Όταν η κάμπια αποφάσισε ν' αποκτήσει ένα
καινούργιο σπιτικό, διάλεξε το νιούτσικο αγριολάχανο που φύτρωνε στο πιο
προσηλιακό μέρος του κήπου. Το κοίταξε από δω, το έψαξε από κει, το μελέτησε με
προσοχή μεγάλη. "Είναι ό,τι πρέπει" σκέφτηκε. "Θεόγερο και
δροσερό. Μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Και στέγη και τροφή. Με λίγη δουλίτσα θα γίνει
ακόμα καλύτερο". Κι από την άλλη μέρα κιόλας μετακόμισε.
"Λιγάκι αναιμικό μου φαίνεται"
διαπίστωσε σαν πέρασε λίγος καιρός. Κάτι κιτρινίλες, κάτι χλωμάδες… Ανησύχησε.
Κατέβηκε μαλλιά κουβάρια στον λαχανόκηπο, μάζεψε φύλλα από
σπανάκι για σίδηρο και βιταμίνες και τα έστρωσε γύρω στον κορμό .
"Κι ένα σκαψιματάκι δεν θα του έκανε
κακό" αποφάσισε λίγο πιο ύστερα… Είχε κουραστεί όμως πια. Ήταν τεμπέλα και
πονηρή και πίστευε πως η δουλειά γίνεται
με το μυαλό και όχι με τα χέρια. Σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε και στο τέλος βρήκε τη
λύση.
Έτρεξε μια και δυο λοιπόν πάλι στον
λαχανόκηπο. Γύρεψε και ξεσήκωσε τον
μακρινό της ξάδελφο, έναν γεροδεμένο σκουλήκαρο της γης. Τον ήξερε πολύ καλά.
Ήταν προκομμένος και γνωστικός. Ένας γεωργός με τα σωστά του. Ο πιο
κατάλληλος για τη δουλειά της κι ο πιο απονήρευτος. Έτσι νόμιζε τουλάχιστον.
Ο ξάδερφος την καλοδέχτηκε κι έδειξε
προθυμία μεγάλη. Του άρεσε η δουλειά, αλλά άρχισε και το παζάρι.
"Κι εγώ τι κέρδος θα έχω; Πώς θα
πληρωθώ;;".
Η κάμπια, που νόμισε πως βρήκε δουλευτή του
χεριού της, πήρε θάρρος και τον γέμισε υποσχέσεις. Τόσο πολλές που εκείνος
τίποτα δεν πίστεψε.
"Κανείς δεν φτώχυνε με
ταξίματα" είπε, αφού πρώτα την
άκουσε υπομονετικά. Την ήξερε πολύ καλά και ήθελε καθαρές κουβέντες. Ένα
κι ένα κάνουν δυο. Θα μου πεις ακριβώς, εγώ τι παίρνω;". Και τότε εκείνη, για να μη χάσει και τα αυγά και τα καλάθια, αναγκάστηκε να τον βεβαιώσει πως, όταν θα μεγάλωνε το αγριολάχανο, θα τον
άφηνε να τραγανίσει τις ρίζες.
"Σύμφωνοι τότε. Εσύ τα φύλλα κι εγώ τις
ρίζες" καταχάρηκε ο σκουλήκαρος και στα χείλη του έσκασε ένα αινιγματικό
χαμόγελο. Έδωσαν τα χέρια, η συμφωνία έκλεισε και στρώθηκε αμέσως στη δουλειά.
Ήταν ένας εργάτης άξιος και γερός. Τίμιος
και φιλότιμος. Τρύπωσε μονομιάς κάτω από
τη γη κι άρχισε να οργώνει το χώμα νύχτα
και μέρα. Χωρίς ανάσα, χωρίς ξεκούραση, χωρίς παράπονο και χωρίς άλλη απαίτηση
καμιά.
