Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

Κείμενο που επέλεξε η Μαριέττα Κόντου



Έλληνες συγγραφείς επιλέγουν και μοιράζονται μαζί μας αγαπημένα τους αποσπάσματα από βιβλία παιδικής, εφηβικής ή νεανικής λογοτεχνίας


Ξαφνικά είδα τον Κωστή με κολλημένη μούρη στο τζάμι, έξω από το παράθυρο. Μου έκανε γκριμάτσες και γέλασα κι ας ήταν βλακείες. Ήταν τουλάχιστον αστείες βλακείες. Ξέχασα το Πάσχα και του έκανα τα ίδια. Άρχισε να σκαλίζει τη μύτη του και να κάνει μπαλάκια. Ανοίγω το παράθυρο και του κάνω την παρατήρηση.
—Έτσι και σε δει η μαμά την έβαψες! τον προειδοποίησα.
—Μα αφού έχει πλάκα, μου είπε ο Κωστής, που έχει γεμίσει τον τοίχο, πίσω από το κρεβάτι μας, με μύξες και κάθε φορά που η μαμά ρωτάει ποιος το έκανε, εκείνος απαντά θιγμένος «όχι εγώ!».
Τελικά το σταματάει και σοβαρεύει.
—Έλα, μου είπε, θέλω να σου δείξω κάτι.
Τον ακολούθησα αδιαμαρτύρητα, ενώ συνήθως ξέρω ότι μου στήνει παγίδες. Με πήγε από πίσω, στην αυλή έξω από την κουζίνα, σήκωσε κάτι σπασμένες γλάστρες, ένα καδρόνι που έπεσε από τη διπλανή οικοδομή, έκανε στην άκρη ένα παλιό κόκαλο της Μερέντας και είδα έναν λάκκο που παλιά δεν υπήρχε. Έσκυψε και έπιασε προσεκτικά στα χέρια του ένα λασπωμένο παιχνιδάκι, μου το ′φερε και μου το ακούμπησε στα πόδια. Στη αρχή νόμιζα ότι ήταν από αυτές τις πλάκες που σκαρώνει και μου παίρνει τα παιχνίδια κι εγώ τα ψάχνω και ετοιμάζομαι να θυμώσω. Και έμεινα αμίλητος.
Ο Λεμόνης. Ακίνητος. Δεν ανέπνεε. Έτσι παγωμένος, έμοιαζε με παλιό παιχνίδι.
«Ο Λεμόνης πέθανε» σκέφτηκα και δεν ήμουν σίγουρος ότι ήθελα να τον βλέπω έτσι μισό.
—Έχει πεθάνει εδώ και καιρό, μου είπε ο Κωστής.
Άρχισε να με καίει ο λαιμός μου και πάγωσαν τα χέρια μου. Ήθελα να φύγω αποκεί, αλλά κάτι με κράταγε. Δεν μπορούσα και να τον αφήσω έτσι, μόνο του.
—Πότε τον βρήκες; τον ρώτησα.
—Σήμερα, μου είπε καμαρώνοντας, που τον είχε βρει πρώτος και κυρίως που για πρώτη φορά ήταν πιο γενναίος από ’μένα.
Και τον ζήλεψα λίγο τον αδελφό μου.
Καθίσαμε και σκεφτήκαμε τι να κάνουμε. Έπρεπε να τον θάψουμε και να του κάνουμε μια κηδεία. Πού όμως να τον βάζαμε και κυρίως τι να κάναμε με τον παππού; Να του το λέγαμε; Θα τον στεναχωρούσε πολύ. Μήπως θα ήταν καλύτερα να έχει πάντα την ελπίδα και να τον περιμένει; Απ’ την άλλη θα ήταν πολύ δύσκολο να κρατήσουμε μυστικό και μάλιστα τόσο σοβαρό και κυρίως από τον παππού που μας τα κουβεντιάζει όλα.  Ένιωθα άρρωστος. Πρώτη φορά που έπρεπε να πάρω τόσο σοβαρή απόφαση. Ευτυχώς που τη μοιραζόμουν με τον Κωστή. Τελικά αποφασίσαμε.
Κάναμε την πιο ωραία κηδεία σε κοκκινολαίμη που έχει γίνει ποτέ. Τον βάλαμε μέσα σε ένα άδειο μικρό ξύλινο κουτί που φύλαγε ο παππούς τις βίδες (ώστε ο Λεμόνης να έχει κάτι από τον παππού), αρχίσαμε να σφυρίζουμε ώστε να καλέσουμε τους φίλους του, του τραγουδήσαμε ό,τι ξέραμε από τραγούδια για πουλιά και λεμόνια –για κοκκινολαίμηδες δεν ξέραμε, αλλά θυμηθήκαμε κάποια για αετούς και χελιδόνια– και τον θάψαμε στη ρίζα της λεμονιάς. Γράψαμε σ’ ένα χαρτονάκι την ημερομηνία που τον πρωτοείδαμε και την ημερομηνία που τον βρήκαμε πεθαμένο και γράψαμε με κεφαλαία γράμματα ΛΕΜΟΝΗΣ ΚΟΚΚΙΝΟΛΑΙΜΗΣ (το κοκκινολαίμης ήταν το επίθετο) με ένα μικρό κόκκινο σταυρό. Για το χρώμα του σταυρού διαφωνήσαμε γιατί το κίτρινο αρέσει στον Κωστή και το κόκκινο σ’ εμένα. Τελικά είπαμε ότι Λεμόνης ήταν το χαϊδευτικό του, αλλά δεν έπρεπε να ξεχνάμε το πραγματικό του χρώμα. Κάναμε λοιπόν κόκκινο το σταυρό. Βάλαμε το χαρτονάκι πάνω από τον τάφο του και τον σκεπάσαμε με τη σπασμένη γλάστρα για να μην κρυώνει, να μη χαλάσει αλλά και να μην το καταλάβει ο παππούς. Μετά ο Κωστής έγραψε σ’ ένα μεγάλο, σκληρό χαρτόνι με κεφαλαία γράμματα «ΕΝΗΚΙΑΖΑΙΤΕ ΛΑΙΜΟΝΗΑ» και το κρέμασε στο δέντρο. Είχαμε την ελπίδα ότι θα δει την αγγελία μας κάποιο άλλο πουλί ή κάποιος κοκκινολαίμης και θα κατοικήσει στη λεμονιά. Αυτή ήταν ιδέα του Κωστή. Ένιωθα λίγο άσχημα για τον Λεμόνη, που προσπαθούσαμε να τον αντικαταστήσουμε, αλλά πάνω απ’ όλα δεν ήθελα να στεναχωρεθεί ο παππούς.
Μέχρι και σήμερα άλλο πουλί δεν έχει έρθει. Κάθε φορά που περνά ο παππούς αποκεί για να ποτίσει, η καρδιά μου σφίγγεται. Χαμογελά και δε λέει τίποτα. Αναρωτιέμαι αν έχει καταλάβει. Πάντως για την αγγελία δε μας ρώτησε ποτέ... 
Απόσπασμα από το βιβλίο «Συγγνώμη, μπορώ να πω κάτι;»
(Μαριέττα Κόντου, Συγγνώμη, μπορώ να πω κάτι;, εκδόσεις Μίνωας)

