Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2022

Ο Marcellito και η διάσημη Σχολή του

 


Σε λίγες μέρες Χριστούγεννα, ο Marcellito, ένας ποντικός που ζούσε στο υπόγειο ενός σπιτιού, και φέτος την ίδια ευχή θα έκανε. Να ζει και να μη φοβάται για όλα, να μην τον κυνηγούν. Θέλει να ζήσει σαν τον γάτο, να είναι κάτω από το δέντρο μαζί με όλους, να μπορεί να κάθεται στο τζάκι, να χουζουρεύει, να τον έχουν στο γιορτινό τραπέζι και να υπάρχει κι ένα δώρο για τον ίδιο από τον Αϊ Βασίλη. Ήθελε να είναι χρήσιμος, να προσφέρει όπως όλοι στην οικογένεια που ζει στο ζεστό, όμορφο σπίτι. Θέλει να είναι περήφανος για ό,τι κάνει.    

Το αποφάσισε: θα άνοιγε μια σχολή. Ναι, ναι, μία σχολή για να βοηθάει, να προσφέρει και να μάθει σε όλα τα ποντικάκια καλούς τρόπους. Ευκαιρία τώρα που πλησίαζαν οι γιορτές, ντύθηκε Αϊ Βασίλης, στόλισε χριστουγεννιάτικα στολίδια, κρέμασε μια πινακίδα που έγραφε «Σχολή Savoir vivre για ποντικάκια!» και περίμενε τους μαθητές του.

Σε λίγο μαζεύτηκαν τρία ποντικάκια, μετά επτά κι αργότερα όλα τα μικρά ήταν εκεί και περίμεναν τι θα τους πει.

Τους μίλησε για τα Χριστούγεννα, για τη γέννηση του Χριστού, για τους μάγους, το αστέρι, τους μίλησε και για τον Άγιο μας, τον Άγιο Βασίλειο που βοηθούσε τους φτωχούς και δίδασκε τη γενναιοδωρία και την προσφορά. Τα ποντικάκια ενθουσιάστηκαν, ήθελαν να πηγαίνουν κάθε μέρα. Έτσι κατάφερε η σχολή του να γίνει ξακουστή και όλοι να θέλουν να του μοιάσουν. Είχε γίνει ο μετρ των καλών τρόπων και ο σεφ των καλών τυριών. Ναι, και των καλών τυριών γιατί εκτός από καλούς τρόπους μάθαινε στα ποντικάκια να τρώνε επιλεκτικά και σωστά! Όλοι οι έμποροι τυριών είχαν βρει την ησυχία τους. Τα αμπάρια και τα ψυγεία τους δεν κινδύνευαν, δεν είχαν απώλειες. Επίσης, όσοι τυροκόμοι διέθεταν προϊόν που δεν μπορούσε να πουληθεί, το προμήθευαν στη σχόλη του Marcellito και τους μαθητές του.

Και ξέρετε κάτι; Κάθε Χριστούγεννα ο Μarcellito και οι μικροί ποντικομαθητές στόλιζαν ένα μεγάλο κασέρι σε σχήμα δέντρου που το κατασκεύαζαν οι ίδιοι στο μάθημα των τυροκατασκευών! 

 

Στέλλα Κουρτζόγλου

Ο γκρινάρης Κουραμπιές

 


Το γιορτινό τραπέζι για το ρεβεγιόν των Χριστουγέννων ήταν στρωμένο. Η νοικοκυρά έβαζε τις τελευταίες πινελιές πριν έρθουν οι καλεσμένοι. Ακούμπησε την πιατέλα με τους κουραμπιέδες στον πάγκο της κουζίνας και πήγε να ετοιμαστεί.

Από την πιατέλα ακούστηκε ένας ήχος δυσαρέσκειας. Ο κύριος Κουραμπιές σηκώθηκε όρθιος κι έριξε μια ματιά απέναντι. Κούνησε το κεφάλι του και είπε θυμωμένα:

«Nτροπή! Εγώ, ο Κουραμπιές, το γλυκό των γλυκών, που με προσφέρουν στον κόσμο για αρραβώνες, για γάμους και για το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων να βρίσκομαι στο ίδιο τραπέζι μαζί με τα μελομακάρονα και τις δίπλες. Πού καταντήσαμε, πόσο πιο χαμηλά θα πέσω; Ποιος; Εγώ, να είμαι στο ίδιο τραπέζι με τους χειρότερους εχθρούς μου.»

