα δικό του καράβι, ώστε να μην εξαρτιέται από κανέναν. Καθώς
ταξιδεύουν, δύο έμποροι που τον συνοδεύουν, σπάνε ένα αυγό-ροκ και ψήνουν τον
νεοσσό για να το φάνε. Οι γονείς-ροκ, δύο τεράστια πουλιά, βυθίζουν το καράβι.
Με δυσκολία ο Σεβάχ κατορθώνει να βγει στη στεριά, όμως και δω, τον περιμένουν
νέες περιπέτειες. Ο γέρος της θάλασσας, ένας τρομερός ηλικιωμένος άντρας,
γαντζώνεται πάνω του και τον υποδουλώνει, κρατώντας τον με τα πόδια του σφιχτά
από τον λαιμό. Έτσι σκαρφαλωμένος πάνω του τον υποχρεώνει για μέρες να τον
υπηρετεί. Με έναν έξυπνο τρόπο, μεθώντας τον με κρασί που φτιάχνει ο ίδιος,
κατορθώνει να γλιτώσει. Για καλή του τύχη το πλήρωμα ενός καραβιού που έχει
ρίξει άγκυρα για να προμηθευτεί νερό τον περιμαζεύει και τον οδηγεί και πάλι
στον τόπο του.
Το έκτο ταξίδι
Στο προτελευταίο ταξίδι
ένα ρεύμα τους παρασύρει και τους μεταφέρει σε ένα θανάσιμο μέρος. Κανείς από
τους ναυτικούς που έχουν ναυαγήσει εκεί δεν έχει επιστρέψει σπίτι του. Παρόλο
που μοιράζονται τις προμήθειές τους, ένας ένας, οι άντρες πεθαίνουν. Τελευταίος
απομένει ο Σεβάχ. Αφού φτιάχνει μία σχεδία, αποφασίζει να αφεθεί στο υπόγειο
ρεύμα, που, τελικά, τον οδηγεί σε μία πεδιάδα. Ένα πλήθος ανθρώπων τον
πλησιάζει και τον μεταφέρει στον βασιλιά. Εκεί αφηγείται όλες τους τις
περιπέτειες και απολαμβάνει την εύνοιά του. Πριν τον βοηθήσει να επιστρέψει
στον τόπο του, του αναθέτει να μεταφέρει ένα δώρο στο χαλίφη της περιοχής του.
Έτσι και γίνεται.
Το έβδομο ταξίδι
Αποφασισμένος να μην
μπει σε άλλες περιπέτειες, παραμερίζει οποιαδήποτε σκέψη για άλλα ταξίδια. Όμως
ο χαλίφης ζητάει τις υπηρεσίες του: να μεταφέρει εκείνος την απάντησή του στον
βασιλιά της Σερεντίπ. Προετοιμάζει τα πάντα και, σε λίγο, ο Σεβάχ ξεκινάει για
το έβδομο ταξίδι του. Αφού φέρνει εις πέρας την αποστολή του, αναχωρεί για τον
τόπο του. Όμως μία επίθεση κουρσάρων αλλάζει τα σχέδια. Πολλοί σύντροφοί του
δολοφονούνται, ο ίδιος όμως πωλείται ως σκλάβος σε έναν πλούσιο έμπορο. Δεν του
φέρεται με άσχημο τρόπο, του ζητά όμως να αναλάβει ένα παράξενο και επικίνδυνο
έργο: να σκαρφαλώνει σε ένα ψηλό δέντρο και, κάθε φορά, που ένα κοπάδι
ελεφάντων περνάει να ρίχνει με τα βέλη του μέχρι να σκοτώσει κάποιον, ώστε να
πάρει κατόπιν τα ελεφαντόδοντά του. Οι ίδιοι οι ελέφαντες αντιδρούν κάποια
στιγμή στο παράλογο αυτό «κυνήγι» και, προς έκπληξη όλων, μεταφέρουν τον Σεβάχ
στο νεκροταφείο τους, όπου υπάρχει πληθώρα ελεφαντόδοντων. Κανείς δεν θα
χρειαστεί να ξανακυνηγήσει. Ευχαριστημένος ο έμπορος, του χαρίζει την ελευθερία
του και πολλά από τα ελεφαντόδοντα. Αυτή τη φορά οι ταλαιπωρίες τους έχουν
φτάσει στο τέλος τους. Επιστρέφει στη Βαγδάτη και, από εκείνη τη στιγμή,
αποσύρεται και αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στην οικογένεια, τους συγγενείς και
τους φίλους του.
