Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2024

Ο Παλιός Χρόνος ας πάρει… Ο Νέος Χρόνος ας φέρει…

 


Παπαχρήστου Μαριλένα

Ο Παλιός ο Χρόνος ας πάρει μαζί του όλες τις ανησυχίες, τα βάρη και τις απογοητεύσεις. Ας τα ρίξει στα βάθη του χρόνου κι ας μας αφήσει να ξεκινήσουμε το νέο έτος με μια καθαρή καρδιά.

Ο Νέος Χρόνος ας φέρει ελπίδα, χαρά και καινούργια ξεκινήματα. Ας μας δώσει την ευκαιρία να ανακαλύψουμε νέους δρόμους, να δημιουργήσουμε όμορφες αναμνήσεις και να πλησιάσουμε τους ανθρώπους που αγαπάμε.

 

Πάτση Ελένη

Ο Παλιός ο Χρόνος ας πάρει κάθε πόνο και δάκρυ λουσμένο με απόγνωση.

Κάθε δυστυχία που το σημάδι της πονά αφόρητα ακόμα και στο χάδι.

Ο Νέος Χρόνος ας φέρει ελπίδα, δύναμη, φως.

Ας απαλύνει τις πληγές, ας ομορφύνει τις ζωές όλων.

Νέε Χρόνε, ας είναι κάθε μέρα σου γεμάτη κελαηδίσματα και γέλια παιδιών!



Γράφτηκε με αφορμή το παιχνίδι γραφής εδώ:

https://www.facebook.com/groups/1006082537869676

 

Θα χαρούμε πολύ να μας γράφετε τις εντυπώσεις σας ή, αν είστε εκπαιδευτικοί και δουλέψετε με κάποια ιστορία στην τάξη σας, να μοιραστείτε την εμπειρία.

Το παρόν ιστολόγιο λειτουργεί, εδώ και δέκα χρόνια, αποκλειστικά και μόνο αφιλοκερδώς (δεν έχει καν διαφημίσεις, όπως η πλειοψηφία των ιστολογίων) κι η ανατροφοδότησή σας είναι για μας ένα ισχυρό κίνητρο για να συνεχίσουμε.

Ηλεκτρονική διεύθυνση επικοινωνίας: yotakotsafti1@yahoo.gr

Ευχαριστούμε θερμά!

 

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024

Ο χιονάνθρωπος που μάγεψε τα Χριστούγεννα

 


Στην κοιλάδα των χιονανθρώπων άγριος καυγάς είχε ανάψει. Οι φάρσες του Άισμπορν είχαν φέρει μεγάλη αναστάτωση. Είχε κρύψει τις καροτένιες μύτες τους. Κάθε Χριστούγεννα άφηναν την κοιλάδα και πήγαιναν στις πόλεις των ανθρώπων. Ο κάθε ένας διάλεγε την αυλή κάποιου σπιτιού. Εκεί στέκονταν ακίνητοι, για να μην καταλάβουν οι άνθρωποι πως ήταν ζωντανοί. Χωρίς μύτες, όμως, δεν μπορούσαν να πάνε πουθενά. Λες και δεν έφτανε αυτό, ο Άισμπορν είχε ξεχάσει πού τις είχε καταχωνιάσει. 

«Μα όλα εδώ γύρω είναι ίδια» διαμαρτυρήθηκε. «Παντού χιόνι και δέντρα. Και σκεπασμένα κι αυτά με χιόνι. Πώς να αναγνωρίσω το σημείο που τις έκρυψα;»

«Δεν σε αντέχουμε άλλο» φώναξαν οι άλλοι χιονάνθρωποι και του γύρισαν θυμωμένοι την πλάτη.

Ο Άισμπορν, φουρκισμένος από τη συμπεριφορά τους, έφυγε από την κοιλάδα. Ακόμη κι αν με ψάξουν, δεν θα γυρίσω, σκεφτόταν. Όταν νύχτωσε, το είχε μετανιώσει. Μα ήταν αργά για να πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Βρήκε μια σπηλιά για να περάσει το βράδυ. Όταν το φως χάθηκε εντελώς, άρχισε να τρέμει από τον φόβο. Παράξενοι ήχοι τον έκαναν να αναπηδά τρομαγμένος. Προσπάθησε να βρει μια γωνιά για να προφυλαχτεί, όταν σκόνταψε κι έπεσε στο έδαφος. Κάτι έλαμψε μπροστά του. Άπλωσε το χέρι και το έπιασε. Ήταν ένα  μαγικό ραβδί.  Το κούνησε και είδε πολύχρωμες λάμψεις να ξεφεύγουν από την άκρη του. «Με αυτό το ραβδί μπορώ να γίνω ξεχωριστός. Να γίνω μάγος. Και τότε κανείς δεν θα μου γυρίσει ξανά την πλάτη. Όλοι θα με θαυμάζουν».

Αποφάσισε να το δοκιμάσει. Θα ήταν ωραία η σπηλιά στολισμένη όπως τα σπίτια των ανθρώπων. Τίναξε το ραβδί και είπε δυνατά: «Να έρθουν εδώ τα Χριστούγεννα!» Πολύχρωμες λάμψεις φάνηκαν όμως αυτήν τη φορά ακούστηκε και μια δυνατή βουή. Ένας στρόβιλος τον προσπέρασε και χάθηκε στο βάθος της σπηλιάς. Αντί για τα στολίδια μπροστά του εμφανίστηκε ένας τρομερός άντρας. Ο Άισμπορν σάστισε και το ραβδί κύλησε από τα χέρια του. Ο άντρας το άρπαξε πριν προλάβει να πέσει στο έδαφος. 

«Δεν ξέρεις πως δεν κάνουν μάγια με ξένο ραβδί;» τον ρώτησε. «Τώρα τα Χριστούγεννα θα φυλακιστούν για πάντα στη σπηλιά. Εκτός αν εσύ…»

«Θα κάνω τα πάντα για να επιστρέψουν τα Χριστούγεννα» κλαψούρισε εκείνος. 

«Πολύ καλά! Τότε θα γίνεις ένα στολίδι και μόνο αν πέσει επάνω σου αγνή μαγεία, θα μπορέσεις να επαναφέρεις τα Χριστούγεννα στη μνήμη των ανθρώπων». 

Ο μάγος κούνησε το ραβδί του κι ο νεαρός έγινε ένας κρυστάλλινος χιονάνθρωπος, κρεμασμένος σ’ ένα δέντρο, να περιμένει…

Μάουρα Ρομπέσκου

 

Γράφτηκε στα πλαίσια του εργαστηρίου «Σύντομα παραμύθια για τα Χριστούγεννα» των Εκδόσεων Αλάτι, με συντονίστρια τη Γιώτα Κοτσαύτη.

 


 

 

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Η Ελπίδα των Χριστουγέννων

 


Η Χόουπ τριγυρνούσε στον κόσμο. Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα αλλά κανείς δεν έμοιαζε να θυμάται πως έρχονται γιορτές. Κανένα σπίτι δεν ήταν στολισμένο και τα μόνα φωτάκια που αναβόσβηναν ήταν αυτά των φαναριών. Ο κόσμος ήταν γκρίζος και μονότονος. Το μόνο που ένοιαζε τους ανθρώπους ήταν η άδεια για να ξεκουραστούν. Και τα παιδιά ανυπομονούσαν να κλείσουν τα σχολεία για να μπορέσουν να παίξουν περισσότερο με τα τάμπλετ και τα ηλεκτρονικά τους παιχνίδια.

Η Χόουπ πετούσε με δυσκολία. Οι άνθρωποι είχαν χάσει την πίστη στη μαγεία των ημερών και μαζί χάνονταν και τα μαγικά πλάσματα, όπως οι νεράιδες. Ήδη οι αδελφές της είχαν ξεθωριάσει. Η ίδια είχε δύναμη μόνο για ένα μαγικό, για να βοηθήσει τους ανθρώπους να θυμηθούν.