Η κάμπια ήταν πολύ περήφανη για την ιδέα και
την επιλογή της. Όλα γίνονταν όπως τα λογάριαζε. Το φυτό της μέρα τη μέρα
θέριευε και φούσκωνε και γέμιζε χυμούς και νοστιμάδες. Κι εκείνη
φούσκωνε. Από απληστία όμως κι αχορταγιά. Είχε θρονιαστεί στο πιο δροσερό φυλλαράκι και μόνο κουμάντο
έκανε και αυστηρές παρατηρήσεις. Από το
θησαυρό της δε, δεν άγγιζε ούτε μια ακρούλα. Κουτσοπερνούσε μες στη μιζέρια
και τις στερήσεις ρουφώντας σκέτη
δροσιά. Είχε μείνει πετσί και κόκκαλο κι άλλο δεν έκανε απ' το να ονειρεύεται
την ώρα και τη στιγμή που θ' άρχιζε το ροκάνισμα. Για να ξεγελάσει την πείνα
της, όταν δεν άντεχε άλλο, σηκώνονταν,
έτρεχε στη διπλανή τριανταφυλλιά, έκοβε μια βελόνα, φυλλαράκια και πέταλα κι
έραβε τα προικιά της. Ολοκέντητα τραπεζομάντηλα μόνο και πετσέτες του φαγητού.
"Δεν σώνει πια, κυρά-ξαδέρφη;"
ρώτησε κάποτε ξεθεωμένο το σκουλήκι.
"Λίγο ακόμα και κοντεύουμε". Η
κάμπια δεν ήταν ακόμα ευχαριστημένη.
Το αγριολάχανο συνέχιζε να ρουφά αχόρταγα
δροσιά και φροντίδα. Μεγάλωνε και πρασινοβολούσε. Μια ομορφιά.
"Κουράστηκα, ξαδέρφη". Το σκουλήκι
είχε αποκάμει πια.
"Υπομονή" έκανε εκείνη που δεν
ήξερε τι θα πει κούραση.
"Υπομονή… υπομονή… Δεν πάει άλλο
…"
"Τεμπέλης είσαι μου φαίνεται. Και να το
ξέρεις… Θ' αποτύχεις στη ζωή σου"
"Τεμπέλης εγώ;… Χωρίς εμένα δεν θα
είχες τίποτα. Εγώ τεμπέλης κι εσύ αχάριστη. Μα... Πάει καλά, ας δώσω τόπο στην
οργή. Λίγο ακόμα θα καρτερέψω κι ύστερα…" Χαμογέλασε πάλι αινιγματικά κάτω
από τα μουστάκια του. "Έτσι κι αλλιώς στο χέρι σ' έχω…" συμπλήρωσε.
Και δεν είπε ούτε μια λέξη παραπάνω παρότι η κάμπια γι' αυτό το τελευταίο τού
ζήτησε επίμονα εξηγήσεις.
Η δουλειά καλά κρατούσε. Το φυτό όμως
σταμάτησε να μεγαλώνει πια. Πέρασε λίγος καιρός χωρίς να παίρνει πόντο. Ώσπου μια
όμορφη ηλιόλουστη μέρα στην κορφή του έσκασε ένα ολόδροσο μπουμπούκι. Η
κάμπια πανικοβλήθηκε. Ήξερε πολύ καλά πως αυτό δεν ήταν καλό σημάδι. Το αγριολάχανο είχε αρχίσει να τραχεύει και τα φύλλα του από δω και μπρος
θα σκλήραιναν πολύ.
"Σώνει πια" φώναξε στον ξάδερφο
που όργωνε ακόμα. Έδεσε μια τριανταφυλλιά πετσέτα στο λαιμό της κι ακόνισε την
όρεξή της. Ευτυχισμένη στιγμή. Άνοιξε το στόμα της και δάγκωσε με λαιμαργία. Με
την πρώτη δαγκωνιά όμως -κρακ- κατέστρεψε ολόκληρη την πάνω σειρά από τα
δοντάκια της.
"Καλέ, τι είναι τούτο;" ξεφώνισε.
"Ούτε τρώγεται, ούτε μασιέται..."
