Μια φορά κι έναν καιρό
ήταν μία μάγισσα που την έλεγαν Σουξουμουσουτού. Η Σουξουμουσουτού είχε μία
πολύ καλή φίλη, την Σουξουμουσουσού. Οι δύο φίλες περνούσαν πολύ καλά μαζί, όλη
την ώρα μιλούσαν και γελούσαν. Είχαν όμως ένα μεγάλο ελάττωμα. Ήταν πολύ κουτσομπόλες.
«Για δες, η Σουξουμουσουτάδε, την είδες τι
φόρεσε σήμερα;»
«Καλέ ναι! Καθόλου δεν ξέρει αυτή η
μάγισσα να συνδυάζει τα παπούτσια με τις κάπες της! Γιατί η Σουξουμουσουδίνα,
καλύτερη είναι;»
« Τι λες τώρα! Χειρότερη!»
Και έτσι περνούσαν όμορφα τις μέρες τους
στο μαγισσοχωριό Σουξουμούξου. Όλο «κοίτα τη μία, κοίτα την άλλη, έμαθες τι
έπαθε εκείνη, να σου πω τι θα έκανε άλλη» και πάει λέγοντας.
Μια μέρα, εκεί που κάθονταν οι δυο τους
στην αυλή της Σουξουμουσουτού και έπιναν έναν ζωμό από βατόμουρα και
αγριοφράουλες, πέρασε η Σουξουμουσουνένα, μια μάγισσα πολύ νέα και πολύ όμορφη.
Οι δύο φίλες κοιτάχτηκαν πονηρά και
θυμήθηκαν ότι στον χορό της άνοιξης η Σουξουμουσουνένα χορεύοντας
παραπάτησε και έριξε τη χύτρα με τον ζωμό σαλιγκαριών. Όσες χόρευαν δίπλα
της κόλλησαν ζουμιά και έπεσαν όλες η μία πάνω στην άλλη. Πολύ γέλιο!
Η Σουξουμουσουνένα τις άκουσε που γέλασαν
και κατάλαβε. Τις ήξερε τι κουτσομπόλες ήταν. Σταμάτησε λοιπόν και ακούμπησε
στον παλιό ξύλινο φράχτη λέγοντας:
« Ξέρετε κάτι; Έχετε πολύ μεγάλο στόμα και
οι δύο!» και έφυγε.
Η Σουξουμουσουτού και
η Σουξουμουσουσού γύρισαν αμέσως και
κοιτάχτηκαν.
«Βρε, λες;» είπε η Σουξουμουσουτού και
έσκυψε να δει καλά το στόμα της φίλης της. Η Σουξουμουσουσού την κοίταξε κι
αυτή καλά και της είπε:
«Για άνοιξε λίγο να δω;»
Μετά από λίγο έτρεξε η μία μέσα και έφερε
έναν μικρό καθρέφτη. Το θέαμα δεν ήταν και πολύ ωραίο. Τα στόματά τους ήταν
μεγάλα και τα δόντια τους, όσα τέλος πάντων είχαν, ήταν κίτρινα. Η Σουξουμουσουνένα είχε δίκιο!
«Και τώρα τι θα κάνουμε;» ρωτούσε η μία
την άλλη. Μέχρι να νυχτώσει δεν είχαν βρει καμιά απάντηση. Πήραν λοιπόν τις
σκούπες τους και πέταξαν ως το χωριό των ανθρώπων, όπως έκαναν πολλά βράδια για
να διασκεδάσουν τρομάζοντας τα μικρά παιδιά. Περνώντας έξω από ένα σπίτι είδαν
να ανάβει το φως του μπάνιου. Οι μάγισσες κοντοστάθηκαν. Μέσα γινόταν καυγάς.
«Δεν θέλω σου λέω!» φώναζε ο μικρός.
«Θα μείνεις εδώ και θα πλύνεις τα δόντια
σου!» έλεγε η μαμά.
«Δεν μ’ αρέσει να πλένω τα δόντια μου!»
ξαναφώναζε εκείνος.
«Μόνο αν τα πλένεις συχνά και μάλιστα κάθε
βράδυ θα μείνουν γερά και αστραφτερά!»
«Όχι, όχι, όχι! Δεν θέλω!»
«Δεν ακούω κουβέντα!» είπε η μαμά και
έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω της.
Οι μάγισσες κοιτάχτηκαν. Πλησίασε τότε η
Σουξουμουσουσού και χτύπησε το τζάμι. Ο μικρός κατατρόμαξε. Η μάγισσα
ξαναχτύπησε, αλλά το αγοράκι στεκόταν ακίνητο από τον φόβο του. Του έκανε νοήματα με τα χέρια. Κάτι του έδειχνε
και έβαζε το δάχτυλό της στο στόμα. Ο μικρός κατάλαβε. Άνοιξε το παράθυρο και
της έδωσε την οδοντόβουρτσά του. Η μάγισσα του χαμογέλασε με τα κίτρινα δόντια
της και πέταξε μακριά. Η ίδια ιστορία έγινε και το επόμενο βράδυ όταν πλησίασαν
ένα άλλο σπίτι που μάλωνε ένα κοριτσάκι με τη μαμά του για το πλύσιμο των
δοντιών. Αυτή τη φορά ήταν η σειρά της
Σουξουμουσουτού να αποκτήσει μία οδοντόβουρτσα.
Έτσι οι δύο φίλες άρχισαν να πλένουν
πολλές φορές την ημέρα τα δόντια τους. Με τον καιρό τα δόντια άσπρισαν και το
χαμόγελό τους δεν φαινόταν τεράστιο κι απαίσιο. Αποφάσισαν ότι αν μιλούσαν
λιγότερο και χαμογελούσαν περισσότερο έμοιαζαν και λιγάκι στην όμορφη
Σουξουμουσουνένα. Από τότε έγιναν λιγότερο κουτσομπόλες και πολύ χαμογελαστές.
Οι δύο μαμάδες δεν μπόρεσαν ποτέ να
εξηγήσουν πώς εξαφανίστηκαν οι οδοντόβουρτσες
των παιδιών τους. Κι ας έλεγαν συνέχεια το αγοράκι και το κοριτσάκι ότι
ήρθε μια μάγισσα και τους τη ζήτησε.
Και τι να έκαναν;
Πώς να έδιωχναν τη μάγισσα;
Αν μετά τα μεταμόρφωνε σε βατράχια;
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
(Τα
κείμενα δημοσιεύονται στην αρχική τους μορφή, όπως τα λάβαμε, χωρίς καμία
παρέμβαση)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;