Ένιωθε να ξεθωριάζει κι η ίδια όταν, πάνω σε ένα καχεκτικό δεντράκι, είδε ένα ξεχασμένο χριστουγεννιάτικο στολίδι σε σχήμα χιονάνθρωπου. Αν δεν ήταν αυτό το κατάλληλο αντικείμενο, τότε κανείς δεν είχε ελπίδα.

Μάζεψε τις δυνάμεις της, κούνησε το ραβδί της και η νεραιδόσκονη έπεσε πάνω στο στολίδι. Χωρίς άλλες δυνάμεις, κούρνιασε στα γεμάτα χιόνι κλαδιά του δέντρου και περίμενε.

Σε λίγο μια ομάδα παιδιών γυρνούσε από το σχολείο. Όλα προσηλωμένα στις οθόνες των κινητών τους. Ένα μεγάλο κομμάτι χιονιού έπεσε στο κεφάλι του Γιώργου. Κοίταξε ψηλά και…

«Παιδιά, δείτε!»

Τα παιδιά σήκωσαν τα κεφάλια τους αδιάφορα. Μα σαν είδαν  το στολίδι, κάτι άλλαξε μέσα τους. Άφησαν τα κινητά και κοίταξαν τους φίλους τους. Χαμογέλασαν κι άρχισαν να παίζουν χιονοπόλεμο.

Τα γέλια τους απλώθηκαν πάνω από την πόλη. Πάνω από τον κόσμο. Έδιωξαν τη λήθη. Οι μητέρες άρχισαν να φτιάχνουν μελομακάρονα, κουραμπιέδες και βασιλόπιτες. Οι μπαμπάδες βγήκαν να παίξουν με τα παιδιά τους. Τα σπίτια στολίστηκαν κι ακούστηκαν ήχοι από τρίγωνα και φωνές που έλεγαν κάλαντα.

Όλοι είχαν θυμηθεί την πιο γλυκιά γιορτή του χρόνου. Τα Χριστούγεννα!

Μάουρα Ρομπέσκου

 

Γράφτηκε στα πλαίσια του εργαστηρίου «Σύντομα παραμύθια για τα Χριστούγεννα» των Εκδόσεων Αλάτι, με συντονίστρια τη Γιώτα Κοτσαύτη.

 


 

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024

Χριστούγεννα

 


Γακοπούλου Βάγια

Τρίγωνα κάλαντα, γλυκά κουδουνάκια, αγγέλων φωνές στην εξώπορτα, κόκκινες μύτες, σκουφάκια και γάντια,

Χριστούγεννα.

Στολίδια στο έλατο, φωτάκια που λάμπουν, αστέρι ψηλά στην κορφή, γιρλάντες χρυσές, λουλούδια και δώρα,

Χριστούγεννα.

Χέρια που δίνουν, αγάπη και νοιάξιμο, πόρτα ανοιχτή στην ανάγκη, φως κι ελπίδα, αγάπη, μαγεία

Χριστούγεννα.

 

Γκιντίδου Δήμητρα

Μακάρι

Εσύ, Χριστέ, που βρίσκεσαι

εκεί μέσα στη φάτνη

κι έχεις τη δύναμη, θαρρώ,

να στείλεις την αγάπη…

 

Στον κόσμο όλον άπλωσε,

δώσε σ’ όλη την πλάση

το θάρρος, μα και τη ζωή,

ποτέ κανείς μη χάσει!

 

Να φύγουνε οι πόλεμοι

κι οι έριδες στον κόσμο

και να μυρίζει μοναχά

βασιλικό και δυόσμο!

 

Μες στην ειρήνη πάντοτε

να ζούνε οι ανθρώποι.

Χάρη μεγάλη σου ζητώ,

χαρά να ’χουν οι τόποι!

 

Κι αγάπη να μας κυβερνά,

να φύγουνε τα μίση,

να πορευόμαστε μ’ αυτήν

τα όντ’ όλα στη φύση!

 

Κιζιρίδου Γεωργία

Ένα αόρατο μαγικό ραβδί πάνω από την πόλη

γέμισε χρυσόσκονη η πλάση όλη,

Του Θεανθρώπου γέννηση, τι θαύμα!

Μικροί μεγάλοι θέλουμε ένα και μόνο πράγμα:

Ειρήνη και αγάπη να σκορπίσει,

κάθε κακό ο Χριστός να εξαφανίσει.

Τη γέννηση με μελωδίες υμνούμε,

γύρω απ’ το τραπέζι μαζευόμαστε να φάμε και να πιούμε.

Χριστούγεννα, η μεγαλύτερη γιορτή του χρόνου,

η ομόνοια των ημερών αντίδοτο κατά κάθε πόνου!

 

Κουτσιούμπα Δήμητρα

Χριστουγεννιάτικος χορός, με δίπλες και λαμπιόνια,

Ρούχα, παπούτσια αστραφτερά, λάμπουνε όλοι από χαρά.

Ίχνη στο πάτωμα λευκά, πατημασιές στα χιόνια.

Σωρός τ’ αστέρια φέγγουνε στη σκοτεινή νυχτιά.

Τρομπέτες παιανίζουνε μια μελωδία αιώνια

Ότι ο Χριστός γεννήθηκε στη φάτνη ταπεινά.

Υγεία, αγάπη και χαρά εύχονται και συμπόνια,

Γέλια ακούγονται ξανά, ας γίνουμε όλοι παιδιά.

Ελπίζουμε οι πόλεμοι να λείψουν κι η διχόνοια.

Νέοι, μεγάλοι και παιδιά το λέμε τώρα δυνατά.

Να ζήσουμε ειρηνικά, επιθυμούμε, χρόνια!

Άγια Νύχτα, χάρισέ μας ελπίδα και χαρά!

 

Σπαθαράκη Κατερίνα

Έξω κάνει κρύο,

το χιόνι σκεπάζει τους δρόμους.

Μέσα η μαμά χαμογελά,

πλάθει μελομακάρονα.

Το τζάκι ζεσταίνει

και η γιαγιά πλέκει ιστορίες.

Κάτω από το δέντρο

δώρα μικρά.

Μολυβένια στρατιωτάκια,

καρυοθραύστες και μπαλαρίνες.

Δώρα καρδιάς.

 

Έξω στο κρύο

ένα σπουργιτάκι κρυώνει.

Ψάχνει ψίχουλα να φάει.

Τα παιδιά το βλέπουν

και λυπούνται.

Ανοίγουν το παράθυρο,

κάνουν χώρο στο τζάκι.

Απόψε είναι Χριστούγεννα.

Απόψε κανένας μόνος.


Η ζωγραφιά είναι απ’ το pinterest. Αν κάποια/ος γνωρίζει πηγή και δημιουργό, ας αφήσει σχόλιο, για να το προσθέσουμε.

 

Γράφτηκε με αφορμή το παιχνίδι γραφής εδώ:

https://www.facebook.com/groups/1006082537869676

 

Θα χαρούμε πολύ να μας γράφετε τις εντυπώσεις σας ή, αν είστε εκπαιδευτικοί και δουλέψετε με κάποια ιστορία στην τάξη σας, να μοιραστείτε την εμπειρία.

Το παρόν ιστολόγιο λειτουργεί, εδώ και δέκα χρόνια, αποκλειστικά και μόνο αφιλοκερδώς (δεν έχει καν διαφημίσεις, όπως η πλειοψηφία των ιστολογίων) κι η ανατροφοδότησή σας είναι για μας ένα ισχυρό κίνητρο για να συνεχίσουμε.

Ηλεκτρονική διεύθυνση επικοινωνίας: yotakotsafti1@yahoo.gr

Ευχαριστούμε θερμά!

 

 

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2024

Σύντομα παραμύθια για τα Χριστούγεννα 2

 


Κουρέτα Μαρία

Η μαγεία των Χριστουγέννων

Μια φορά κι έναν καιρό ο Ζίγκι και ο Ντίγκι, τα δυο μικρά ποντικάκια, προσπαθούσαν να βρουν ένα μέρος για να προστατευτούν από την παγωνιά. Η φωλιά τους ήταν πολύ κρύα και σκοτεινή. Η κουζίνα και η αποθήκη του σπιτιού όπου ζούσαν είχαν αρχίσει να έχουν πολύ κόσμο γιατί πλησίαζαν Χριστούγεννα και όλοι προετοιμάζονταν για τις γιορτές. Πολύ γρήγορα θα τους ανακάλυπταν…

Ένα βράδυ έστεκαν απογοητευμένα σε μια άκρη του σαλονιού. Τότε το είδαν μπροστά τους∙ φωτεινό, στολισμένο και ζεστό. Θα κρύβονταν μέσα στα κλαδιά του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Φοβερή ιδέα! Ακόμα κι αν τα έβλεπαν, θα έμεναν ακίνητα και θα τα περνούσαν για στολίδια.

