Μια φορά κι έναν καιρό σ΄έναν τόπο μακρινό,
όλα φέρονταν αλλιώς. Μια μάγισσα τα είχε μαγέψει κι όλη τη φύση είχε πλανέψει.
Τα ψάρια είχαν στην πλάτη τους φτερά και στα ουράνια πέταγαν ψηλά. Τα λουλούδια
και τα δέντρα πόδια έβγαλαν και περπατούσαν και σ΄όλους τους κάμπους
τριγυρνούσαν. Τα πουλιά είχαν ανθρώπινη φωνή μα ακαταλαβίστικα μιλούσαν λες κι
ήταν άγγλοι, ιταλοί άλλοι σαν να ήταν παριζιάνοι και κάποιοι άλλοι από την
Αργεντινή. Μαζί τους ήθελε η μάγισσα να παίξει και βάλθηκε τις λέξεις να τους
κλέψει. Γέμισε το στόμα τους με κελάηδισμα τρελό κι όλοι μιλούσαν έναν άγνωστο
μελωδικό σκοπό.
Τα πουλάκια όμως είχαν φοβηθεί. Οι λέξεις
που ξεστόμιζαν ακούγονταν με προφορά βαριά μα και χωρίς θαρρείς καρδιά. Ένας
θόρυβος ηχούσε στα ουράνια, ένα βουητό με ακαταλαβίστικες λέξεις και μια τρελή
ηχώ. Η μελωδία τους είχε πια χαθεί. Φόβος τους έπιασε μα και θλίψη πολλή. Έτσι αποφάσισαν μόνο τα φτερά τους να
χρησιμοποιούν. Έκαναν νοήματα κι ακροβατικά κι έμαθαν να μιλούν χωρίς μιλιά.
Οι άνθρωποι επίσης δυσκολεύονταν πολύ να
μιλούν με μελωδική φωνή. Με τον καιρό όμως συνήθισαν με μουσική να
επικοινωνούν. Ακόμα κι οι καυγάδες τους με ροκ συναυλία έμοιαζαν κι αντί στο
τέλος να θυμώνουν και να κλαιν χόρευαν όλοι μαζί και τραγουδούσαν ένα θαρρείς τρελό
ρεφραίν. Οι κακίες ελιγόστεψαν και τα μίση στέρεψαν. Είχε τη δύναμη η μουσική
να μαλακώνει την ψυχή κι έμαθαν όλα να τα λύνουν πια με…μουσική!
Σαν πέρασαν τα χρόνια τα μάγια λύθηκαν κι
έγιναν πάλι όλα αλλιώς. Εκείνος ο τόπος ο τραγουδιστικός ήτανε πια βουβός. Η
πλάση είχε αλλάξει κι η κανονικότητα τη θέση της είχε ξαναπιάσει. Όλοι ήταν
ανάστατοι πολύ και δυσκολεύονταν να επανέλθουν στη φυσική τους τη ζωή. Τα ψάρια
είχαν ξεχάσει να κολυμπούν, τα πουλιά να κελαηδούν κι οι άνθρωποι με λέξεις να
μιλούν. Τα λουλούδια και να τα δέντρα μαράθηκαν μεμιάς. Δεν άντεχαν να
στέκονται σ΄ένα μέρος μοναχά. Λύπη κυριαρχούσε σε εκείνον εκεί τον τόπο και το
χαμόγελο ήταν πια σπάνιο φαινόμενο.
Αποφάσισαν λοιπόν όλοι μαζί τη μάγισσα να επισκεφτούν
και να την παρακαλέσουν μάγια να τους ξανακάνει μπας κι από τη θλίψη μπορέσει
και τους βγάλει. Η μάγισσα τους άκουσε με προσοχή κι ύστερα θυμωμένη κούνησε το
μαγικό ραβδί. «Κανέναν εγώ δε βοηθώ! Μα σαν είμαι στις καλές μου μια συμβουλή
μονάχα θα σας πω:
«Κάθετι για να αλλάξει χρειάζεται καιρό,
χρειάζεται πίστη και πείσμα δυνατό. Θα τα μάθετε όλα από την αρχή και να έχετε
μεγάλη υπομονή!» έτσι τους είπε και τους έδιωξε κακήν κακώς.
Όλοι έφυγαν προβληματισμένοι. Δύσκολος
τους περίμενε καιρός! Τα λόγια της μάγισσας σκέφτηκαν καλά και κανένας δεν
αμφέβαλλε πως αν και κακιά μίλησε πολύ σοφά. Έτσι αποφάσισαν όλοι να
συνεργαστούν, δάσκαλοι να γίνουν κι από την αρχή όλα να τα διδαχτούν. Τα πουλιά
μάθαιναν στους ανθρώπους λέξεις και γραμματική κι οι άνθρωποι τους θύμιζαν κάθε
νότα σπάνια και μελωδική. Τα ψάρια μάθαιναν στην αρχή να πλατσουρίζουν κι όταν
πέρασε ο καιρός μπορούσαν άνετα και γρήγορα να κολυμπήσουν. Τα λουλούδια και τα
δέντρα παρεούλες ρίζωναν σε κάθε γωνιά, έτσι την παλιά τους θέση αγάπησαν λες
και ποτέ τους δεν περπάτησαν.
Όλα είχαν επανέλθει στον κανονικό ρυθμό μα
κανένας τους δεν είχε ξεχάσει εκείνο τον κόσμο τον μελωδικό. Όλοι μαζί
βρισκόντουσαν κάθε Κυριακή και γλεντούσαν μέχρι το πρωί. Μέσα από αυτήν την
ιστορία έμαθαν ο ένας τον άλλον να αγαπούν, να σέβονται και να εκτιμούν, γιατί
κάποτε είχαν βρεθεί, θέλοντας και μη στη θέση του αλλουνού… Έτσι εκείνος εκεί ο
τόπος ο παράξενος και μουσικός είχε βρει τον τρόπο όλα να τα λύνει αλλιώς…έκαναν
σε όλα υπομονή κι αν κάτι την ηρεμία
τους χαλούσε το έλυναν με μουσική…!
Ζωή
Σ. Κοντόγιαννου
(Τα
κείμενα δημοσιεύονται στην αρχική τους μορφή, όπως τα λάβαμε, χωρίς καμία
παρέμβαση)
Πολύ ωραίο και διδακτικό!
ΑπάντησηΔιαγραφή