Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018

Ο κύριος κουραμπιές



Ένας αφράτος κουραμπιές
γλιστράει απ το πιατάκι,
παίρνει τρεις-τέσσερις στροφές
και πέφτει στο χαλάκι.
Πάει η άσπρη φορεσιά,
σκορπίστηκε σαν σκόνη
κι η στάμπα της στο πάτωμα
ολόιδια με χιόνι.
Ο γάτος μας ο Περικλής,
κουνώντας την ουρά του,
γλείφεται, ξερογλείφεται
κι ορμάει απ’ τη χαρά του.
«Στάσου, γατούλη,
μη με φας,
οι ορέξεις σου να μένουν.
Δεν στο ‘πανε πως τα γλυκά
τα ζώα τ’ αρρωσταίνουν;»
Μα κάνει σάλτο ο Περικλής,
τον γλείφει, τον μυρίζει,
του ρίχνει δυο δαγκωματιές
κι έπειτα γουργουρίζει.
Πάει ο καημένος κουραμπιές
που γλίστρισ’ άθελά του,
ο Περικλής τον έφαγε
και φούσκωσε η κοιλιά του.

Το ποίημα έγραψε η Μαρία Κρητικού με τη βοήθεια της εγγονής της Μαρίας.


Γεννήθηκα στον Αλμυρό Μαγνησίας. Γράφω πεζά και έμμετρα από παιδί. Σπούδασα λογιστικά, έκανα μελέτες στην ιστορία της τέχνης και συγκριτική φιλοσοφία. Το πρώτο μου βιβλίο ήταν Νανουρίσματα σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τετράγωνο.

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

Η ιστορία του έλατου



Παραμονή Χριστουγέννων. Σ΄ ένα απομονωμένο χωριουδάκι, ένα αγόρι περιπλανιόταν στο δάσος ψάχνοντας ένα κούτσουρο για να το κάψει στο τζάκι. Η ώρα, όμως, πέρασε χωρίς να το καταλάβει. Σκοτείνιασε και χιόνι πυκνό άρχισε να πέφτει. Φοβισμένο, το αγόρι βρήκε καταφύγιο κάτω από ένα δέντρο. Τα μάτια του έκλειναν από την κούραση και το πήρε ο ύπνος. Το δέντρο συγκινήθηκε και άπλωσε τα κλαδιά του γύρω από το αγόρι, έτσι ώστε να σχηματίσει μία τέντα που να το προστατεύει από το κρύο και το χιόνι. Το πρωί, όταν ξύπνησε, το αγόρι άκουσε τις φωνές των κατοίκων του χωριού που το αναζητούσαν. Έτσι σώθηκε και αντάμωσε τους γονείς του. Όλοι τα έχασαν με το θέαμα που αντίκρισαν∙ το χιόνι που είχε πέσει το βράδυ στα κλαδιά του δέντρου είχε παγώσει, σχηματίζοντας κρυσταλλάκια τα οποία λαμπύριζαν στον ήλιο και τρεμόσβηναν σαν φωτάκια. Από τότε το έλατο θεωρείται σύμβολο των Χριστουγέννων και κατέχει την καλύτερη θέση σ’ όλα τα σπίτια.

Παρέα με τον Αϊ-Βασίλη, εκδόσεις Ψυχογιός.

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018

Πώς δημιουργήθηκε το αλεξανδρινό



Το περίφημο αλεξανδρινό, που εδώ και αιώνες είναι σύμβολο των Χριστουγέννων, υπήρξε το δώρο ενός αγοριού προς τον Ιησού. Ο μύθος λέει ότι στις 25 Δεκεμβρίου ενός ξεχασμένου έτους της Ιστορίας, ένα φτωχό αγόρι μπήκε σε μια εκκλησία για να προσφέρει ένα κλαδάκι στον Ιησού την ημέρα της Γέννησής  Του. Στενοχωρημένο για το ασήμαντο δώρο του, το αγόρι δάκρυσε. Ένα δάκρυ κύλησε στο κλαδάκι και…θαύμα! Το κλαδί μεταμορφώθηκε στο πιο κόκκινο και πιο όμορφο λουλούδι που είχαν αντικρίσει ποτέ τα μάτια του!

Παρέα με τον Άι Βασίλη, εκδόσεις Ψυχογιός.