Τις πρώτες μέρες περνούσαν τέλεια. Ανεβοκατέβαιναν στα κλαδιά και ξεκουράζονταν όπου ήθελαν. Κάπου εκεί είδαν δύο στολίδια που έμοιαζαν με χειμωνιάτικα μπλουζάκια. Ο Ζίγκι δεν κρατήθηκε κι έτρεξε να φορέσει το ένα. Είχε πάνω του ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. «Έλα, Ντίγκι» φώναξε στον φίλο του. «Έχει και για σένα, με έναν χιονάνθρωπο». Ο Ντίγκι το δοκίμασε και είδε ότι του ταίριαζε γάντι.

Ο Ζίγκι χάιδεψε την μπλούζα του και τότε συνέβη κάτι μαγικό. Τα φωτάκια του δέντρου άρχισαν να αναβοσβήνουν! Επανέλαβε την κίνησή του κι έγινε πάλι το ίδιο. «Περίμενε» είπε τότε και ο Ντίγκι. «Μήπως είναι και η δική μου μπλούζα μαγική; Ας την τρίψω…» Δεν πρόλαβε να τελειώσει την κίνησή του και τα στολίδια του δέντρου άρχισαν να ζωντανεύουν. Νεράιδες χόρευαν, στρατιωτάκια παρήλαυναν, άγγελοι τραγουδούσαν.

Ο Ζίγκι και ο Ντίγκι ανεβοκατέβαιναν στο δέντρο τρελοί από χαρά, χαϊδεύοντας συνεχώς τις μπλούζες τους. Έτσι όμως δεν είδαν τον Χάρη και την Ελπίδα, τα παιδιά που ζούσαν στο σπίτι και είχαν ξυπνήσει από τη φασαρία, να έχουν πλησιάσει το δέντρο και να παρατηρούν αποσβολωμένα το θέαμα. 

Κάποια στιγμή, που σταμάτησαν να πάρουν μια ανάσα, είδαν δύο ζευγάρια τεράστια γουρλωμένα μάτια να τα κοιτάζουν περίεργα. «Τώρα την πατήσαμε» σκέφτηκαν ενώ άρχισαν να τρέμουν, όχι από το κρύο αυτήν τη φορά αλλά από τον φόβο τους. Ο Χάρης κι η Ελπίδα χειροκρότησαν. «Συνεχίστε, συνεχίστε!» φώναζαν. «Είναι καταπληκτικό! Μικρά μας ποντικάκια, πώς το κάνατε αυτό; Δείξτε μας…»

Όλο το βράδυ έπαιζαν αδιάκοπα. Όταν άρχισε να ξημερώνει και φοβήθηκαν ότι θα ξύπναγαν οι μεγάλοι, τα παιδιά έτρεξαν στα κρεβάτια τους και τα παιχνίδια του δέντρου πήραν πάλι τη θέση τους. Είχαν δώσει ραντεβού, όμως, για το άλλο βράδυ και για πολλά βράδια ακόμα για τα επόμενα χρόνια.

 

Λαμποβιτιάδη Ιωάννα

Ένα μαγικό δώρο

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια χειμωνιάτικη πόλη κοντά στα Χριστούγεννα, ζούσαν δυο φίλοι ποντικοί. Τον έναν τον έλεγαν Πιπίκο. Ήταν έξυπνος, ζωηρός, λίγο μεγαλύτερος από τον άλλον, που τον έλεγαν Φιφίκο. Εκείνος ήταν ήρεμος, γλυκός και ευαίσθητος. Του Πιπίκου τού άρεσε πολύ το κόκκινο χρώμα και πάντα τα Χριστούγεννα ντυνόταν με πουλόβερ και σκούφο κόκκινο σαν τον Άγιο Βασίλη. Του Φιφίκου τού άρεσε το πράσινο και το μπλε χρώμα.

Οι δυο φίλοι ξεκίνησαν τη βόλτα τους. Πήγαν στο αγαπημένο τους μαγαζί, αγόρασαν κρουασάν και από μια ζέστη σοκολάτα. Όλη η πόλη ήταν πανέμορφη! Στολισμένη με φώτα, ένα μεγάλο δέντρο και στολίδια από ζαχαρωτά. Ο Πιπίκος ήθελε να κάνει ένα δώρο στον φίλο του. Ενώ έβλεπαν τις βιτρίνες, του είπε ότι κάτι ξέχασε και να πάει να τον περιμένει μπροστά στο δέντρο.

Στο μεταξύ βρήκε κάπου ένα πουλόβερ που ήταν μαγικό κι όταν το άγγιζες, μπορούσες να πετάς ψηλά. Το αγόρασε, γύρισε στον φίλο του και πρόσφερε το δώρο. Ο Φιφίκος, ενθουσιασμένος, το άνοιξε και είδε το πουλόβερ. «Δεν είναι ένα απλό πουλόβερ. Το φοράς και πετάς ψηλά» είπε ο Πιπίκος. Τότε ο Φιφίκος το φόρεσε και πράγματι άρχισε να πετάει ψηλά. Μπορούσε να δει όλη την πόλη στολισμένη και πανέμορφη.

Οι δυο φίλοι σκέφτηκαν κάτι. Κι αν πήγαιναν στον Άγιο Βασίλη; Να τον βοηθήσουν με τα δώρα, για να τα παραλάβουν εγκαίρως όλα τα παιδιά; Έτσι κι έκαναν! Βρήκαν τον αγαπημένο Άγιο, του εξήγησαν για το πουλόβερ και δέχτηκε πρόθυμα τη βοήθειά τους.  Σε λίγη ώρα ήταν πανέτοιμοι να ξεκινήσουν το μεγάλο ταξίδι! 

Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…

 

Ρομπέσκου Μάουρα

Το δώρο της αγάπης

Ο Κλάιβ έψαχνε εδώ και μέρες, να βρει το καλύτερο δώρο για τον φίλο του. «Πόσο δύσκολο» μονολόγησε καθώς τίναζε τη γούνα του από το χιόνι που έπεφτε απαλά. Εντόπισε τον Ριφ κοντά στο δέντρο που είχαν στολίσει τα ζωάκια, μικρά και μεγάλα, για να υποδεχτούν την ωραιότερη γιορτή του χρόνου. Σήκωσε το χέρι και ετοιμάστηκε να τον φωνάξει, όταν τον είδε να πατά τη μακριά ουρά του και να σωριάζεται στο έδαφος. Έτρεξε αμέσως να τον βοηθήσει. «Είσαι καλά;» ρώτησε  με έγνοια. «Τι καλά να είμαι; Αυτή η ατυχία μου δεν με αφήνει να ησυχάσω». Ο Κλάιβ ετοιμάστηκε να του πει πως είναι παράλογος, όταν μια μεγάλη μπάλα χιονιού έπεσε από το χριστουγεννιάτικο δέντρο πάνω στο κεφάλι του Ριφ. Μια ιδέα άστραψε στο μυαλό του Κλάιβ. «Περίμενε εδώ!» είπε κι έφυγε τρέχοντας. Δεν πέρασε πολύ ώρα και γύρισε λαχανιασμένος κρατώντας ένα κουτί δεμένο όμορφα με μια κορδέλα. «Έι, Ριφ» φώναξε. «Δες τι σου έφερα για τα Χριστούγεννα». Ο Ριφ άνοιξε το δώρο κι έβγαλε από μέσα ένα μπλε πουλόβερ με έναν χιονάνθρωπο. Το αναγνώρισε αμέσως. «Μα, Κλάιβ, αυτό είναι το τυχερό σου πουλόβερ». «Ναι, φίλε μου και θα ήθελα να το έχεις εσύ». «Μα αν το έχω εγώ, μήπως η καλή σου τύχη σε εγκαταλείψει;» «Μη φοβάσαι, καλέ μου Ριφ, αν η τύχη μου με εγκαταλείψει, θα έχω πάντα εσένα στο πλευρό μου κι αυτό είναι το πιο σημαντικό». Τα δυο ποντικάκια αγκαλιάστηκαν κι ετοιμάστηκαν να υποδεχτούν τα Χριστούγεννα.