Άρχισε να βηματίζει νευρικά πέρα δώθε. Τότε ακούστηκε η φωνή της γαλοπούλας από τον φούρνο.

«Τι έχεις, βρε γρουσούζη, και γκρινιάζεις χριστουγεννιάτικα; Από τα νεύρα σου θα πικρίσεις σαν φαρμάκι κι αλίμονο σε αυτόν που θα σε φάει.»

«Εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου. Όχι επειδή πήρες την θέση του χοιρινού να μας κάνεις κουμάντο! Μας ήρθες από τα ξένα κι έχεις άποψη; Ναι, να το μάθουν όλοι ότι παλιά τα Χριστούγεννα, εδώ στην Ελλάδα, ο κόσμος έτρωγε χοιρινό κρεάς αλλά έφτασαν τα αμερικάνικα έθιμα και πήρες θέση στο εορταστικό τραπέζι. Και θέλεις τώρα να μας το παίζεις ειρηνοποιός.»

«Σήμερα είναι μέρα χαράς. Γεννιέται ο Χριστός κι εσύ αντί να είσαι χαρούμενος, είσαι μέσα στη μαυρίλα. Κακώς είσαι άσπρος, μαύρος θα έπρεπε να είσαι, σαν το κάρβουνο. Τι έχουν τα μελομακάρονα κι οι δίπλες; Μια χαρά γλυκά είναι. Όλοι μας δουλεύουμε σαν ομάδα ώστε το εορταστικό τραπέζι να είναι νόστιμο κι αξέχαστο. Και, δεν μου λες, γιατί είσαστε εχθροί; Τι έχετε να χωρίσετε;»

Την κοίταξε τη γαλοπούλα ο κύριος Κουραμπιές θυμωμένα και απάντησε φωναχτά:

«Τι έχουμε να χωρίσουμε; Πλάκα μου κάνεις; Οι κύριοι θέλουν να μου πάρουν την πρωτιά στα εορταστικά γλυκά. Ιδίως τα μελομακάρονα που με τους νεοτερισμούς τους εμφανίζονται με νέα εμφάνιση, καλυμμένα με σοκολάτα. Έτσι οι άνθρωποι τα προτιμούν κι αφήνουν εμένα τον Κουραμπιέ στην άκρη, λες και δεν είμαι κι εγώ γλυκό Χριστουγέννων. Όσο για τις δίπλες, άσε, να μη μιλήσω και γι’ αυτές τις σιγανοπαπαδιές. Μου μοστράρονται στα μαγαζιά δίπλα στο σιρόπι μελιού και τα εξτρά καρύδια. Κι εκεί που ο πελάτης είναι έτοιμος να με αγοράσει, κερδίζουν το ενδιαφέρον του και ξεχνάει την ύπαρξη μου. Αυτό είναι αθέμιτος ανταγωνισμός. Εγώ έχω μόνο τη λευκή άχνη ζάχαρη. Ούτε στρώση σοκολάτας, ούτε επιπλέον σιρόπι μελιού και άλλα εφέ. Δεν θα τους αφήσω να μου πάρουν τον θρόνο.»

Η γαλοπούλα έβαλε τα γέλια

«Ποιον θρόνο, καλέ μου; Νομίζω αντί για αμύγδαλο στο μυαλό σου έχεις κουκούτσι. Τα κακόμοιρα τα μελομακάρονα κι οι δίπλες δεν είπαν τίποτα κακό. Άλλωστε αυτός είναι ο τρόπος παρασκευής τους. Πώς τολμάς να τους λες εχθρούς όταν δεν σε έχουν πειράξει; Και δίκιο να είχες, μάθε αυτό: ο Χριστός είπε Αγαπάτε αλλήλους. Πώς θέλεις να αποκαλείς τον εαυτό σου γλυκό των Χριστουγέννων, της γιορτής της αγάπης,  ενώ σκορπάς μίσος τριγύρω;»

Ο κύριος Κουραμπιές γύρισε το κεφάλι προς το τραπέζι με το πράσινο τραπεζομάντηλο. Αίσθημα ντροπής τον κατέλαβε. Είχε δίκιο κι ας τα τον πονούσαν τα λόγια της. Έπρεπε να επανορθώσει άμεσα. Πώς όμως; Το κατσουφιασμένο πρόσωπό του άλλαξε. Ένα χαμόγελο το φώτισε.

«Συγγνώμη, γαλοπούλα. Συγγνώμη, μελομακάρονα και δίπλες. Πάμε όλοι μαζί να κάνουμε το φετινό τραπέζι το καλύτερο που έχουν ζήσει μέχρι σήμερα οι καλεσμένοι μας. Καλά Χριστούγεννα σε όλους!»

