Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

Ένα παιδί μετράει τ' άστρα

Ο αέρας φύσαγε σα γύφτος. Έλεγες πως βάλθηκε ν’ ανάψει κάπου μια θεόρατη φωτιά για να ζεστάνει τον κόσμο. Γιατί κρύωνε ο καημένος ο κόσμος τούτο το φθινόπωρο. Κρύωνε σαν αμαρτωλός. Κρύωναν και τα σπίτια αυτής της πόλης. Είχαν στριμωχτεί εκεί απάνου στην ποδιά του βουνού, απ’ τα παλιά τα χρόνια, και τώρα μετάνιωσαν. Μα ήταν πια πολύ αργά. Τώρα είχαν γίνει πόλη. Σηκώνεται και φεύγει, έτσι εύκολα,  μια πόλη;

Για να λέμε όμως την αλήθεια το κρύο δεν είχε λόγο να κοπιάσει τόσο νωρίς. Ούτε κι ο Καζαμίας συμφωνούσε μαζί του. Οι παγωνιές ήταν ακόμα μακριά. Έπηζαν τα ποτάμια και δένανε τα νερά. Αυτές ήταν οι χειμωνιάτικες δουλειές του αέρα. Μα το Σεπτέμβρη μήνα δε γίνονται αυτά τα καμώματα. Οι αέρηδες είναι ακόμα μαλακοί. Μυρίζουν ώριμα φρούτα. Δε θέλουν σύννεφα μαζί τους, πάνε ανάλαφροι σαν ξυπόλυτα αγόρια.

Να, σαν κι αυτό το ξυπόλυτο αγόρι που τρέχει απόψε πάνω στο δρόμο που φέρνει στην πόλη. Τρέχει γιατί κρυώνει και γιατί το σπρώχνει ο αέρας σαν κουρελάκι. Τ' όνομα του Μέλιος, μα δε χρειάζεται, γιατί κανείς δεν το ρωτάει. Τώρα περνάει το μεγάλο δρόμο με τις ακακίες που σκίζει την πόλη στα δυο. Είναι καλοφτιαγμένος δρόμος. Τα καλοκαίρια μοσχοβολάει δυνατά απ' τη δεντροστοιχία και, τα περβόλια που απλώνονται πλάι του. Κάθε Κυριακή τον καταβρέχουν κιόλα μ' ένα τρύπιο βαρέλι που το φορτώνουν σ' ένα δίτροχο, για να μη σκονίζονται τα φουστάνια των κοριτσιών. Καλή συνήθεια... Γιατί αλλιώτικα τα κορίτσια μπορεί να μην έβγαιναν περίπατο, και τότε τι χάρη θα είχε ένας εξοχικός δρόμος χωρίς κορίτσια;

Το ξυπόλυτο αγόρι έφτασε τώρα στο γεφύρι όπου αντάμωναν ο δρόμος με τον ποταμό και κάνανε σταυρό. Από δω θα περάσει, να χωθεί στους σκούρους μαχαλάδες. Απ' αυτό το παλιό γεφύρι που τα θεμέλια του τρέμουνε απ' το βιαστικό νερό. Αυτό το ποτάμι από αύριο θα μπει στη μικρή του ζωή.
Γιατί, πιο κάτου, πάει και ποτίζει τις μικρές λεύκες, που ζώνουνε τον αυλόγυρο του σκολειού. Κυλά και φέρνει γύρω το κάτασπρο χτίριο και το τυλίγει σαν νερογάλαζη φασκιά. Από δω φαίνεται καλά η κόκκινη σκεπή του, οι δυο κολόνες που στέκονται ολόρθες μπροστά στην πόρτα του, τα φαρδιά του παράθυρα. Όμορφα που θα είναι εκεί μέσα από αύριο...

[…]

- Α, έλα δω... του κάνει ο δάσκαλος. Εσύ είσαι που λες τα παραμύθια;

- Δε φταίω γω... έκανε το παιδί.

