Κάποτε
σ’ ένα μακρινό νησί, το Μοτουνούι, ζούσε ένα μικρό αγοράκι που το έλεγαν Ζυλ. Ο
Ζυλ ζούσε με τη μαμά του στο μοναδικό σπίτι του νησιού. Από μικρός είχε ένα
άπιαστο όνειρο: όταν μεγαλώσει να γίνει ΠΕΙΡΑΤΗΣ.Να φύγει από το νησί, να
γνωρίσει τον κόσμο!
Όταν ο Ζυλ έγινε δώδεκα χρονών άρχισε να σκέφτεται ότι ήθελε να ταξιδεύει στους ωκεανούς, να αντιμετωπίζει άγρια, θαλάσσια πλάσματα, να δαμάζει τα κύματα, να είναι καπετάνιος στο καράβι του. Μια μέρα καθώς περπάταγε στην ακτή πήρε την απόφαση να το πει στην μαμά του. Και πράγματι το επόμενο πρωί έφαγε το πρωινό του και διηγήθηκε στη μαμά του τι ήθελε να γίνει. Η μαμά του επειδή του είχε αδυναμία, ως το μοναδικό παιδάκι που είχε, του είπε:
Όταν ο Ζυλ έγινε δώδεκα χρονών άρχισε να σκέφτεται ότι ήθελε να ταξιδεύει στους ωκεανούς, να αντιμετωπίζει άγρια, θαλάσσια πλάσματα, να δαμάζει τα κύματα, να είναι καπετάνιος στο καράβι του. Μια μέρα καθώς περπάταγε στην ακτή πήρε την απόφαση να το πει στην μαμά του. Και πράγματι το επόμενο πρωί έφαγε το πρωινό του και διηγήθηκε στη μαμά του τι ήθελε να γίνει. Η μαμά του επειδή του είχε αδυναμία, ως το μοναδικό παιδάκι που είχε, του είπε:
-Ζυλ αφού αυτό θα σε
κάνει ευτυχισμένο εγώ θα σε βοηθήσω να κάνεις το όνειρό σου πραγματικότητα..
Έτσι του έφτιαξε ένα
απίθανο πλοίο, που ο Ζυλ έμεινε με ανοιχτό στόμα. Το ονόμασε Ανταμ ο
Γκονατογκοτζής. Εφοδιάστηκε με τρόφιμα, αποχαιρέτησε τη μαμά του και έφυγε για
μακρινά μέρη, με το αγαπημένο του καράβι.
Στο ταξίδι του τον
ακολουθούσε ένας παπαγάλος, πολύχρωμος κι ατρόμητος, που τον ονόμασε Στιβ. Αφού
περιπλανιόταν για μέρες, ο καπετάν Ζυλ είδε με το τηλεσκόπιό του ένα νησί:
-Στιβ, βρήκαμε το πρώτο
μας νησί!
Το έψαξε στον χάρτη και
το όνομα του νησιού ήταν Χρυσή Ακτή. Άραξε το καράβι του στα ανοιχτά, πήρε τον
παπαγάλο του, τον γάντζο του και το σπαθί του και με μία βάρκα βγήκε στην ακτή.
Εκεί είδε κάποιους άνδρες να κοιμούνται κάτω από τα δέντρα. Ανάμεσά τους ήταν
και δύο παιδιά. Σιγά σιγά τους προσπέρασε και κατευθύνθηκε σε ένα ηφαίστειο,
μήπως ανακαλύψει κάνα θησαυρό. Έψαχνε τόσο που κόντευε να νυχτώσει. Ξαφνικά
σκοντάφτει σε μία πέτρα και όπως κουνήθηκε βγήκε ένα μπαουλάκι. Το άνοιξε και
τι να δει! Χρυσά νομίσματα.
-Θεούλη μου... Στίβ
κάναμε την τύχη μας! Κοίτα πόσα νομίσματα! Δεν ήταν τυχαίο που το νησί το λένε
Χρυσή Ακτή. Πάμε γρήγορα στο πλοίο μας, να γυρίσουμε στο νησί μας.
Φεύγοντας από το
ηφαίστειο ήρθε αντιμέτωπος με τους άνδρες που είχαν ξυπνήσει. Του εξιστόρησαν
ότι ήταν ναυαγοί και τον παρακάλεσαν να τους πάρει μαζί τους στο καράβι. Ήταν
ηλιοκαμένοι, νηστικοί και ταλαιπωρημένοι. Μπήκαν όλοι μαζί στο πλοίο και αφού
έφαγαν και ξεκουράστηκαν, συνέχισαν το μακρινό τους ταξίδι.
Σε λίγο έφτασαν στο ξακουστό πέλαγος
Σουαχίλου, πάλεψε με τα πελώρια κύματα κι εκεί έχασε δύο άνδρες. Αφού πέρασαν
από τα στενά του Μοροζούνι, σε μία μάχη μ’ ένα πειρατικό καράβι, νίκησε και με
το πλήρωμά του πήρε τα σακιά με το χρυσάφι κι ένα σεντούκι με πολύτιμους
λίθους.
-Άντρες, θέλετε να
έρθετε μαζί μου στο νησί μου; Να ζήσουμε όλοι μαζί ειρηνικά; τους ρώτησε.
-Ναι!!, απάντησαν με
μία φωνή.
Όταν έφτασε στο νησί η
μαμά του Ζυλ χάρηκε τόσο που τον είδε που άρχισε να κλαίει. Ωστόσο όταν είδε
τους μαυρισμένους από τον ήλιο ανθρώπους που ήταν μαζί του, φοβήθηκε τόσο που
το μάτι της είχε γίνει σαν μισοφέγγαρο. Ο Ζυλ την καθησύχασε και της εξήγησε
ότι ήταν ναυαγοί αλλά καλοί άνθρωποι και τον βοήθησαν να επιστρέψει στο νησί
του.
Έτσι έζησαν όλοι μαζί
ευτυχισμένοι. Ο Ζυλ πλέον δεν ήταν το μοναδικό παιδί στο νησί, αφού είχε παρέα
τους δύο φίλους του, αλλά είχε καταφέρει να πραγματοποιήσει και το όνειρό του!
Κείμενο-ζωγραφιές: ΚΑΡΑΓΚΙΒΡΟΥΔΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
(μαθητής Δ' Δημοτικού)
(Τα
κείμενα δημοσιεύονται στην αρχική τους μορφή, όπως τα λάβαμε, χωρίς καμία
παρέμβαση)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;