Κάποτε ζούσε μια νεραΐδα που την έλεγαν Λίλα σε ένα μικρό
χωριό στην Ήπειρο με την δίδυμη αδελφή της, την νεραΐδα Λίλη. Οι αδελφές είχαν
μαγικές ικανότητες που πραγματοποιούσαν με το μαγικό τους ραβδάκι το οποίο
απέκτησαν όταν ήταν δέκα ετών.
Η μαμά τους πριν πεθάνει έδωσε στην καθεμία από ένα
πουγκί και τους συμβούλεψε να το γεμίζουν με πετραδάκια και να το αδειάζουν
σιγά σιγά, κάθε φορά που θέλανε να εκπληρώσουν μια ευχή. Με απορία ρώτησαν τα
κορίτσια που ήταν τότε δεκαοκτώ ετών, γιατί έπρεπε να γίνεται αυτό και η μητέρα
τους απάντησε, «αν εφαρμόσετε αυτή την πρακτική τότε θα έχετε χρόνο να
σκεφτείτε καλύτερα αυτό που θα κάνετε και δεν θα λειτουργήσετε με βιασύνη σε
λάθος αποτέλεσμα». Συνέχισε με το να τους λέει ότι είχαν ένα απίθανο χάρισμα
για να βοηθάνε τους συνανθρώπους τους, αλλά προσοχή, αυτή η βοήθεια να μην
είναι για λόγους φιλοδοξίας, απληστίας ή οτιδήποτε άλλο δεν έχει σκοπό το καλό
του ανθρώπου διότι τότε το ραβδάκι θα χάσει τις μαγικές του δυνάμεις.
Η Λίλα συμμορφώθηκε με τα λόγια της μητέρα της και
στήριξε τους φτωχούς και ανήμπορους με όποιον τρόπο μπορούσε πραγματοποιώντας
τις ευχές τους. Η Λίλη όμως όσο μεγάλωνε δεν χρησιμοποιούσε τις μαγικές της δυνάμεις
για να βοηθήσει αυτούς που την είχαν ανάγκη παρά μόνο για το προσωπικό της
όφελος όπως για να μένει σε ένα παλάτι, να έχει πανάκριβα ρούχα, φαγητά όλων
των ειδών και πολλά άλλα.
Κάθε Παρασκευή η Λίλη οργάνωνε ένα φανταχτερό πάρτι
στο παλάτι της όπου βρισκόντουσαν όλοι οι φίλοι της και γνωστοί εκτός από τη
Λίλα. Η Λίλα προσπαθούσε ανά διαστήματα να της μιλήσει και να της δώσει να
καταλάβει ότι οι μαγικές τους δυνάμεις δεν ήταν για τον σκοπό να ζούνε
πλουσιοπάροχα αλλά για να βοηθάνε τον κόσμο που έχει ανάγκη. Όμως η Λίλη ήταν
ανένδοτη και αυτό είχε ως αποτέλεσμα η σχέση τους να έρθει σε ρήξη.
Όσο η Λίλη διασκέδαζε, τόσο η Λίλα βοηθούσε όποιον
συναντούσε και είχε την ανάγκη της και για αυτό και όλοι την αγαπούσαν στο
χωριό, εικόνισμα την είχαν κάνει. Ακόμη και άτομα από τα γειτονικά χωριά είχαν
ακούσει για τις καλοκαρδίες της και έσπευσαν να την γνωρίσουν. Γέμιζε και
άδειαζε το πουγκί της για να είναι σίγουρη ότι η κάθε ευχή ήταν μελετημένη και
όχι επιπόλαιη.
Η Λίλη πέρναγε υπέροχα με τους φίλους της που την
γέμιζαν με κομπλιμέντα και αυτή από τη μεριά της για να τους ευχαριστήσει
πραγματοποιούσε τις ευχές τους χωρίς ποτέ να γεμίζει και να αδειάζει το πουγκί
της.
Ώσπου μία μέρα σε ένα πάρτι η Λίλη κούνησε το
ραβδάκι της και τίποτα. Προσπάθησε ξανά και ξανά αλλά τίποτα. Οι καλεσμένοι της
άρχισαν να φωνάζουν και την κατηγορούνε ότι τους κορόιδευε. Σιγά σιγά έφυγαν
όλοι και δεν ξαναγύρισαν ποτέ.
Μόνη της καθόταν και έκλαιγε κάθε μέρα και ντρεπόταν
να πάει να βρει την αδελφή της. Όμως η Λίλα έμαθε τα νέα στο χωριό και έτρεξε
να βρει την Λίλη. Αντάμωσαν και αγκαλιαστήκαν και η Λίλη μετανιωμένη για όλα
όσα είχε κάνει ζήτησε συγχώρεση από την αδελφή της.
Η Λίλα αφού φίλησε την αδελφή της, πήρε το πουγκί της
άδειασε τις πέτρες και μετά με το ραβδάκι της ακούμπησε τον ώμο της Λίλης.
Ευχήθηκε από δω και πέρα η Λίλη να χρησιμοποιεί το μαγικό της ραβδάκι μόνο για
καλό σκοπό και αυτή ήταν η καλύτερη ευχή που είχε κάνει ποτέ.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΛΟΥΚΙΑ
(Τα κείμενα δημοσιεύονται στην αρχική τους μορφή, όπως τα λάβαμε, χωρίς καμία παρέμβαση)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;