Διαμαντοπούλου
Πένυ
Πατημασιές στο χιόνι
Το σπίτι είναι
στολισμένο. Τα φωτάκια του δέντρου αναβοσβήνουν χαρωπά. Μοσχομυρίζουν τα μελομακάρονα,
η ζεστή σοκολάτα, τα κάστανα που ψήνονται. Χιονίζει κι η αυλή έχει ντυθεί στα λευκά.
Ο χιονάνθρωπος στέκεται καμαρωτός και χαμογελαστός.
Ο
Τόμι διαβάζει στην Ντία το χριστουγεννιάτικο βιβλίο που τους έκαναν δώρο ο
παππούς και η γιαγιά. Μαγικές ιστορίες ξεπηδάνε από τις σελίδες… Τα αλεπουδάκια-αδελφάκια
είναι ξαπλωμένα στις μεγάλες μαξιλάρες, πάνω στο πάπλωμα, τυλιγμένα με τις
κουβέρτες τους, μπροστά από το τζάκι. Τα κόκκινα σκουφιά, δώρο του θείου Άντονι,
δεν τα αποχωρίζονται ούτε λεπτό.
«Ο
χιονάνθρωπος αφήνει πατημασιές καθώς το σκάει αλλά το χιόνι τις καλύπτει. Τα
αδελφάκια δεν τον βρίσκουν το άλλο πρωί…» διαβάζει ο Τόμι. «Δεν θα ήθελα να
πάθουμε κάτι τέτοιο» λέει κλαψιάρικα η Ντία. «Έχω μια φανταστική ιδέα!» «Τι;»
ρωτάει με γουρλωμένα μάτια η αδελφή του. «Θα τον δέσουμε για να μην μπορεί να φύγει». «Ναι!» χοροπηδάει και χτυπάει τα χεράκια της. Ο μεγάλος αδελφός πάλι
βρήκε τη λύση!
Φοράνε
γάντια, κασκόλ και τις κόκκινες κάπες τους κι ανοίγουν σιγά σιγά την πόρτα.
Βγαίνουν στις μύτες των ποδιών, για να μην τους καταλάβουν οι γονείς τους. Φτάνουν
στο σημείο που είχαν φτιάξει τον χιονάνθρωπο κι ανακαλύπτουν ότι το έχει
σκάσει. Οι πατημασιές ήταν ακόμα φρέσκες. Τις ακολουθούν και τον βρίσκουν
κουλουριασμένο κάτω από το υπόστεγο, με ενωμένα τα χεράκια του, μπροστά από το
στόμα του, να τα φυσάει για να ζεσταθεί. «Σε τσακώσαμε!» λέει ο Τόμι. «Δεν
ήθελα να το σκάσω… Ήθελα απλώς να ζεσταθώ λιγάκι…» Η Ντία τραβάει τον Τόμι από
το μανίκι και σκύβει να την ακούσει. «Να τον βάλουμε σπίτι. Να του δώσουμε ζεστή
σοκολάτα και κάτι να φάει».
Ο χιονάνθρωπος τρέχει προς το τζάκι και πιάνει το κάστανο. «Μη!» φωνάζει ο Τόμι. «Καίει». Είναι όμως αργά. Αρχίζει να λιώνει. Το κάστανο κυλάει στα πόδια της Ντίας. Τότε ο Τόμι τραντάζεται ολόκληρος κι ανοίγει τα μάτια του διάπλατα. Κρατάει ακόμα το βιβλίο κι η αδελφούλα του κοιμάται με το κεφάλι της στον ώμο του. «Όνειρο ήταν!» Κοιτάζει από το παράθυρο. Ο χιονάνθρωπος είναι εκεί. Του δείχνει το κάστανο και του κλείνει το μάτι…
Καρλή Πολίνα
Η Μίνα κι ο
θυμός
To σπίτι της οικογένειας αλεπούδων μύριζε
από το πρωί Χριστούγεννα. Η κυρία Μάρω, από πολύ νωρίς, ήταν χωμένη στην
κουζίνα. Το τραπέζι γεμάτο άχνες, μπισκότα, ζάχαρες κι αλεύρι. Έτρεχε να τα προλάβει όλα ώστε να είναι έτοιμα για
το γιορτινό τραπέζι. Η μικρή της κόρη, η Μίνα η αλεπουδίτσα, στριφογυρνούσε εκεί γύρω με τις πιτζάμες της ακόμα, κρατώντας στα χέρια ένα βιβλίο. «Θέλω
να μου διαβάσεις το παραμύθι» είπε στη μαμά της και χασμουρήθηκε. «Αγάπη μου,
πρέπει να τελειώσω με τα μαγειρέματα πριν έρθουν οι καλεσμένοι. Σου υπόσχομαι
όμως να τελειώσουμε την ιστορία μας το βράδυ, όταν θα είμαστε στο κρεβάτι. «Όχι!
Τώρα θέλω! Τώρα, τώρα, τώρα…» φώναξε η Μίνα χτυπώντας το πόδι της στην καρέκλα.