...
«Λοιπόν, φίλε μου, έχεις ακούσει ποτέ για
κανένα άλλο άτομο που να υπέφερε τόσα πολλά όσο εγώ ή για κανένα θνητό που να
έχει ζήσει τόσο πολλές μεταστροφές της τύχης όσο εγώ; Δεν είναι λογικό, έπειτα
απ’ όλα αυτά, ν’ απολαμβάνω μια ήσυχη και ευχάριστη ζωή;».
«Οφείλω να αναγνωρίσω, αφέντη, ότι έχεις
περάσει από πολλούς κινδύνους. Οι δικές μου ταλαιπωρίες δε συγκρίνονται με τις
δικές σου. Κι αν υποφέρω για κάποιο διάστημα, ανακουφίζομαι με τη σκέψη του
κέρδους που θα βγάλω από τον κόπο μου. Όχι μόνο σου αξίζει μία ήρεμη ζωή, αλλά
αξίζεις και όλα τα πλούτη που απολαμβάνεις, επειδή τα αξιοποιείς γενναιόδωρα
και για καλό σκοπό. Είθε, λοιπόν, να συνεχίζεις να ζεις ευτυχισμένος και
χαρούμενος ώσπου να πεθάνεις».
Για
το Book-Tour, Γιώτα Κοτσαύτη.
…
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Ο σουλτάνος Σαχριάρ
ανακαλύπτει ότι η σύζυγός του τον απατά, όταν εκείνος απουσιάζει. Διατάζει,
λοιπόν, να θανατωθούν και η γυναίκα του και οι εραστές της. Απογοητευμένος και
θλιμμένος εξαιτίας αυτής της απιστίας, νιώθει τέτοια απέχθεια προς το γυναικείο
φύλο, που παίρνει την απόφαση να παντρεύεται κάθε μέρα κι άλλη γυναίκα την
οποία σκοτώνει την επόμενη. Όταν «σώνονται» όλες οι νύφες-μελλοντικά θύματα της
μανίας του σουλτάνου, η κόρη του μεγάλου βεζίρη, η Σεχραζάτ, με τη βοήθεια της
αδερφής της, συλλαμβάνει ένα σχέδιο για να σώσει τόσο τον εαυτό της όσο και τις
άλλες κοπέλες. Παντρεύεται οικειοθελώς
τον σουλτάνο και την πρώτη νύχτα του γάμου αρχίζει να διηγείται στο
σύζυγό της μια ιστορία τόσο συναρπαστική, ώστε εκείνος, περίεργος να μάθει τι
γίνεται στη συνέχεια, αναβάλλει τη θανάτωσή της για την επόμενη μέρα. Η
Σεχραζάτ συνεχίζει να διηγείται ιστορίες κάθε βράδυ, έως ότου ο βασιλιάς,
γοητευμένος απ’ όλα αυτά τα θαυμαστά που ακούει, ξαναβρίσκει την πίστη του στη
ζωή και στους ανθρώπους και, αφού μαθαίνει πως στο μεταξύ έχει κάνει στη σύζυγό
του τρία παιδιά, εγκαταλείπει οριστικά το καταχθόνιο σχέδιό του.
Η
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΧ ΤΟΥ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΥ, Χίλιες και μία νύχτες, εκδόσεις 4π, μέρος Α’.
…
Κάθε μήνα η συγγραφέας
Γιώτα Κοτσαύτη σκιαγραφεί έναν λογοτεχνικό ήρωα και η ζωγράφος-εικονογράφος
Αθηνά Πετούλη φτιάχνει το πορτραίτο του.
Οι παρατηρήσεις και οι
προτάσεις είναι ευπρόσδεκτες στις ηλεκτρονικές διευθύνσεις:
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;