- Και ποιος σου είπε ότι φταις; Καλά καμωμένα είν’ αυτά που κάνεις. Μα γιατί δεν έρχεσαι να σε γράψουμε να μάθεις και γράμματα του σκολειού; Ε; Δεν τ' αγαπάς;

Γράμματα του σκολειού! Αν τ' αγαπούσε! Μα υπήρχαν πιο γλυκά γράμματα! Πώς όμως να τα μάθει; Αυτός μάθαινε γράμματα του ποδαριού, γράμματα της τρεχάλας, μιαν αράδα εδώ και μιαν εκεί. Μαζί με τα δαμάλια. Να βοσκάνε κείνα γρασίδι κι αυτός βιβλίο. Αν τ' αγαπούσε λέει! Τι λόγια είν’ αυτά που λες, κυρ-δάσκαλε! Μα πόσα κομμάτια θα γίνει ένα τόσο δα ανθρωπάκι; Βλέπεις, τα σκολειά σ' αυτό τον κόσμο είναι όλα σκολειά της μέρας. Ανοίγουνε τις πόρτες τους μαζί με τα μαντριά. Πού να πάει; Εδώ ή εκεί;

Πάει λοιπόν με το κοπάδι. Και παίρνει λίγο χρήμα, που είναι πηχτός ιδρός. Το μαζεύει λίγο λίγο, όπως το μερμηγκάκι το σπόρο. Έχει κάτι σχέδια... Σκοπεύει, σα μαζέψει κάμποσα, να πάει σ' ένα δάσκαλο και να του πει «να, πάρε, και δως μου γράμματα, γράμματα καλά όμως, του σκολειού...» Έχει την ελπίδα ότι έτσι δε θα τον διώξουν. Έχει ακουστά για τους δασκάλους ότι είναι καταδεχτικοί άνθρωποι και δε θα τον αποπάρουνε.

Και, τώρα, να ο δάσκαλος ήρθε μοναχός του. Η καλή του τύχη τον έφερε μπροστά του. Και τι;... Δάσκαλος αληθινός, με γυαλιά! Και τον καλάει και στο σπίτι του. Ώρα ήταν λοιπόν. Πιάνει κι αυτός το σακάκι του και το κουνάει.

- Τ' είν’ αυτό; ρωτάει ο δάσκαλος.

- Χρήματα.

- Πού τα 'βρες;

- Τα κέρδισα.

- Και γιατί τα κουνάς;

- Είναι για γράμματα. Μα δεν είναι πολλά.  Άμα τα κάνω μπόλικα, θα τα φέρω εδώ να μου μάθεις. Μπορεί να γίνει αυτό κυρ-δάσκαλε;

- Αν μπορεί;...

Ο δάσκαλος έβαλε τη γροθιά του στο μάτι για να διώξει ένα σκουπίδι. Ύστερα κοίταξε το παιδί βαθιά στα μάτια.

- Λοιπόν... πήγε να του πει.

Η φωνή του ήταν κάπως αλλιώτικη, έτσι λιγάκι σαν βραχνή.

- Άστα... Άστα εκεί είπε, και πήγαινε... Αύριο, που θα παχνίσεις τα δαμάλια σου, έλα... του λέει.

- Να πάρω πλακοκόντυλο, δάσκαλε; Να πάρω χαρτιά, μολύβια;

- Όχι, όχι, καλό μου παιδί... πώς είναι τ' όνομα σου;

- Μέλιος.

- Όχι, Μέλιο. Και πάλι ήταν αλλαγμένη η φωνή του, πιο πολύ αλλαγμένη και πιο βραχνή.