Πήρε έναν αγιοβασιλιάτικο κόκκινο σκούφο και τον φόρεσε στο κεφάλι του. Αμέσως μετά πήρε ένα κομμάτι κόκκινο χαρτί και έφτιαξε πολλές καρδούλες. Επάνω τους έγραψε Καλά Χριστούγεννα. Μετά άρχιζε να μοιράζει τις καρδιές στους πρώην εχθρούς, στη γαλοπούλα και στη σαλάτα που δεν συμμετείχε καθόλου στη διένεξη.

Η ατμόσφαιρα άλλαξε αμέσως προς το καλύτερο.

Στο τραπέζι κατεφθαναν τα πιάτα και οι καλεσμένοι άρχιζαν να τρώνε ενώ έπιναν παράλληλα κρασί τσουγκρίζοντας τα ποτήρια τους ευχόμενοι Καλά Χριστούγεννα. Τραγούδια και κάλαντα πλημμύριζαν την ατμόσφαιρα ενώ τα φώτα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο χρωμάτιζαν όμορφα τον χώρο.  Όλα κυλούσαν όπως έπρεπε. Λίγο μετά το φαγητό η οικοδέσποινα άδειασε το τραπέζι για να φέρει τα γλυκά.

Ο Κουραμπιές περίμενε, με τους φίλους του πια, τα μελομακάρονα και τις δίπλες, να κλείσουν την βραδιά του ρεβεγιόν με αγωνία. Η δικιά τους μεγάλη στιγμή πλησίαζε.  Θα άφηναν μια υπέροχη γλυκιά γεύση στο στόμα των καλεσμένων βάζοντας ένα όμορφο τέλος στο τραπέζι του ρεβεγιόν;

Ο κύριος Κουραμπιές χαιρέτησε με ένα χαμόγελο τους νέους του φίλους λίγο πριν τρία δάκτυλα τον αρπάξουν από την πιατέλα και τον βάλουν ξάπλα σε μια χαρτοπετσέτα που ήταν γεμμάτη με κόκκινους Αγιοβασίληδες. Καθώς βρισκόταν ψηλά στον αέρα φώναξε χαρούμενος δυνατά ενώ κουνούσε το χέρι του χαιρετώντας τους:

«ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!»

 Η μεγάλη στιγμή είχε φτάσει και είχε ένα μικρό τρακ. Ήταν το πρώτο γλυκό που διάλεξε κάποιος καλεσμένος.

 Ο νεαρός τον πρόσφερε σε μια κοπέλα που καθόταν δίπλα του. Εκείνη πήρε τη χαρτοπετσέτα με το γλυκό. Ποτέ της δεν είχε δοκιμάσει έναν τόσο νόστιμο κουραμπιέ. Η υπέροχη γεύση γέμισε το στόμα της ευχάριστα. Η αποστολή του κύριου Κουραμπιέ είχε στεφθεί από επιτυχία.

 

Σωκράτης Μπουζούκας

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2022

Γράμμα στον Άγιο Βασίλη

 


«Πολυαγαπημένε μου Άγιε Βασίλη,

Εγώ έχω έναν σκύλο που τον λέμε Σπίκιο και που τρέμει από το κρύο. Η μαμά μου του έφτιαξε ένα πανωφόρι για το σπίτι, αλλά όταν είναι να βγει έξω, η μαμά τού το βγάζει, γιατί είναι γελοίο κι η μαμά ντρέπεται τον κόσμο που λέει: Κοίτα πώς βγάζουν έξω τον σκύλο τους! Να γιατί ο Σπίκιο μισεί τα Χριστούγεννα: γιατί η μαμά δεν θέλει να κάνει κακή εντύπωση.

Κοίτα να κάνεις κάτι ή με το κρύο ή με τη μαμά ή με τον κόσμο που γελάει. Μιλάω εκ μέρους του Σπίκιο.