 

Η ζωγραφιά είναι απ’ το pinterest. Αν κάποια/ος γνωρίζει πηγή και δημιουργό, ας αφήσει σχόλιο, για να το προσθέσουμε.

 

Γράφτηκαν στα πλαίσια του εργαστηρίου «Σύντομα παραμύθια για τα Χριστούγεννα» των Εκδόσεων Αλάτι, με συντονίστρια τη Γιώτα Κοτσαύτη.



Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024

Σύντομα παραμύθια για τα Χριστούγεννα 1

 


Διαμαντοπούλου Πένυ

Πατημασιές στο χιόνι

Το σπίτι είναι στολισμένο. Τα φωτάκια του δέντρου αναβοσβήνουν χαρωπά. Μοσχομυρίζουν τα μελομακάρονα, η ζεστή σοκολάτα, τα κάστανα που ψήνονται. Χιονίζει κι η αυλή έχει ντυθεί στα λευκά. Ο χιονάνθρωπος στέκεται καμαρωτός και χαμογελαστός.

Ο Τόμι διαβάζει στην Ντία το χριστουγεννιάτικο βιβλίο που τους έκαναν δώρο ο παππούς και η γιαγιά. Μαγικές ιστορίες ξεπηδάνε από τις σελίδες… Τα αλεπουδάκια-αδελφάκια είναι ξαπλωμένα στις μεγάλες μαξιλάρες, πάνω στο πάπλωμα, τυλιγμένα με τις κουβέρτες τους, μπροστά από το τζάκι. Τα κόκκινα σκουφιά, δώρο του θείου Άντονι, δεν τα αποχωρίζονται ούτε λεπτό.

«Ο χιονάνθρωπος αφήνει πατημασιές καθώς το σκάει αλλά το χιόνι τις καλύπτει. Τα αδελφάκια δεν τον βρίσκουν το άλλο πρωί…» διαβάζει ο Τόμι. «Δεν θα ήθελα να πάθουμε κάτι τέτοιο» λέει κλαψιάρικα η Ντία. «Έχω μια φανταστική ιδέα!» «Τι;» ρωτάει με γουρλωμένα μάτια η αδελφή του. «Θα τον δέσουμε για να μην μπορεί να φύγει». «Ναι!» χοροπηδάει και χτυπάει τα χεράκια της. Ο μεγάλος αδελφός πάλι βρήκε τη λύση!

Φοράνε γάντια, κασκόλ και τις κόκκινες κάπες τους κι ανοίγουν σιγά σιγά την πόρτα. Βγαίνουν στις μύτες των ποδιών, για να μην τους καταλάβουν οι γονείς τους. Φτάνουν στο σημείο που είχαν φτιάξει τον χιονάνθρωπο κι ανακαλύπτουν ότι το έχει σκάσει. Οι πατημασιές ήταν ακόμα φρέσκες. Τις ακολουθούν και τον βρίσκουν κουλουριασμένο κάτω από το υπόστεγο, με ενωμένα τα χεράκια του, μπροστά από το στόμα του, να τα φυσάει για να ζεσταθεί. «Σε τσακώσαμε!» λέει ο Τόμι. «Δεν ήθελα να το σκάσω… Ήθελα απλώς να ζεσταθώ λιγάκι…» Η Ντία τραβάει τον Τόμι από το μανίκι και σκύβει να την ακούσει. «Να τον βάλουμε σπίτι. Να του δώσουμε ζεστή σοκολάτα και κάτι να φάει».

Ο χιονάνθρωπος τρέχει προς το τζάκι και πιάνει το κάστανο. «Μη!» φωνάζει ο Τόμι. «Καίει». Είναι όμως αργά. Αρχίζει να λιώνει. Το κάστανο κυλάει στα πόδια της Ντίας. Τότε ο Τόμι τραντάζεται ολόκληρος κι ανοίγει τα μάτια του διάπλατα. Κρατάει ακόμα το βιβλίο κι η αδελφούλα του κοιμάται με το κεφάλι της στον ώμο του. «Όνειρο ήταν!» Κοιτάζει από το παράθυρο. Ο χιονάνθρωπος είναι εκεί. Του δείχνει το κάστανο και του κλείνει το μάτι…


Καρλή Πολίνα

Η Μίνα κι ο θυμός

To σπίτι της οικογένειας αλεπούδων μύριζε από το πρωί Χριστούγεννα. Η κυρία Μάρω, από πολύ νωρίς, ήταν χωμένη στην κουζίνα. Το τραπέζι γεμάτο άχνες, μπισκότα, ζάχαρες κι αλεύρι. Έτρεχε  να τα προλάβει όλα ώστε να είναι έτοιμα για το γιορτινό τραπέζι. Η μικρή της κόρη, η Μίνα η αλεπουδίτσα, στριφογυρνούσε εκεί γύρω με τις πιτζάμες της ακόμα, κρατώντας στα χέρια ένα βιβλίο. «Θέλω να μου διαβάσεις το παραμύθι» είπε στη μαμά της και χασμουρήθηκε. «Αγάπη μου, πρέπει να τελειώσω με τα μαγειρέματα πριν έρθουν οι καλεσμένοι. Σου υπόσχομαι όμως να τελειώσουμε την ιστορία μας το βράδυ, όταν θα είμαστε στο κρεβάτι. «Όχι! Τώρα θέλω! Τώρα, τώρα, τώρα…» φώναξε η Μίνα χτυπώντας το πόδι της στην καρέκλα. Η κυρία Μάρω την κοίταξε στα μάτια και είπε: «Μήπως θέλεις να με βοηθήσεις με το σπίτι, να τελειώσουμε πιο γρήγορα; Κι ίσως βρούμε έτσι χρόνο να τη διαβάσουμε πριν το μεσημεριανό». «Όχι» απάντησε θυμωμένα μικρή. «Τώρα!»

Η κυρία Μίνα έδωσε χρόνο στον εαυτό της και στην κόρη της, συνέχισε τις δουλειές στην κουζίνα κι άφησε τη Μίνα να γκρινιάζει και να επιμένει στα δικά της. «Θα ήθελα να μπαίνεις καμιά φορά στη θέση μου, γλυκιά μου» είπε μονάχα και συνέχισε να ετοιμάζει το φαγητό. «Πήγαινε στο δωμάτιό σου και προσπάθησε να σκεφτείς τα όμορφα πράγματα που μπορούμε να κάνουμε όταν δεν αφήνουμε τον θυμό μας να γίνεται αρχηγός στην καρδιά μας».

Η αλεπουδίτσα χώθηκε πάλι κάτω από τα σκεπάσματά της και δεν βοήθησε καθόλου τη μαμά της μέχρι που ήρθαν οι καλεσμένοι. Μάλιστα ήταν κατσουφιασμένη και στο τραπέζι και δεν πολυμιλούσε με κανέναν. Ο θυμός της δεν είχε ακόμα περάσει.

