Σάββατο 2 Μαΐου 2020

Σαν παραμύθι…


   Ήταν, μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν κόσμο μακρινό -τουλάχιστον έτσι νομίζαμε- ένα μικρό, πολύ μικρό τερατάκι, που το έλεγαν Κορωνούλη. Ονομάστηκε έτσι γιατί έμοιαζε σαν την κορώνα που φορούσαν κάποτε οι βασιλιάδες κι οι πριγκίπισσες.
   Κανείς δεν ήξερε που βρέθηκε. Ξεφύτρωσε ξαφνικά, σαν ένας μάγος να χτύπησε τα δάκτυλα και τσουπ, εμφανίστηκε.
   Ένοιωθε πολύ μόνος και αποφάσισε να πάει σε μια περιοχή  με πολύ κόσμο, για να γνωρίσει φίλους. Καθώς περιπλανιόταν, βρέθηκε σε μια μεγάλη αγορά, που δεκάδες άνθρωποι πηγαινοερχόταν. Ενθουσιάστηκε, δεν  ήξερε ποιον να πρωτοδιαλέξει.     Πλησίασε έναν, τυχαία, και του χαμογέλασε. Αυτός, δεν έδωσε σημασία γιατί βιαζόταν να τελειώσει τα ψώνια του. Ο Κορωνούλης θύμωσε πάρα πολύ. Όρμησε αγριεμένος, προς αυτόν που τον αγνόησε.  Καθώς πήγαινε προς το μέρος του, άρχισε να φουσκώνει από το κακό του και να φουσκώνει, ώσπου έκανε ένα μπαμ και έσκασε.   Δεν διαλύθηκε όμως, αλλά έγινε δύο κομμάτια. Το ένα τρύπωσε γρήγορα – γρήγορα  στα ρουθούνια του ανθρώπου και προχώρησε προς το λαιμό του. Αυτός άρχισε να βήχει, προσπαθώντας να βγάλει τον Κορωνούλη αλλά δεν τα κατάφερνε. Είχε σφηνωθεί με όλη του τη δύναμη και δεν έλεγε να κουνήσει. Αντίθετα, συνέχιζε να είναι θυμωμένος και να πολλαπλασιάζεται σε πολλά κομμάτια, που πεταγόταν από το στόμα, με το βήχα.
    Αυτά τα κομμάτια ήταν άλλοι μικροί Κορωνούληδες, που απλώθηκαν μέσα στην αγορά, αναζητώντας νέους φίλους.
  Η αντιμετώπιση ήταν παντού η ίδια. Μάλλον κανείς δεν είχε όρεξη για συντροφιά.
Όλοι οι Κορωνούληδες έκαναν ό,τι και ο πρώτος. Τρύπωσαν από τη μύτη, το στόμα, τα μάτια στους ανθρώπους και άρχισαν να τους ενοχλούν. Κι όπως ένοιωθαν ανεπιθύμητοι, φούσκωναν σαν μπαλόνια και διαχωρίζονταν σε νέους.
Σε πολύ λίγο χρόνο η χώρα είχε γεμίσει από μικρούς, μικρούτσικους Κορωνούληδες, που χοροπηδούσαν πέρα – δώθε και ενοχλούσαν τους περαστικούς.
Κανείς δεν ήξερε τι συνέβη.
Γιατί τόσοι άνθρωποι βήχουν κι έχουν πυρετό; Τα νοσοκομεία γέμισαν αλλά οι γιατροί, όσο κι αν προσπαθούσαν δεν μπορούσαν να βοηθήσουν.
Έπρεπε να βρεθεί μια λύση.
  Οι επιστήμονες μελέτησαν πολύ καλά όσα γινόταν. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αρρωσταίνουν όσοι κυκλοφορούν στο δρόμο. Σκέφτηκαν, λοιπόν, ότι αν δεν υπάρχουν άνθρωποι στο δρόμο, δεν θα υπάρχουν και άρρωστοι.
Κι έτσι, όλοι κλείστηκαν στο σπίτι.