Κιάρα-Τσισιταβέκια (Ρώμη)»

 

Από το βιβλίο Άγιε Βασίλη, δεν είσαι εντάξει! (εκατό γράμματα που «ανακαλύφθηκαν» από την Φεντερίκα Λαμπέρτι Ζανάρτι και την Μπρουνέλα Σκίζα), εκδόσεις Γνώση, μετάφραση Τότα Τσάκου-Κονβερτίνο)

 

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

Μία ζωγραφιά, πόσες ιστορίες;

 


Αλεξανδρή Ευσταθία

Τα παιδιά των ευχών

Μια φορά κι έναν καιρό,  σ’ έναν άλλο ουρανό, ζούσαν στη Συννεφούπολη δύο αγαπημένα αδέλφια, η Ροζουλίτα κι ο Ευχούλης. Περνούσαν τη μέρα τους ταξιδεύοντας στα σύννεφα, απολαμβάνοντας τη μεταξένια τους απαλότητα. Σαν δύο φωτεινά αγγελάκια είχαν αποστολή από το Νεφέλωμα τ’ ουρανού να ραίνουν με ευχές τους ανθρώπους, τα σπίτια, τις θάλασσες κι όλα τα πλάσματα της φύσης.

Μια μέρα, εκεί που ταξίδευαν ανέμελα, τους πλησίασε η μικρή Πρασινοσουραδίτσα, το πουλάκι τ’ ουρανού που έφερνε το μήνυμα των Χριστουγέννων.

Τα παιδιά μόλις την είδαν κατάλαβαν ότι πλησιάζουν Χριστούγεννα.

«Ροζουλίτα, Ευχούλη, ελάτε στο δικό μου σύννεφο, σε λίγες ώρες γεννιέται ο Χριστός. Να προλάβουμε, να στείλουμε ευλογίες στους ανθρώπους.»

Η Ροζουλίτα κι ο Ευχούλης ξάπλωσαν στο πουπουλένιο σύννεφό της και μ’ ένα λευκό κερί και το σεντούκι των ευχών κίνησαν με το φως των αστεριών για τη γη.

Στο ταξίδι τους χαιρέτησαν όλους τους πλανήτες και, λίγο πριν το ρολόι χτυπήσει δώδεκα, στάθηκαν πάνω από το χωριό του Αϊ Βασίλη όπου δέσποζε η εκκλησία, στη μέση της πλατείας.

«Ευχούλη, άνοιξε το σεντούκι» είπε η Ροζουλίτα. «Είναι ώρα για ευλογίες.» Κι ενώ οι άνθρωποι προσεύχονταν και υποδέχονταν τον Χριστούλη, τα δυο παιδιά έριχναν βροχή τις ευλογίες με τα χεράκια τους.

Αγάπη, υγεία, αφθονία, χαρά, ελπίδα, υπομονή, ειρήνη, αρμονία, δημιουργικότητα, ελευθερία, έμπνευση, θάρρος, πίστη, αισιοδοξία, τρυφερότητα, πληρότητα, σεβασμός στη φύση.

Την τελευταία ευλογία την έριξε η Πρασινοσουραδίτσα. Χριστότητα: να μοιάσουν οι άνθρωποι στην πραότητα και ταπείνωση του Χριστού.  Τότε ολόκληρο το χωριό καλύφθηκε από ένα φως μοναδικό.

 

Αργυροπούλου Βασιλεία

Το ταξίδι του Πάρη και της Λενούσκας

Μια φορά κι έναν χειμωνιάτικο καιρό, σε μια πόλη βορινή, ζούσαν δύο δίδυμα αδέρφια, ο Πάρης κι η Λενούσκα, που είχαν μία και μόνη επιθυμία: να ταξιδέψουν σαν τα πουλιά. Ήθελαν να δουν την πόλη τους από ψηλά. Γι’ αυτόν τον λόγο αποφάσισαν να στείλουν ένα γράμμα στον Άγιο Βασίλη. Και τι νομίζετε πως του ζήτησαν αντί για δώρο; Δύο ξύλινα φτερά για να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους.

Ο Άγιος Βασίλης διάβασε το γράμμα  και προβληματίστηκε πολύ για το πώς θα τα βοηθούσε να πετάξουν ψηλά στον ουρανό. Έξυνε, έξυνε το κεφάλι του μέχρι που βρήκε τη λύση. Σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό και ρώτησε ένα νεαρό λευκό σύννεφο:

«Θα μπορούσες, Συννεφούλι μου, να με ακολουθήσεις όταν θα πάω να μοιράσω τα δώρα στα παιδιά της γης; Σε έχουν ανάγκη δύο παιδιά» και του διάβασε το γράμμα.

«Και βέβαια, το συζητάς; Πολύ θα ήθελα να βοηθήσω» απάντησε το σύννεφο.