Το βράδυ, όταν πια το σπίτι είχε ησυχάσει, η κυρία Μίνα πήγε στο δωμάτιο της Μίνας κρατώντας το βιβλίο. Ήταν σίγουρη πως θα είχε καταφέρει να ηρεμήσει μετά από τόσες ώρες. «Σου το είχα υποσχεθεί» είπε τραβώντας την κουβερτούλα της μικρής για να τη σκεπάσει. «Συγγνώμη, μαμά». «Είναι εντάξει, μικρή μου. Μήπως θέλεις να μου διαβάσεις εσύ το τέλος της ιστορίας;»


Κουρέτα Μαρία

Τα πιο μαγικά Χριστούγεννα στο δάσος

Ένα χειμωνιάτικο πρωινό ο Τσάρλυ με τον μπαμπά του κάθονταν κάτω από το αγαπημένο τους δέντρο και διάβαζαν ιστορίες. «Αχ, μπαμπά» είπε ο Τσάρλυ διακόπτοντάς τον. «Δεν θέλω να μου διαβάσεις άλλα παραμύθια. Θέλω να μου πεις μια ιστορία από παλιά, με τον παππού». «Καλά» είπε ο μπαμπάς. «Θα σου πω για τότε που ήταν ο πιο παγωμένος χειμώνας στο δάσος. Όλα τα ζώα είχαν κρυφτεί μέσα στις φωλιές τους κι αρνιόντουσαν να βγουν έξω για να μην παγώσουν. Πώς όμως θα γιόρταζαν όλοι μαζί τα Χριστούγεννα; Ο καθένας μόνος του;

»Ο παππούς σου, τότε, αψήφησε το κρύο. Ξεκίνησε να φτυαρίζει το χιόνι, να στολίζει τα δέντρα με λαμπιόνια και καρπούς, έφτιαξε λιχουδιές για όλους και ξεκίνησε να πηγαίνει από φωλιά σε φωλιά και να χτυπάει τις πόρτες των φίλων του. Όλοι έβγαζαν τα κεφάλια τους διστακτικά. Μόλις όμως έβλεπαν πόσο μαγικά στολισμένο ήταν το δάσος τους έβγαιναν έξω χοροπηδώντας και χορεύοντας.

»Εκείνη τη στιγμή, που είχαν μαζευτεί όλα τα ζώα, ένας φωτεινός ήλιος έστειλε τη λάμψη του πάνω από το δάσος και ζέστανε τις καρδιές όλων. Από τότε, κάθε χρόνο, τα ζώα συνηθίζουν να ακολουθούν αυτό το έθιμο, να στολίζουν και να γιορτάζουν όλα μαζί.

»Σήμερα, Τσάρλυ, είναι αυτή η μέρα. Πάμε να βοηθήσουμε;»

 

Ρομπέσκου Μάουρα

Μπάμπα Νάμπα

«Γιαγιά, θα έρθει και σε μας, το βράδυ των Χριστουγέννων, ο Άγιος Βασίλης;» ρώτησε ο Μπου.

Η γιαγιά πήρε στην αγκαλιά τον εγγονό της.

«Ο Άγιος Βασίλης είναι για τους ανθρώπους. Εμείς οι αλεπούδες έχουμε την Μπάμπα Νάμπα».

«Την Μπάμπα Νάμπα; Δεν την έχω ξανακούσει. Πες μου την ιστορία».

Η γιαγιά φόρεσε τα γυαλιά της και πήρε ένα βιβλίο.

«Πριν πολλά, πολλά χρόνια, γεννήθηκε η Μπάμπα Νάμπα. Ήταν χειμώνας βαρύς και η μικρή αλεπού πεινούσε και κρύωνε.  Ίσως στο χωριό βρω κάτι να φάω, σκέφτηκε. Τότε είδε ένα αστέρι να λάμπει πιο πολύ από όλα και τρεις άντρες με καμήλες να το ακολουθούν. Πήγε κι εκείνη. Έφτασαν σε έναν στάβλο. Η Μπάμπα Νάμπα τρύπωσε μέσα και είδε τον νεογέννητο Χριστό. Τα ζώα του παχνιού ήταν μαζεμένα και τον ζέσταιναν με τα χνώτα τους. Η αλεπουδίτσα ανέβηκε και τον τύλιξε με το κορμί της. Όταν η οικογένεια έφυγε, η Μπάμπα Νάμπα πήγε μαζί τους. Έγινε σύντροφος πιστή στα παιχνίδια του μικρού Χριστού. Κι όταν γέρασε πολύ, άφησε την τελευταία της πνοή στα χέρια του αγαπημένου της φίλου. Από τότε η Μπάμπα Νάμπα φροντίζει κάθε αλεπουδάκι να έχει τα δώρα που του πρέπουν».

«Θα φέρει και σ’ εμένα δώρο, γιαγιά;»

«Μα φυσικά, μικρέ μου. Την ώρα που θα κοιμάσαι, θα μπει και θα το αφήσει».

«Τότε πρέπει να πάω για ύπνο. Μην την κάνουμε να περιμένει μέσα στο κρύο».

«Καληνύχτα, μικρέ μου» είπε η γιαγιά και τον φίλησε καθώς τον σκέπαζε με μια ζεστή κουβέρτα.

 


Γράφτηκαν στα πλαίσια του εργαστηρίου «Σύντομα παραμύθια για τα Χριστούγεννα» των Εκδόσεων Αλάτι, με συντονίστρια τη Γιώτα Κοτσαύτη.

 


 

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2024

«Μικρά για τη μητέρα»: πρόσκληση για συμμετοχή σε συλλογικό βιβλίο

 


Δημιουργικό κάλεσμα

Πρόσκληση για συμμετοχή σε συλλογικό βιβλίο

«Μικρά για τη μητέρα», Εκδόσεις Αλάτι

Επιμέλεια-συντονισμός ύλης: Γιώτα Κοτσαύτη

https://www.facebook.com/yota.kotsaftitheofanous

Εξώφυλλο, σκίτσα: Ιωάννα Σταυρούλα Αθανασοπούλου

https://www.facebook.com/IoannaStavrulaAthanasopoulou

Μετά την τριλογία «Μικρά και Χριστουγεννιάτικα», «Μικρά και Πασχαλινά», «Τα “Μικρά” πάνε σχολείο!», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αλάτι, η σειρά θα συνεχιστεί με ολοκαίνουργιους τίτλους.

Αν γράφετε ή αν θέλετε να γράψετε σύντομες ιστορίες για παιδιά (μικρομυθοπλασία), ελάτε στην παρέα μας, να ενώσουμε τις δυνάμεις μας και να ετοιμάσουμε μια μοναδική συλλογή!

Για περισσότερες πληροφορίες και δηλώσεις συμμετοχής, στείλτε μήνυμα στο yotakotsafti1@yahoo.gr

Συμμετοχές δεκτές ως 31 Δεκεμβρίου.

Ακονίστε τα μολύβια σας και ξεκινάμε!

 …

Η μητέρα είναι το ιερότερο πρόσωπο στη ζωή ενός ανθρώπου. Η αγάπη της είναι το πιο πολύτιμο δώρο που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος. Είναι η απόδειξη ότι ακόμα κι όταν μεγαλώσει, πάντα θα υπάρχει ένα πρόσωπο που θα το νοιάζεται βαθιά κι αληθινά. Ένας φάρος που θα φωτίζει κάθε του διαδρομή, προσφέροντας δύναμη, ελπίδα και πίστη.

Η έννοια της ξεπερνά τα βιολογικά σύνορα. Δεν γεννιούνται όλες οι μαμάδες από την ίδια διαδρομή, αλλά όλες μοιράζονται την ίδια ουσία: την άνευ όρων αγάπη και τη βαθιά σύνδεση με το παιδί τους.

Υπάρχουν οι βιολογικές μητέρες, εκείνες που φέρνουν στον κόσμο ένα παιδί, του δίνουν τη ζωή και το στηρίζουν από τα πρώτα του βήματα. Η αγάπη τους είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο εκείνο χτίζει τον κόσμο του.

Υπάρχουν όμως και οι μαμάδες της καρδιάς: οι θετές μητέρες, οι ανάδοχες, εκείνες που αγκαλιάζουν ένα παιδί χωρίς να το έχουν γεννήσει. Η αγάπη τους είναι μια συνειδητή επιλογή, μια πράξη που αποδεικνύει ότι η μητρότητα δεν μετριέται με το αίμα αλλά με την αφοσίωση. 

Υπάρχουν οι γιαγιάδες, που συχνά αναλαμβάνουν τον ρόλο της μητέρας, όταν οι συνθήκες το απαιτούν. Με σοφία και εμπειρία, γίνονται το στήριγμα που χρειάζεται ένα παιδί, γεμίζοντάς το με ιστορίες, αγκαλιές και αξίες.