   Οι Κορωνούληδες είχαν βαρεθεί πια αυτή την πόλη, που κανένας δεν ήταν φιλικός μαζί τους και αποφάσισαν να φύγουν. Χώθηκαν, χωρίς να τους πάρει κανείς είδηση, σε πλοία, αεροπλάνα και αυτοκίνητα. Πέταξαν πιο ψηλά από τα σύννεφα, μέσα από τα κύματα, σε τεράστιες λεωφόρους και σκορπίστηκαν σε πολλές πόλεις σ’ όλη τη γη.
  Εκεί συνάντησαν ανθρώπους, που δεν θέλησαν να ασχοληθούν καθόλου μαζί τους, τους περιγέλασαν και αδιαφόρησαν προκλητικά. Αυτό, τους θύμωσε πιο πολύ και τους έκανε να αυξηθούν κι άλλο και να γίνουν ακόμα πιο κακοί.
  Η ζωή άλλαξε. Ο φόβος απλώθηκε σαν μεγάλο πέπλο. Κανείς δεν χαιρόταν την ομορφιά της Άνοιξης, που ήρθε όλο κέφι να μας ανταμώσει. Τα χαμόγελα έσβησαν και έμεινε μόνο η θλίψη.
  Μα κάτι έπρεπε να γίνει. Πόσο θα άντεχαν οι άνθρωποι τόσο πόνο;
Καθώς συνέβαιναν όλα αυτά τα δραματικά γεγονότα, σε μια μικρή χώρα ήταν λίγο διαφορετικά.  Κι εκεί οι δρόμοι ήταν άδειοι αλλά ακουγόταν από παντού χαρούμενες φωνές, γέλια και τραγούδια.
   Ο ήλιος έλαμπε κάθε μέρα και περισσότερο, το κύμα χάιδευε την ακρογιαλιά πιο απαλά. Τα ποτάμια έρεαν γλυκά σαν να σιγοτραγουδούσαν, το έδαφος είχε καλυφθεί από ένα λουλουδένιο πολύχρωμο χαλί. Ήταν σαν η ομορφιά του κόσμου να ήρθε μαζί με τα ταξιδιάρικα πουλιά.
  Όλοι αναρωτιόταν, που να οφείλεται αυτό; Γιατί σ’ αυτό το κομμάτι της γης είναι διαφορετικά; Γιατί οι Κορωνούληδες δεν επηρέασαν τη ζωή των ανθρώπων τούτου του τόπου;
   Κι είναι αλήθεια, ότι ήρθαν μέχρι εδώ οι Κορωνούληδες, με άσχημες διαθέσεις. Θέλησαν να αρρωστήσουν και σ’ αυτή τη χώρα τους ανθρώπους. Αλλά δεν τα κατάφεραν. Γιατί;
   Μα γιατί εδώ δεν βρήκαν σκυθρωπούς ανθρώπους, που τρέχουν πέρα δώθε αδιάφοροι.  Είναι αλλιώτικοι, χαμογελούν ακόμη κι όταν είναι δύσκολα. Δεν φοβούνται. Προσέχουν και φυλάσσονται από το κακό αλλά δεν παύουν να περνούν καλά. Κοιτούν τη θάλασσα και γεμίζουν από ελπίδα. Τα πουλιά, τους μεταφέρουν τα αισιόδοξα  μηνύματα της αναγέννησης της φύσης.
   Οι Κορωνούληδες κοιτούν από τα παράθυρα και ζηλεύουν. Βλέπουν ανθρώπους να τραγουδούν, να χορεύουν, να γελούν, να επικοινωνούν  κι ας είναι μακριά από τους αγαπημένους τους. Τους έχουν στην καρδιά τους, παίρνει δύναμη ό ένας από τον άλλον και ξέρουν ότι γρήγορα θα είναι ξανά όλοι μαζί.
Και να, όσο περνά ο καιρός, οι Κορωνούληδες όλο και μικραίνουν. Δεν μπορούν να χωριστούν πια και δεν έχουν δύναμη να τρυπώσουν μέσα στους ανθρώπους και να τους αρρωστήσουν.
   Ίσως, η ομορφιά αυτής της μικρής χώρας, η αγάπη που έχουν ο ένας για τον άλλο και το κέφι για ζωή, να τους έκανε κι αυτούς καλύτερους και να μη θέλουν πια να βλάψουν κανένα.


ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΙΔΕΡΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;