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018

Ο θρύλος της Ποϊνσέτια



Διασκευή από ένα μεξικάνικο θρύλο

Πριν από πολύ, πολύ καιρό σε ένα χωριό στο Μεξικό ζούσαν δύο αδέλφια, η Μαρία και ο Πάμπλο. Αν και η οικογένειά τους ήταν πολύ φτωχή, τα παιδιά ήταν γενναιόδωρα και καλόκαρδα.

Παρόλο που οι γονείς τους δεν μπορούσαν να τους κάνουν πολλά δώρα, η Μαρία και ο Πάμπλο λάτρευαν τα Χριστούγεννα. Αλλά πιο πολύ τους άρεσε η φάτνη που έστηναν στην εκκλησία του χωριού, όπου τα χωριατόπουλα πήγαιναν δώρα στο μικρό Χριστούλη. Πόσο ήθελαν και η Μαρία με τον Πάμπλο να πάνε κι εκείνοι ένα ξεχωριστό δώρο, σαν τα άλλα παιδιά, αλλά δυστυχώς δεν είχαν καθόλου χρήματα.

Την Παραμονή των Χριστουγέννων τα δυο αδέλφια πήγαιναν προς την εκκλησία με βήμα αργό, λυπημένα που δεν είχαν κανένα δώρο να προσφέρουν στον Χριστούλη. Στο δρόμο τους έψαχναν αγριολούλουδα, για να τα χαρίσουν στο θείο Βρέφος, αλλά έβρισκαν μόνο αγριόχορτα. Τότε τα παιδιά άρχισαν να κλαίνε.

Ξαφνικά, μέσα στο σκοτάδι, εμφανίστηκε ένας άγγελος. Στην αρχή τα παιδιά τρόμαξαν, αλλά ο άγγελος τους μίλησε γλυκά και τους είπε να σταματήσουν. Τους πρότεινε μάλιστα να μαζέψουν τα αγριόχορτα και να τα πάνε στην εκκλησία. Έπειτα ο άγγελος εξαφανίστηκε. 

Έκπληκτα τα δυο παιδιά άρχισαν να μαζεύουν τα αγριόχορτα και με μεγάλο ενθουσιασμό κίνησαν για την εκκλησία. Βημάτιζαν με θάρρος μέσα στο χωριό, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά γελούσαν και τα κορόιδευαν που πήγαιναν αγριόχορτα για δώρο. Αγνοώντας τα πειράγματα των άλλων παιδιών, η Μαρία και ο Πάμπλο μπήκαν στην εκκλησία και τοποθέτησαν τα αγριόχορτα γύρω από τη φάτνη του Θείου Βρέφους.

Ως εκ θαύματος, στη θέση των αγριόχορτων εμφανίστηκαν κατακόκκινα λουλούδια σε σχήμα αστεριού. Η Μαρία και ο Πάμπλο  καταχάρηκαν και κατάλαβαν ότι το δώρο τους ήταν το πιο όμορφο από όλα.

Σήμερα αυτά τα λουλούδια είναι γνωστά ως «ποϊνσέτιες» ή «αλεξανδρινά». Στο Μεξικό, αλλά και σε άλλα μέρα του κόσμου, χρησιμοποιούν την ποϊνσέτια στο χριστουγεννιάτικο στολισμό. 

Από το βιβλίο «Αγαπημένες χριστουγεννιάτικες ιστορίες»,
εκδόσεις Μίνωας, μετάφραση Αναστασία Σακελλαρίου.

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

Το παιχνίδι της χαράς


(Η Πολυάννα, ένα ορφανό εντεκάχρονο κορίτσι, πηγαίνει να μείνει με την αδερφή της μητέρας της, την οποία δεν γνώριζε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η θεία της, μια σκληρή γυναίκα, αναλαμβάνει το παιδί όχι επειδή το θέλει, μα από καθήκον. Η Πολυάννα όμως, κατορθώνει να βρίσκει σε όλα κάτι όμορφο, χάρη στο «παιχνίδι της χαράς», που της έχει μάθει ο πατέρας της.)