Υπάρχουν, επίσης, οι μητέρες-φίλες, εκείνες που, αν και δεν έχουν επίσημο ρόλο, βρίσκονται πάντα δίπλα στο παιδί. Μπορεί να είναι η θεία, η δασκάλα, η νονά ή μια φίλη της οικογένειας.

Τέλος, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τις μητέρες που αγκαλιάζουν παιδιά μέσα από επαγγελματικούς ή εθελοντικούς ρόλους. Οι γυναίκες αυτές, συχνά σε παιδικά ιδρύματα ή δομές υποστήριξης, χαρίζουν στοργή και σταθερότητα.

Η μητέρα δεν έχει μια μορφή, ένα πρόσωπο ή έναν ρόλο. Είναι κάθε γυναίκα που επιλέγει να αγαπήσει, να στηρίξει και να προστατεύσει ένα παιδί, δίνοντάς του την ευκαιρία να νιώσει την ιδιαίτερη ζεστασιά που μόνο η μαμά μπορεί να προσφέρει. Σε όποια κατηγορία κι αν ανήκει, είναι πάντα ένας λιμάνι για να ξαποστάσει η ψυχή.

Ευχαριστούμε τις μαμάδες…

…Που έκαναν τις δύσκολες εποχές να μοιάζουν με καλές.

…Που έβαζαν στον εαυτό τους μικρότερη μερίδα στο τραπέζι για να μπορέσουν οι άλλοι να φάνε λίγο παραπάνω.

…Που έλεγαν, έλα, τελειώσέ το εσύ -δεν τους άρεσαν τα παγωτά.

…Που μας έπεισαν ότι ήταν συναρπαστικό να ζούμε σε μια βρόμικη φτωχογειτονιά.

…Που κατέστρεψαν το καλύτερο ρούχο στην ντουλάπα τους για να μας φτιάξουν μέσα σε μια νύχτα το φόρεμα για το αυριανό πάρτι.

…Που μας έφερναν στο σπίτι τραγουδώντας στη βροχή.

…Που δοκίμασαν τις ικανότητές τους στην άλγεβρα.

…Που κόλλησαν την ανεμοβλογιά μας.

…Που κατάφερναν να χαμογελούν όταν ανεβάζαμε πυρετό λίγο πριν την ώρα που έβγαιναν έξω για να γιορτάσουν τα γενέθλιά τους.

…Που πάντα, ως δια μαγείας, έβρισκαν χρήματα -ακόμα κι αν έπρεπε να χώσουν το χέρι τους ανάμεσα στα μαξιλάρια του καναπέ.

…Που κατάπιναν τα δάκρυά τους όταν σπάζαμε την τσαγιέρα του καλού σερβίτσιου.

…Που μας άφηναν να έχουμε τις δικές μας απόψεις -φτάνει να ξέραμε γιατί.

…Που μας επέτρεψαν να μεγαλώσουμε και να πετάξουμε ελεύθεροι.

 

Πηγή:

Στην αγαπημένη μου μητέρα (Ένα δωράκι για πάντα), Εκδόσεις Παπαδόπουλος.

 

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024

Η γιαγιά Στυλιανή και τα αλεξανδρινά της

 


Γακοπούλου Βάγια

«Χριστουγεννιάτικο παζάρι δεν θα κάνουμε φέτος;» ρώτησε η κυρία Αριάδνη, η χαμογελαστή δασκάλα της Α’ τάξης, αυτήν τη φορά όμως με κάποια λύπη και ανησυχία στη φωνή της.

«Δεν μπορούμε να το αποφασίσουμε μόνοι μας» απάντησε η διευθύντρια. «Θα το συζητήσουμε με τον σύλλογο γονέων. Όπως ξέρετε, όμως, οι άνθρωποι εδώ είναι μεροκαματιάρηδες και η περιοχή φτωχή. Ακόμη κι αν αποφασίσετε να κατασκευάσετε εσείς με τα παιδιά τα προϊόντα, ποιος θα μας προμηθεύσει τα υλικά;»

Σιωπή έπεσε στον σύλλογο διδασκόντων. Κάθε χρόνο έκαναν το παζάρι και ενίσχυαν με τα κέρδη τοπικούς φορείς που είχαν ανάγκη. Φέτος, όμως, μετά τη μεγάλη καταστροφή από την πλημμύρα του Σεπτέμβρη, ποιος ήταν ικανός να βοηθήσει ποιον;

Έπεσαν πολλές ιδέες στο τραπέζι για παζάρι μεταχειρισμένων, για παραστάσεις με συμβολικό εισιτήριο, μέχρι και το χαρτζιλίκι τους πρότειναν να προσφέρουν κάποια παιδιά για αγορά υλικών. Η σωτηρία όμως ήρθε από κει που δεν το περίμενε κανένας. Η γιαγιά Στυλιανή, που τόση ώρα άκουγε αμίλητη, είπε με σταθερή φωνή:

«Εγώ πιστεύω ότι αυτό που λείπει φέτος από τις καρδιές μας είναι η ελπίδα, η αισιοδοξία ότι θα καταφέρουμε να φτιάξουμε τη ζωή μας από την αρχή. Ξέρετε ότι αγαπάω τα λουλούδια πάρα πολύ και δυστυχώς η πλημμύρα μου τα κατέστρεψε όλα. Μου έμειναν όμως τα αλεξανδρινά μου, που είχα στο θερμοκήπιο της ταράτσας. Σας τα προσφέρω με όλη μου την αγάπη και ξέρω ότι θα κάνετε το καλύτερο για τα παιδιά μας και το χωριό μας».

Όποιος ερχόταν φέτος στο παζάρι του σχολείου, έφευγε με την αγκαλιά γεμάτη κατακόκκινα άνθη και τα μάτια γεμάτα φως, γιατί πάντα θα υπάρχει μια γιαγιά Στυλιανή που με γενναιοδωρία θα προσφέρει ό,τι αγαπά πιο πολύ για να δώσει χαρά κι ελπίδα σε όσους την έχουν χάσει.

Καλά Χριστούγεννα!

 

Κεφεράκη Ευανθία

Χριστούγεννα και η γιαγιά Στυλιανή είχε ετοιμάσει το γιορτινό τραπέζι για την οικογένειά της. Είχε ξυπνήσει από τα χαράματα, για να μαγειρέψει φαγητά και γλυκά. Λίγο πριν έρθουν τα παιδιά και η εγγονή της η Στέλλα έστρωσε το τραπέζι. Έβαλε πιάτα, ποτήρια, μαχαιροπίρουνα και τα αλεξανδρινά της. Όμως φέτος υπήρχε άλλη μια γλάστρα με αυτά τα όμορφα κόκκινα λουλούδια που περίμενε στη μεγάλη συρταριέρα της εισόδου. Όταν τελείωσαν το δείπνο τους, έφτασε η ώρα να φύγουν. Η γιαγιά έδωσε στον κάθε ένα από ένα δώρο.

Όταν έφτασε στην εγγονή της, της έδωσε τη γλάστρα με τα αλεξανδρινά. Η μικρή απογοητεύτηκε γιατί νόμιζε ότι θα της είχε πάρει κάποιο παιχνίδι. Η γιαγιά, που είδε το βλέμμα της μικρής, της ψιθύρισε στο αυτί: «Αυτά τα λουλούδια είναι μαγικά. Βάλ’ τα στο δωμάτιό σου και θα δεις, το βράδυ θα σε περιμένει μια έκπληξη!»

Η μικρή Στέλλα χαμογέλασε και τη φίλησε Όταν έφτασαν στο σπίτι, πήρε τα λουλούδια στο δωμάτιό της. Τα κοίταξε λίγο και σκέφτηκε ότι είναι τα πιο όμορφα που έχει δει. Την πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβει... Κάποια στιγμή άκουσε διάφορες φωνούλες και άνοιξε τα μάτια της. Δεν ήταν δυνατόν! Ανάμεσα στα φύλλα των λουλουδιών τραγουδούσαν και χόρευαν μικρές νεράιδες με όμορφα φορέματα και λαμπερά φτερά. Ανακάθισε στο κρεβάτι της και χωρίς να τις ενοχλήσει, τις κοίταζε μέχρι που την πήρε ο ύπνος ξανά. Πριν κοιμηθεί σκέφτηκε ότι αυτό ήταν το καλύτερο δώρο που πήρε ποτέ!

