Μια φορά και ένα καιρό
σε μία χώρα μαγική και μακρινή ζούσε ένας βασιλιάς. Ο βασιλιάς Χαρίτων μια μέρα
του Μαγιού έζησε τη πιο ευτυχισμένη και ταυτόχρονα την πιο δυστυχισμένη μέρα
της ζωής. Η πολυαγαπημένη του βασίλισσα
γέννησε ένα πανέμορφο κοριτσάκι. Μετά από λίγο έχασε τη ζωή της. Προς τιμή της
αγαπημένης του βασίλισσας έδωσε το όνομα της στη πριγκιποπούλα κόρη του. Την
ονόμασε Χρυσάνθη.
Οι κάτοικοι του
βασιλείου αγαπούσαν το βασιλιά γιατί ήταν καλός και δίκαιος. Έδειξαν την αγάπη
και τη συμπαράσταση τους στις δύσκολες στιγμές που πέρασε ο βασιλιάς.
Ταυτόχρονα, η πριγκίπισσα Χρυσάνθη ήταν πολύ χαριτωμένη και έδινε μεγάλη χαρά
στο βασιλιά. Έτσι ο βασιλιάς κατάφερε να ξεπεράσει το πένθος του. Η ζωή κυλούσε
ήρεμα και όμορφα για όλους.
Η πριγκίπισσα καθώς
μεγάλωνε γινόταν όλο και πιο αγαπητή από όλους. Επισκεπτόταν συχνά τους
κατοίκους και ιδιαίτερα τη νονά της την καλή νεράιδα που ήταν και φύλακας του
μαγικού δάσους εκεί όπου φυλάσσονται τα παραμύθια και τα όνειρα των παιδιών.
Μία μέρα η νεράιδα προαισθάνθηκε ότι κάτι κακό θα συμβεί στη πριγκίπισσα. Γι’
αυτό της ζήτησε να προσέχει και για κανένα λόγο να κατέβει στο υπόγειο του
παλατιού.
Η Χρυσάνθη επέστρεψε
στο παλάτι και δεν έδωσε σημασία στη συμβουλή της νονάς της. Μάλιστα ήταν πολύ
περίεργη να δει τι ήταν αυτό που υπήρχε στο υπόγειο. Κατέβηκε μόνη της
κρατώντας ένα δαδί χωρίς να ενημερώσει κανένα. Μια αποθήκη με παλιά παιχνίδια
της τράβηξε την προσοχή και μπήκε μέσα. Γέλασε όταν αντίκρυσε παλιές κούκλες
και αλογάκια. Τίποτα δεν φαινόταν επικίνδυνο σε εκείνο το δωμάτιο. Φεύγοντας η
ματιά της έπεσε πάνω σε ένα πίνακα που απεικόνιζε ένα δράκο. Περιεργάστηκε το
κάδρο και καθώς χάιδευε το πίνακα ένα μυτερό μικρό αγκάθι μπήκε στο δάκτυλο της.
Έπεσε αμέσως λιπόθυμη.
Στο παλάτι ήταν όλοι
ανήσυχοι από την εξαφάνιση της πριγκίπισσας. Όταν την ανακάλυψαν στο υπόγειο
του παλατιού την μετέφεραν στη κάμαρα της. Φαινόταν σαν να κοιμάται και τίποτα
δε μπορούσε να την ξυπνήσει. Κανένας γιατρός του βασιλείου δε μπορούσα να την
κάνει καλά. Παρόλο που βγάλανε προσεκτικά το αγκάθι από το δάκτυλο της η
πριγκίπισσα παράμενε κοιμισμένη. Ο βασιλιάς ήταν απελπισμένος και απαρηγόρητος.
Δεν άντεχε να χάσει τη μονάκριβη κόρη του. Κάλεσε τη νεράιδα να τον
συμβουλέψει.
Η νεράιδα είπε ότι ένας
κακός μάγος είχε ζηλέψει τη Χρυσάνθη και γι’ αυτό την δηλητηρίασε. Το αντίδοτο
το φυλούσε ένας φοβερός δράκος σε μια σπηλιά βαθιά μέσα στο μαγικό δάσος.
Έπρεπε να βρεθεί ένας γενναίος ιππότης που θα κατάφερνε να σκοτώσει το δράκο
και να πάρει το αντίδοτο. Ο καιρός περνούσε όμως κανένας ιππότης δεν τα είχε
καταφέρει. Όλο το βασίλειο ήταν βουτηγμένο στο πένθος.
Μια μέρα έφτασε ένας
ιππότης γιατρός που είχε ακούσει για την όμορφη πριγκίπισσα που παρέμενε σε
κώμα. Ήταν ψηλός, αδύνατος και κανείς δε πίστεψε ότι θα μπορούσε να τα
καταφέρει. Κανείς δεν ήξερε ότι έκρυβε ένα μυστικό στο μπαουλάκι που είχε μαζί
του. Ένα μαγικό φίλτρο για να κοιμίσει το δράκο και να πάρει το αντίδοτο.
Επέστρεψε σε τρεις μέρες από το μαγικό δάσος με το αντίδοτο. Μαζί με τη νεράιδα
και το βασιλιά ο ιππότης πήγε στη κάμαρη της πριγκίπισσας και έσταξε μερικές
σταγόνες στα χείλη της Χρυσάνθης. Προς απογοήτευση όλων η πριγκίπισσα δεν
συνήλθε. Τότε ο ιππότης φίλησε απαλά τα
χείλη της. Η πριγκίπισσα Χρυσάνθη ξύπνησε και αγκάλιασε τον ιππότη της. Τον
αναγνώρισε. Βρισκόταν στα όνειρα της τόσο καιρό που κοιμόταν.
Οι δύο νέοι με τη
συγκατάθεση του βασιλιά παντρευτήκαν. Ο γάμος τους ήταν αξέχαστος. Σαράντα μερόνυχτα
κράτησαν τα πανηγύρια. Από τότε όλοι ζήσανε με χαρές και ευτυχία.
Το παραμύθι γράψανε
μαζί μαμά, γιαγιά και εγγονός!
Καρακούτα Κατερίνα
Καρακούτα Μαρία
Παντελίδης Σταμάτης
(Τα
κείμενα δημοσιεύονται στην αρχική τους μορφή, όπως τα λάβαμε, χωρίς καμία
παρέμβαση)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;