Η Μαριέττα Κόντου γεννήθηκε κατακαλόκαιρο του ’72στην Αθήνα  και είναι ακόμη πολύ κοντά στο «τότε»…

Ανήκει στη γενιά της «Αθλητικής Κυριακής», του Carnation, του «Λόλα, να ένα μήλο», του φυτολόγιου, των λευκωμάτων με τις αφιερώσεις, των εικόνων της Sarah Kay και των βιβλίων της Πηνελόπης Δέλτα, της Άλκης Ζέη και της Ζωρζ Σαρή.

Θυμάται ακόμη την ασπρόμαυρη τηλεόραση, τις ελληνικές ταινίες του Σαββατοκύριακου και το Θέατρο της Δευτέρας.

Έζησε τις δασείες, τις οξείες, τις περισπωμένες και τις σχολικές ποδιές.

Σπούδασε Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε το μεταπτυχιακό της στη Συστημική Θεραπεία Ζεύγους και Οικογένειας και το διδακτορικό της στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Απο τις εκδόσεις Μεταίχμιο κυκλοφορούν Ο φίλος μου ο Γκρεγκουάρ και Τα μαγικά χέρια του Τσαγκαράκου το οποίο και τιμήθηκε με το βραβείο «Πηνελόπης Μαξίμου» 2016 (αφήγηση βραχείας φόρμας για παιδιά)από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου(ΙΒΒΥ). Κυκλοφορεί επίσης το Συγγνώμη, μπορώ να πω κάτι; Από τις εκδόσεις Μίνωας  ενώ το παραδοσιακό παραμύθι της Τα λευκά φτερά της Κορακίνας τιμήθηκε με εύφημο μνεία το 2014 από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά.

Ιδέα-επιμέλεια στήλης: Γιώτα Κοτσαύτη 






Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;