 

Κιζιρίδου Γεωργία

Την πρώτη Κυριακή του Δεκέμβρη η γιαγιά Στυλιανή φρόντιζε να μαζεύει και τα οχτώ εγγόνια της για να στολίσουν για τα Χριστούγεννα. Χαρές, γέλια, χρώματα από τα στολίδια κι αρώματα από το γλυκίσματα κυριαρχούσαν σε όλο το σπίτι. Όλοι μαζί, σαν επαγγελματικό μπαλέτο, συγχρονίζονταν για να τελειώσουν με τον στολισμό και να βγουν την καθιερωμένη αναμνηστική φωτογραφία. Όμως η γιαγιά Στυλιανή είχε και μια ακόμα συνήθεια: Δεν ξεχνούσε να στολίζει και το μπαλκονι, ακόμα και τα παραθυρόφυλλα. Οχτώ γλαστρούλες με αλεξανδρινά φυτά, όσες και τα εγγόνια της κοσμούσαν το μπαλκόνι της. Όταν τα πότιζε, είχε το συνήθειο να απευθύνεται στα αλεξανδρινά με τα ονόματα των εγγονών. Κι όσο φρόντιζε και αγαπούσε τα φυτά, τόσο αυτά ξεπετάγονταν και ψήλωναν. Έτσι και φέτος, που όλα τα εγγόνια είναι πλέον οικογενειάρχες, δεν ξεχνούν να βάζουν μια αλεξανδρινή γλάστρα όταν στολίζουν για τις γιορτές. Κι όταν τις ποτίζουν, αποκαλούν το αλεξανδρινό «Γιαγιά Στυλιανή». Κι έτσι η γιαγιά Στυλιανή θα μείνει για πάντα ζωντανή ως ανάμνηση όσα χρόνια κι αν περάσουν.

 

Κολιαστάση Δήμητρα

Η γλάστρα με τα αλεξανδρινά

Οι γιορτές είναι πάντα συνδεδεμένες με τη μνήμη. Η Ανθή λάτρευε τα Χριστούγεννα από μικρή, όπως τα περισσότερα παιδιά. Είχε μεγαλώσει πια μα αυτή η εποχή τη γυρνούσε πάντα πίσω στη μαγεία των στιγμών. Περνώντας από ένα ανθοπωλείο σταμάτησε για λίγο μπροστά στη βιτρίνα του. Αλεξανδρινά, πάντα υπήρχαν πάνω στο γιορτινό τραπέζι της γιαγιάς, ήταν τα αγαπημένα της αυτήν την περίοδο. Η Ανθή στάθηκε και τα κοίταξε. Οι αναμνήσεις την πλημμύρισαν και τα ανάμεικτα συναισθήματα χαράς και νοσταλγίας χόρευαν μέσα της. Η γιαγιά ήταν μια γλυκιά γυναίκα μα τώρα δεν τους θυμόταν, ίσως να χαμογελούσε καμία φορά, μέσα στη θολή της σκέψη να υπήρχαν κάποιες μικρές αναλαμπές. Χθες, που στόλιζε το δέντρο τραγουδώντας μια γνώριμη μελωδία, την άκουσε να σιγομουρμουρίζει κι εκείνη. Κρέμασε και την τελευταία μπάλα, αυτήν τη γυάλινη που ήταν πολύ παλιά. Η μοναδική που είχε απομείνει από τα στολίδια της γιαγιάς της. Θυμόταν που της έλεγε πως τότε δεν υπήρχε ψεύτικο χιόνι στα κλαδιά αλλά τούφες από βαμβάκι. «Φαντασία να υπάρχει, Ανθή μου και όλα γίνονται μαγικά». Πόσο δίκιο είχε τελικά. Δεν είναι ούτε τα μεγάλα δέντρα ούτε τα λαμπερά φώτα μα οι άνθρωποι πίσω από αυτά. Άνοιξε την πόρτα του ανθοπωλείου. «Μια γλάστρα με αλεξανδρινά, παρακαλώ». Πήρε τα λουλούδια, ευχήθηκε καλές γιορτές και επέστρεφε με συγκίνηση στο σπίτι. Τοποθέτησε τη γλάστρα δίπλα στο κρεβάτι της γιαγιάς. Εκείνη δεν μίλησε, μόνο τα χάιδεψε και γύρισε προς την εγγονή της. Το βλέμμα της, αν και χαμένο, ήταν τόσο τρυφερό. «Καλές γιορτές, γιαγιά μου!»

 

Σκουμιού Ρούλα

«Γιαγιά Στυλιανή!» επαναλαμβανόταν κι η ανησυχία χρωμάτιζε τη γνώριμη φωνή.

«Παρακοιμήθηκα;» συλλογιόταν η ηλικιωμένη τρέχοντας στην πόρτα. Βεβαίωσε τη γειτόνισσα πως ήταν καλά παραδίδοντας τις γλάστρες με τα κατακόκκινα πέταλα αλεξανδρινών. Καμάρωναν για την ομορφιά και γοήτευαν την πλάση. Χειμώνας και δεν άφηνε περιθώρια για πολλά λουλούδια. Χριστούγεννα πλησίαζαν. Αν το φυτώριο της γιαγιάς Στυλιανής δεν έλαμπε από τα γιορτινά φυτά, όλα θα έμοιαζαν πεζά.

Πρόσθεσε γάλα στο άδειο μπολ της Ριρίκας που νιαούριζε ανυπόμονα. Έτρεχε πάλι στην πόρτα. «Γιαγιά Στυλιανή!» ακουγόταν δειλά. Έμπασε τη Σαββούλα, αριστούχα του γειτονικού γυμνασίου. Είχαν συνέντευξη για τη σχολική εφημερίδα. Αξιαγάπητη η γιαγιά των αλεξανδρινών -όπως αλλιώς την αποκαλούσαν. Παρ’ ότι ολομόναχη, βοηθούσε όπου υπήρχε ανάγκη ανιδιοτελώς.

«Γεννήθηκα του Αγίου Στυλιανού στην Αδριανούπολη Παφλαγονίας της Μικρασίας. Εύπορη οικογένεια. Με τους διωγμούς μεταναστέψαμε σε συγγενείς στο Μεξικό. Εκεί γνώρισα έναν Αμερικανό πρέσβη. Γοητεύτηκε από το τοπικό φυτό, την αλεξάνδρα. Το διέδωσε στην πατρίδα του κι εγώ στη δική μας επιστρέφοντας. Οι γονείς μου δεν μπορούσαν την ξενιτιά. Στη νονά μου στεριώσαμε. Πέρασαν τα δύσκολα; αναρωτήθηκα. Aπόκριση δεν πήρα. Αφιερώθηκα ξανά στα λατρεμένα μου αλεξανδρινά. Κοκκινοπράσινα, οιωνοί ζωής. Προσκαλούν ελπίδα κι ομορφάδα στη σκέψη και στα έργα μας, επιμένω να υποστηρίζω...» δήλωσε μεταξύ άλλων. Της δώρισε το πιο αγέρωχο φυτό και βγήκαν. Θα φύτευε όσες περισσότερες αλεξάνδρες στα πάρκα ώστε να υποδέχονταν τα Χριστούγεννα στα γιορτινά τους. Το αστέρι της Βηθλεέμ θα έφεγγε στον μουντό ουρανό, στα σκυθρωπά άλση της πόλης και πίστευε και στην ψυχή κάθε ανθρώπου.

 

Στεργίου Ευαγγελία

Η γιαγιά Στυλιανή ζει σε ένα μικρό χωριό της Ηπείρου μαζί με τον άντρα της, τον Μανόλη. Όλοι στη γειτονιά γνωρίζουν την αγάπη της για τα αλεξανδρινά. Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, από καιρό τα φρόντιζε για να τα χαρίσει στα εγγόνια της την παραμονή των Χριστουγέννων.

Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν. Η γιαγιά Στυλιανή είχε στολίσει το σπίτι της και είχε ετοιμάσει τα δώρα κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Μύρισε παντού βούτυρο, κανέλα και γαρύφαλλο από τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες που είχε φτιάξει. Σαν έφτασε η παραμονή των Χριστουγέννων, σηκώθηκε από το χάραμα. Ετοίμασε τη γαλοπούλα, την έβαλε στον φούρνο και άρχισε να ετοιμάζει τις πίτες της. Ο κυρ-Μανόλης άναψε το τζάκι και περίμενε με ανυπομονησία τον ερχομό των παιδιών. Όταν χτύπησε το κουδούνι, έτρεξε ν’ ανοίξει. «Τα παιδιά θα είναι» είπε κι όταν τα αντίκρισε, τα μάτια του έλαμψαν από χαρά. Ήταν ο εγγονός του ο Μανολάκης. «Χρόνια πολλά, παππού!» «Χρόνια πολλά, μικρό μου!» Εκείνη τη στιγμή κατέφτασε και η υπόλοιπη οικογένεια. Η γιαγιά Στυλιανή έτρεξε κι εκείνη στην πόρτα, να τους υποδεχτεί. Αγκαλιάστηκαν και αντάλλαξαν ευχές και δώρα. «Κοιτάξτε!» είπε η μικρή Στελλίτσα. «Άρχισε να χιονίζει». Νιφάδες χιονιού χόρευαν στον ρυθμό των χριστουγεννιάτικων τραγουδιών. Σαν έφτασε το βράδυ, κάθισαν όλοι μαζί γύρω από το γιορτινό τραπέζι  που ήταν στολισμένο με αλεξανδρινά.

 

Τσιμερίκα Θωμάη

Η γιαγιά Στυλιανή ξύπνησε νωρίς. Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα κι έπρεπε να στολίσει το μικρό ανθοπωλείο της.

Πέρασε μπροστά από τα κόκκινα λουλούδια των Χριστουγέννων. «Καλημέρα, αλεξανδρινά μου» είπε με γλυκιά φωνή. Τα αλεξανδρινά, μικρά και μεγάλα, άρχισαν το χασμουρητό απλώνοντας τα φυλλαράκια τους δεξιά κι αριστερά. Τα πήρε στη ζεστή αγκαλιά της και τα τοποθέτησε ομοιόμορφα στη βιτρίνα, το ένα δίπλα στο άλλο, να έχουν παρέα, να μην είναι μόνα τους. Έξω είχε κρύο, αλλά η γιαγιά Στυλιανή έκλεισε πόρτα και παράθυρο. Δεν ήθελε να κρυώσουν τα λουλούδια της. Ήταν κατακόκκινα, όμοια με φωτιά και τα φύλλα τους γεμάτα ελπίδα. Οι πελάτες μαγνητίζονταν από την ομορφιά τους, μόλις έστρεφαν το βλέμμα στη βιτρίνα.

Όλο τον χρόνο τα φρόντιζε να μην κρυώσουν και να μεγαλώσουν δίχως να αρρωστήσουν. Τα πότιζε όταν διψούσαν. Τους τραγουδούσε, τους μιλούσε γιατί τα αλεξανδρινά έχουν ανάγκη από αγάπη και τρυφερότητα για να αναπτυχθούν.

Κάθε πρωί καθάριζε το τζάμι της βιτρίνας για να μπορούν να παίζουν με τις χρυσές ηλιαχτίδες του ήλιου, περιμένοντας να τα πουλήσει τις μέρες των γιορτών.

Κάθε φορά που πουλούσε ένα για δώρο, το στόλιζε με κορδέλες. Άγγιζε απαλά τα κόκκινα λουλούδια του, αποχαιρετώντας και ευχαριστώντας το για όσα της πρόσφερε όλο τον χρόνο, για την αγάπη του.

Το σχήμα του άνθους τους δεν το ξεχνούσε κανείς. Έμοιαζε με το αστέρι της Βηθλεέμ. Είχαν θρησκευτική αξία για τη γιαγιά, της θύμιζαν «το αστέρι που εμφανίστηκε στον ουρανό, το βράδυ που γεννήθηκε ο Χριστός».

 

Φωτάκη Ελένη

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα χωριό που ονομαζόταν Αλεξανδρινό. Ήταν γνωστό για τα χιλιάδες αλεξανδρινά λουλούδια που φύτρωναν σε κάθε σπίτι, γλάστρα και περιβόλι παραμονές Χριστουγέννων. Οι κάτοικοι ασχολούνταν αποκλειστικά με την καλλιέργεια τους και προμήθευαν με αυτά τις γύρω πόλεις τις άγιες μέρες.

Κοντά στην πλατεία του χωριού ήταν και το σπιτάκι της γιαγιάς Στυλιανής. Ζούσε συντροφιά με τον γαϊδαράκο της, δυο τρεις κοτούλες και την κατσικούλα της. Κάθε παραμονή Χριστουγέννων σηκωνόταν νωρίς και φούρνιζε τα μπισκότα της, που τα στόλιζε με κόκκινη ζαχαρόπαστα. Μαντέψατε το σχέδιο των μπισκότων; Μα φυσικά κόκκινα αλεξανδρινά λουλούδια. Τα παιδιά τα λάτρευαν, δεν είχε χρήματα να τους δώσει για τα κάλαντα μα τα μπισκότα της άξιζαν όσο όλο το χρυσάφι του κόσμου.

Είχε κι ένα χωραφάκι και φρόντιζε να έχει κάθε λογής κηπευτικά όλη τη διάρκεια του έτους και φυσικά σε μια γωνίτσα τα κόκκινα άνθη.

Ο χειμώνας ήρθε βαρύς εκείνη τη χρονιά, το βράδυ το χιόνι έπεσε πυκνό και πάγωσε τα φυτά. Το επόμενο πρωί το χωριό βρισκόταν σε απόγνωση. Χωρίς αλεξανδρινά δεν θα είχαν Χριστούγεννα. Η γιαγιά ντύθηκε μεμιάς με το αγαπημένο της χρώμα, το κόκκινο. Σκουφί, μπότες, γάντια, κάπα και, σαν άλλη Κοκκινοσκουφίτσα, μπήκε στο περιβόλι της. Έπιασε να καθαρίζει τα πέταλα και τους μίσχους, τραγουδούσε και έλεγε λόγια παρήγορα.

Άρχισε να κλαίει και το δάκρυ της πάγωσε σαν μικρό διαμαντάκι πάνω σε κάθε λουλούδι. Ο ήλιος την άκουσε, πέταξε το κρύο συννεφένιο πάπλωμά του, έτριψε τις αχτίδες του να ζεσταθούν και τις ακούμπησε στα αλεξανδρινά. Μέχρι το μεσημέρι το περιβόλι της γιαγιάς ήταν γεμάτο κόκκινα λουλούδια.

Η καλή γριούλα έδωσε σε κάθε σπίτι μια γλάστρα, για να γιορτάσουν όλοι όπως κάθε φορά.

Καλά Χριστούγεννα!

 

 

 

Γράφτηκαν με αφορμή το παιχνίδι γραφής εδώ:

https://www.facebook.com/groups/1006082537869676

 

Θα χαρούμε πολύ να μας γράφετε τις εντυπώσεις σας ή, αν είστε εκπαιδευτικοί και δουλέψετε με κάποια ιστορία στην τάξη σας, να μοιραστείτε την εμπειρία.

Το παρόν ιστολόγιο λειτουργεί, εδώ και δέκα χρόνια, αποκλειστικά και μόνο αφιλοκερδώς (δεν έχει καν διαφημίσεις, όπως η πλειοψηφία των ιστολογίων) κι η ανατροφοδότησή σας είναι για μας ένα ισχυρό κίνητρο για να συνεχίσουμε.

Ηλεκτρονική διεύθυνση επικοινωνίας: yotakotsafti1@yahoo.gr

Ευχαριστούμε θερμά!