"Εμένα πότε θα με ανταμείψεις;" Το
σκουλήκι γύρευε τον κόπο του. Για τα δοντάκια της καρφί …
"Δεν έκανες καλή δουλειά. Γιατί να σε
πληρώσω; Κάνε λίγο κουράγιο ακόμα και θα δεις". Η κάμπια επέμενε ακόμα.
"Κι άλλο κουράγιο; Δεν με βαστάνε πια
τα πόδια μου…"
"Υπερβολές… Σκάβε και μη μιλάς."
Και ο ξάδερφός της που δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, πάλι κάτι μουρμούρισε
μέσα από τα δόντια του. Φρόντισε όμως να μην ακούσει η κάμπια. Συνέχισε το
όργωμα αλλά δίχως κέφι πια. Οι δυνάμεις του τον είχαν εγκαταλείψει. Τότε η
κάμπια αποφάσισε ν' αφήσει προσωρινά τη βολή της και να βάλει κι αυτή ένα χεράκι
να τελειώνουν.
Έπεσαν και οι δυο με τα μούτρα στη δουλειά.
Κουβαλούσαν σταγόνα σταγόνα τη δροσιά και ράντιζαν το χώμα. Ξεσκόνιζαν τα
φύλλα, ξερίζωναν τα αγριόχορτα, έτριβαν τους μίσχους με βάλσαμο και τον κορμό
με ροδόσταμο. "Ίσως να
τρυφερέψει"
Η κάμπια είχε ελπίδες πολλές. Το σκουλήκι
όμως τώρα πια είχε θυμώσει. Γύρευε συνέχεια τον κόπο του κι εκείνη του έδινε
μόνο υποσχέσεις. Λογάριαζαν όμως και
οι δυο χωρίς το ίδιο το φυτό που δεν
είχε καμία όρεξη για τρυφεράδες. Παρά τις φροντίδες και τα καλοπιάσματα, άρχισε
να παίρνει την κάτω βόλτα. Σιγά σιγά τα φύλλα του πήραν ένα σκοτεινό πράσινο
χρώμα και από όλο το σώμα του πετάχτηκαν ολόδροσοι μίσχοι φορτωμένοι με
κατακίτρινα λουλούδια. Κάτι είχε αλλάξει πάλι. Και μάλλον ήταν για κακό.
"Για να δούμε τώρα". Η κάμπια
ανυπόμονη έδεσε αυτή τη φορά μια πράσινη πετσέτα στον λαιμό της. Με την πρώτη
δαγκωνιά όμως -κρακ- έσπασε και τη δεύτερη σειρά από τα δοντάκια της.
"Το αγριολάχανο μόνο για σπίτι μού
κάνει πια" ξεφώνισε απελπισμένη
"Εμένα να πληρώσεις και κάνε όπως
θες". Το σκουλήκι είχε χάσει την υπομονή του.
"Τι λες, καλέ που θες και πληρωμή από
πάνω. Πάρε δρόμο να μη θυμώσω. Δεν φτάνει που μου έκανες τέτοια ζημιά."
Του έριξε όλα τα φταιξίματα και του γύρισε περιφρονητικά την πλάτη.
"Ώστε έτσι λοιπόν." Το σκουλήκι
επαναστάτησε. "Τώρα θα σου δείξω εγώ. Στο χέρι σ' έχω. Θα πάρω την πληρωμή μοναχός μου".
Στριφογύρισε με ορμή το σώμα του κι έκανε βουτιά στο αφράτο χώμα. Βρήκε τις
ρίζες κι άρχισε να τις τραγανίζει με βουλιμία.
Το αποτέλεσμα φάνηκε σχεδόν αμέσως. Σε λίγες
μόνο μέρες το αγριολάχανο έριξε τα λαμπερά λουλούδια του. Οι μίσχοι μαράζωσαν,
έλιωσαν. Τα βαθυπράσινα φύλλα του έγειραν κίτρινα και ζαρωμένα κι ο κορμός του
καμπούριασε και προσκύνησε τη γη.