-Δεν μου φαίνεται να δυσκολεύεσαι για να είσαι ευχαριστημένη απ’ όλα, αποκρίθηκε η Νάνσι, που θυμήθηκε τι προσπάθειες έκανε η Πολυάννα, για να δείξει πως της αρέσει η γυμνή σοφίτα.
Η Πολυάννα γέλασε:
-Είναι το παιχνίδι τέτοιο, είπε. Κατάλαβες;
-Το παιχνίδι;…
-Ναι, το «παιχνίδι της χαράς».
-Μα, τι θέλεις να πεις;
-Είναι ένα παιχνίδι που μου το ‘μαθε ο μπαμπάς μου κι είναι πολύ όμορφο, αποκρίθηκε η Πολυάννα. Το παίζαμε πάντοτε, από τότε που ήμουνα πολύ μικρή. Το ‘μαθα και στις κυρίες του Συνδέσμου και το παίζουν κι αυτές -μερικές τουλάχιστον.
-Και πώς παίζεται αυτό το παιχνίδι. Εγώ από παιχνίδια δεν ξέρω πολλά πράγματα.
-Αρχίσαμε να το παίζουμε όταν έφτασε στην ιεραποστολή ένα κιβώτιο, που είχε μέσα δεκανίκια.
-Δεκανίκια;
-Ναι, εγώ ήθελα μια κούκλα κι ο μπαμπάς τούς το είχε γράψει. Όταν όμως έστειλαν το κιβώτιο, μας έγραψαν πως δεν είχαν ούτε μία κούκλα, παρά μόνο κάτι μικρά δεκανίκια. Τα έστειλαν, λοιπόν, γιατί ίσως να χρησίμευαν σε κανένα παιδάκι. Έτσι, αρχίσαμε το παιχνίδι.
-Μα δεν βλέπω τι σχέση έχει ένα παιχνίδι μ’ όλα αυτά, είπε η Νάνσι απορημένη.
-Μα, ναι! Το παιχνίδι, ίσα ίσα, ήταν να βρίσκεις πάντα κάτι για να μπορείς να είσαι χαρούμενη σε οποιαδήποτε περίσταση, της εξήγησε η Πολυάννα σοβαρά. Κι άρχισε τότε, με τα δεκανίκια.
-Εγώ δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπορεί κανείς να είναι ικανοποιημένος, όταν λαβαίνει ένα ζευγάρι δεκανίκια, τη στιγμή που ήθελε μια κούκλα.
Η Πολυάννα χτύπησε τα χέρια της.
-Κι εγώ, στην αρχή, δεν μπορούσα να το καταλάβω, ομολόγησε. Ο μπαμπάς, όμως, μου το είπε.
-Τότε φαντάζομαι ότι θα μου το πεις κι εμένα.
-Μπορείς να είσαι ευχαριστημένη, αν δεν έχεις ανάγκη, αποκρίθηκε χαρούμενη η Πολυάννα. Βλέπεις; Είναι πολύ εύκολο, φτάνει να το καταλάβεις.
-Είναι παράξενο! είπε η Νάνσι, κοιτάζοντας την Πολυάννα με κάποιο φόβο.
-Δεν είναι παράξενο, είναι όμορφο, επέμεινε η Πολυάννα ενθουσιασμένη. Από τότε το παίζαμε πάντοτε. Όσο πιο δύσκολο, τόσο και πιο διασκεδαστικό. Μόνο που, καμιά φορά, είναι πολύ δύσκολο, όπως όταν ο μπαμπάς πήγε στον ουρανό και δεν μου έμειναν πια, παρά οι κυρίες του Συνδέσμου…
-Ή όταν σε βάλουν σε μια μικρή σοφίτα, κάτω απ’ τη στέγη, μουρμούρισε η Νάνσι.
Η Πολυάννα αναστέναξε.
-Ήταν τρομερά δύσκολο, παραδέχτηκε, όταν έμεινα μόνη εκεί πάνω. Δεν τα κατάφερνα να παίξω το παιχνίδι, γιατί επιθυμούσα τόσο πολύ να είχα όμορφα πράγματα γύρω μου. Έπειτα, όμως, σκέφτηκα πως δεν θα μου άρεσε να βλέπω μέσα σ’ έναν καθρέφτη τις πιτσιλάδες του προσώπου μου, κι είδα κι εκείνο το υπέροχο τοπίο απ’ το παράθυρό μου κι έτσι βρήκα με τι θα μπορούσα να είμαι ικανοποιημένη. Όταν αναζητάς τα ευχάριστα πράγματα, ξεχνάς τ’ άλλα, καταλαβαίνεις;

ΕΛΕΑΝΟΡ ΠΟΡΤΕΡ,
Πολυάννα, το παχνίδι της χαράς, εκδόσεις Άγκυρα, απόδοση Γ.Τσουκαλάς.
(απόσπασμα)