Ήρθαν επιτέλους τα Χριστούγεννα κι ο Άγιος Βασίλης έβαλε τα δώρα στο άρμα του. Το σύννεφο, συνεπές στον λόγο του, τον ακολούθησε μέχρι το σπίτι των παιδιών. Μπρος ο Άγιος, πίσω εκείνο, μέχρι που έφτασαν στο σπίτι του Πάρη και της Λενούσκας. Τον περίμεναν στο παράθυρο με ένα κερί αναμμένο.

Ο Άγιος Βασίλης τα χαιρέτησε, έκανε τις συστάσεις, άφησε τα υπόλοιπα δώρα κάτω απ’ το δέντρο κι έφυγε. Το σύννεφο κατέβηκε χαμηλά και τα πήρε μια μεγάλη αγκαλιά. Το όνειρό τους έγινε πραγματικότητα! Το συννεφάκι, μάλιστα, τα άφησε να σκορπίσουν νιφάδες χιονιού παντού. Κα έζησαν από εκείνη τη στιγμή ευτυχισμένα κι εμείς ακόμα πιο πολύ.

 

Νίκου Μαρία

Οι ορεσίβιοι κι η κατάρα των Χριστουγέννων

Σ’ ένα μακρινό χωριό, χτισμένο μέσα στα βουνά, ο χρόνος περνούσε μοναχά με τον καιρό.

Ρολόγια πουθενά. Οι άνθρωποι τις μέρες μετρούσαν απ’ τον ήλιο τα καλοκαίρια, το γαλάζιο τ’ ουρανού την άνοιξη, τη βροχή του φθινοπώρου και το χιόνι του χειμώνα. Λογάριαζαν έτσι τις εποχές και τις δουλειές.

Ένα φθινόπωρο, μάγισσα μοχθηρή ταξίδι ήρθε. Πέρα απ’ τα πέρατα της γης. Τους ορεσίβιους ζήλεψε. Πώς χάνονταν στον χρόνο, πώς γλεντούσαν στη στιγμή, πώς χαίρονταν την κάθε εποχή. Κι έριξε προτού φύγει κατάρα βαριά.

«Στον τόπο αυτόν χειμώνας μη φανεί.

Χριστούγεννα οι άνθρωποι να μη γιορτάσουν.

Ο κόσμος ξανά να μη χαρεί.

Και την κατάρα μου μονάχα οι βοηθοί του Αϊ Βασίλη να τη σπάσουν.»

Κι οι χωριανοί κόλλησαν στη βροχή. Οι μέρες περνούσαν, μα το φθινόπωρο εκεί. Άρχισαν τότε όλοι να κατσουφιάζουν, γίνονταν νευρικοί και μεταξύ τους μάλωναν. Όχι μόνο οι μεγάλοι. Και τα παιδιά δεν ’παιζαν, από φίλους χωρίσαν, τις γιορτές ξεχάσαν κι ούτε δώρα περιμέναν. Κι οι γονείς εντολή βαριά είχαν δώσει.

«Αν το χιόνι δεν φανεί, γράμμα κανένα στον Αϊ Βασίλη δε θα σταλεί.»

Όμως, υπήρξε ένα παιδί, ένα αγόρι, μικρότερο απ’ όλους, που ακόμη τίποτα άλλο παρά να γελά δεν γνώριζε κι απ’ την κατάρα ξέφυγε!

Άμαθο καθώς ήταν, ζωγραφιά σκοτεινή με τη μάγισσα τη μοχθηρή στον Αϊ Βασίλη έστειλε.

Κι ο Άγιος θύμωσε πολύ κι έδιωξε την κακιά μάγισσα απ’ τη γη. Όμως τα Χριστούγεννα ήταν ήδη εκεί και καθώς είχε δουλειά πολλή, έστειλε στο χωριό τους βοηθούς του, να σώσουν την κατάσταση, έστω και την τελευταία στιγμή.

Εκείνοι μόλις έφτασαν, σε σύννεφα ξαπλώσαν και, νιφάδα στη νιφάδα, με χιόνι το μακρινό χωριό απ’ άκρη σ’ άκρη στρώσαν.

Ο χειμώνας φάνηκε. Τα δέντρα στολιστήκαν. Οι άνθρωποι αγκαλιαστήκαν. Τα παιδιά με παιχνίδια λουστήκαν.

Κι εκείνος ο μικρός σωτήρας ακόμη δεν έμαθε τίποτ’ άλλο παρά μόνο να γελά.

 

Οι ιστορίες γράφτηκαν με αφορμή την εικόνα (πηγή: διαδίκτυο, αν κάποια/ος γνωρίζει δημιουργό, ας επικοινωνήσει, για να το προσθέσουμε) από μέλη της Αλατοπαρέας