Η κάμπια έκανε μια στερνή προσπάθεια.
Βλέποντας πως τα έχανε όλα, άφησε τον εγωισμό και τις πονηριές της κατά μέρος.
Έπεσε στα πόδια του ξαδέρφου της και με δάκρυα στα μάτια τον παρακαλούσε να τη
βοηθήσει. Εκείνος όμως δεν άκουγε τίποτα. Μάζεψε τα πράγματά του και
ρίχνοντάς της ένα βλέμμα γεμάτο περιφρόνηση, πήρε τον δρόμο της επιστροφής για
τον λαχανόκηπό του. Η κάμπια έχασε τότε τον κόσμο κάτω από τα πόδια της.
Έκλαψε, χτυπήθηκε, προσευχήθηκε, δήλωσε
μετανιωμένη.
Κανείς δεν την άκουγε όμως πια. Είχε μείνει
ολομόναχη και το βιός της φαινόταν ότι ήταν χαμένο. Σε μια τελευταία
προσπάθεια ανασκουμπώθηκε και συνέχισε τη δουλειά μοναχή της. Επειδή όμως δεν
ήξερε πως είναι να δουλεύει κανείς, απόκαμε γρήγορα και στο τέλος έπεσε πάνω
στο πιο πλατύ φύλλο σχεδόν αναίσθητη από την κούραση. "Τουλάχιστον θα έχω
ένα σπίτι" παρηγορήθηκε. "Παλιό και μαραζωμένο, αλλά κάτι είναι κι
αυτό. Θα το προσέχω, θα το μπαλώνω… και που ξέρεις, μπορεί να ζωντανέψει
κάποτε".
Ούτε κι αυτό όμως δεν είχε. Λίγο πριν
νυχτώσει ένα πεισματάρικο αεράκι πήρε να φυσά. Από κείνα τα ανοιξιάτικα
που έρχονται ξαφνικά δίχως να τα περιμένει κανένας… Από εκείνα που καμιά φορά
βάζουν τα πράγματα στη θέση τους. Σάρωσε στο διάβα του σκισμένα χαρτιά, σκουπιδάκια, πεσμένα φύλλα και μαραμένα
πέταλα. Σάρωσε την απλώστρα, το άδειο πιατάκι της γάτας, ένα καπέλο ξεχασμένο σ'
ένα κλαδί, σκούπες, φαράσια και άδειους κουβάδες. Σάρωσε και τα φύλλα από ένα
ανοιχτό βιβλίο με ιστορίες και παραμύθια για παιδιά. Σάρωσε ως και το μαραμένο
αγριολάχανο και την κάμπια που ξαπόσταινε στο πιο πλατύ του φύλλο. Εκείνο το
κακόμοιρο αντιστάθηκε όσο μπορούσε .
Κουνήθηκε μπρος πίσω πολλές φορές, μα στο τέλος δεν άντεξε. Έγειρε προς το χώμα
πια και γέρνοντας πήρε την κάμπια κι όλες της τις πονηριές μαζί του...
ΝΙΤΣΑ ΚΙΑΣΣΟΥ
Γεννήθηκα το 1962 στον Όρμο Μαραθοκάμπου της Σάμου και ζω πάντα εκεί. Εμφανίστηκα στον χώρο της
λογοτεχνίας το 1990 μ' ένα θεατρικό έργο για παιδιά που τιμήθηκε με το Β' Κρατικό
βραβείο. Στη συνέχεια βραβεύτηκα από τη ΓΛΣ για μια ποιητική συλλογή και
δυο μυθιστορήματα. Συνεργάστηκα για πολλά χρόνια με τοπικές εφημερίδες και
περιοδικά. Συνεχίζω να γράφω παραμύθια για παιδιά και ιστορίες για μεγάλους. Τα
βιβλία μου κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, ΨΥΧΟΓΙΟΥ και ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ.
Ζωγραφιά: Αθηνά Πετούλη
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;