Το παιδί στάθηκε λίγο. Ύστερα άδειασε την τσέπη του στο τραπέζι κι έφυγε. Ο δάσκαλος ούτε γύρισε να το δει. Αφανίστηκε να κοιτά έξω απ' το παράθυρο, σαν να ξεφύτρωσε ξαφνικά εκεί έξω κάνας καινούργιος κόσμος και πάσκιζε να τον μάθει.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ, Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα, εκδόσεις Δωρικός.


Κάθε βδομάδα η Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση αυτά.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τη σημερινή εικόνα έκανε η Εύα Κουστέρη-Σωτηροπούλου.


Γεννήθηκα σε ένα μικρό χωριό της Πελοπονήσσου, το οποίο όμως δεν πρόλαβα να γνωρίσω γιατί με τους γονείς μου μετακομίσαμε στην Αθήνα όταν εγώ ήμουν δεν ήμουν δυό χρονών. Εκτοτε ζώ στην Αθήνα, χωρίς μνήμες και νοσταλγία για ένα μέρος που στην ουσία δεν γνώρισα ποτέ. Το χωριό μου.  Μου το θυμίζει μόνο η ταυτότητά μου.

Μεγάλωσα σε μια οικογένεια με πολύ αγάπη, η οποία όμως μου απαγόρεψε να σπουδάσω αυτό που ονειρευόμουν. Το όνειρό μου ήταν να σπουδάσω στη Σχολή Καλών Τεχνών. Αλλά άλλα μυαλά, άλλες ιδέες, δεν τους κακολογώ, για εκείνες τις εποχές «ο ζωγράφος» δεν ήταν ικανός να ζήσει …έτσι το όνειρο παρέμεινε όνειρο που πάντα σιγόκαιγε όμως μέσα μου. Όταν το χέρι μου, αργότερα, δουλεύοντας στον ιδιωτικό τομέα, συναντούσε λευκό χαρτί,  αμέσως το γέμιζε με διάφορες παραστάσεις, τόσο όσο κρατάει ένα τηλεφώνημα, έφτανε για να αφήσω στο χαρτί το ίχνος μου…

Πέρασαν 35 χρόνια , έκανα οικογένεια, 2 παιδιά, μεγάλα πια, δεν με χρειάζονται συνέχεια δίπλα τους, έχουν πάρει τη ζωή τους στα χέρια τους και είπα και γω ότι είναι πια καιρός να κάνω πράγματα για μένα. Τόσα χρόνια , πάντα ήμουν παρούσα για τους άλλους… τώρα ήταν η σειρά η δική μου. Εξοπλίστηκα λοιπόν πριν από 6 χρόνια με τα υλικά μου, πινέλα, χρώματα, κάρβουνα, μολύβια, μπλόκ, καμβάδες και ότι άλλο χρειάζεται κανείς για να ακουμπήσει την ψυχή του σε ένα καμβά και ξαναγεννήθηκα. Άνοιξα ένα καινούργιο κεφάλαιο στη ζωή μου που το ονόμασα «Για μένα» , και άρχισα να δημιουργώ και να αισθάνομαι ευτυχισμένη με έναν διαφορετικό τρόπο αυτή τη φορά.

Τον Νοέμβριο του  2011 πραγματοποίησα την πρώτη ατομική μου Έκθεση στο Εκθεσιακό κέντρο του Περιστερίου στην Αθήνα με τίτλο «Του νου ταξίδια».

Το 2012 έλαβα μέρος σε μια ομαδική έκθεση σε εικαστικό χώρο του  Κολωνακίου.

Τον Νοέμβριο του 2013 πραγματοποίησα μία ακόμη ατομική έκθεση με τίτλο «Με άρωμα γυναίκας»
Τον Φεβρουάριο του 2014 μαζί με άλλες δύο φίλες πραγματοποιούμε μια ακόμη έκθεση με τίτλο «Η συνάντηση».

Και προετοιμάζομαι για την επόμενη που θα γίνει τον Απρίλιο του 2015.

Η σελίδα της Εύας στο facebook:
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:




1 σχόλιο :

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;