Η κυρία Μάρω την κοίταξε στα μάτια και είπε: «Μήπως θέλεις να με βοηθήσεις με
το σπίτι, να τελειώσουμε πιο γρήγορα; Κι ίσως βρούμε έτσι χρόνο να τη
διαβάσουμε πριν το μεσημεριανό». «Όχι» απάντησε θυμωμένα μικρή. «Τώρα!»
Η
κυρία Μίνα έδωσε χρόνο στον εαυτό της και στην κόρη της, συνέχισε τις δουλειές
στην κουζίνα κι άφησε τη Μίνα να γκρινιάζει και να επιμένει στα δικά της. «Θα
ήθελα να μπαίνεις καμιά φορά στη θέση μου, γλυκιά μου» είπε μονάχα και συνέχισε
να ετοιμάζει το φαγητό. «Πήγαινε στο δωμάτιό σου και προσπάθησε να σκεφτείς τα
όμορφα πράγματα που μπορούμε να κάνουμε όταν δεν αφήνουμε τον θυμό μας να
γίνεται αρχηγός στην καρδιά μας».
Η αλεπουδίτσα
χώθηκε πάλι κάτω από τα σκεπάσματά της και δεν βοήθησε καθόλου τη μαμά της
μέχρι που ήρθαν οι καλεσμένοι. Μάλιστα ήταν
κατσουφιασμένη και στο τραπέζι και δεν πολυμιλούσε με κανέναν. Ο θυμός της δεν είχε ακόμα
περάσει.
Το
βράδυ, όταν πια το σπίτι είχε ησυχάσει, η κυρία Μίνα πήγε στο δωμάτιο της Μίνας κρατώντας
το βιβλίο. Ήταν σίγουρη πως θα είχε καταφέρει να ηρεμήσει μετά από τόσες ώρες. «Σου
το είχα υποσχεθεί» είπε τραβώντας την κουβερτούλα της μικρής για να τη
σκεπάσει. «Συγγνώμη, μαμά». «Είναι εντάξει, μικρή μου. Μήπως θέλεις να μου
διαβάσεις εσύ το τέλος της ιστορίας;»
Κουρέτα
Μαρία
Τα πιο μαγικά Χριστούγεννα στο δάσος
Ένα
χειμωνιάτικο πρωινό ο Τσάρλυ με τον μπαμπά του κάθονταν κάτω από το αγαπημένο
τους δέντρο και διάβαζαν ιστορίες. «Αχ, μπαμπά» είπε ο Τσάρλυ διακόπτοντάς τον.
«Δεν θέλω να μου διαβάσεις άλλα παραμύθια. Θέλω να μου πεις μια ιστορία από
παλιά, με τον παππού». «Καλά» είπε ο μπαμπάς. «Θα σου πω για τότε που ήταν ο
πιο παγωμένος χειμώνας στο δάσος. Όλα τα ζώα είχαν κρυφτεί μέσα στις φωλιές
τους κι αρνιόντουσαν να βγουν έξω για να μην παγώσουν. Πώς όμως θα γιόρταζαν
όλοι μαζί τα Χριστούγεννα; Ο καθένας μόνος του;
»Ο παππούς σου, τότε, αψήφησε το κρύο.
Ξεκίνησε να φτυαρίζει το χιόνι, να στολίζει τα δέντρα με λαμπιόνια και καρπούς,
έφτιαξε λιχουδιές για όλους και ξεκίνησε να πηγαίνει από φωλιά σε φωλιά και να
χτυπάει τις πόρτες των φίλων του. Όλοι έβγαζαν τα κεφάλια τους διστακτικά.
Μόλις όμως έβλεπαν πόσο μαγικά στολισμένο ήταν το δάσος τους έβγαιναν έξω
χοροπηδώντας και χορεύοντας.
»Εκείνη τη στιγμή, που είχαν μαζευτεί
όλα τα ζώα, ένας φωτεινός ήλιος έστειλε τη λάμψη του πάνω από το δάσος και
ζέστανε τις καρδιές όλων. Από τότε, κάθε χρόνο, τα ζώα συνηθίζουν να ακολουθούν
αυτό το έθιμο, να στολίζουν και να γιορτάζουν όλα μαζί.
»Σήμερα, Τσάρλυ, είναι αυτή η μέρα. Πάμε
να βοηθήσουμε;»
Ρομπέσκου
Μάουρα
Μπάμπα Νάμπα
«Γιαγιά,
θα έρθει και σε μας, το βράδυ των Χριστουγέννων, ο Άγιος Βασίλης;» ρώτησε ο
Μπου.
Η
γιαγιά πήρε στην αγκαλιά τον εγγονό της.
«Ο
Άγιος Βασίλης είναι για τους ανθρώπους. Εμείς οι αλεπούδες έχουμε την Μπάμπα
Νάμπα».
«Την
Μπάμπα Νάμπα; Δεν την έχω ξανακούσει. Πες μου την ιστορία».
Η
γιαγιά φόρεσε τα γυαλιά της και πήρε ένα βιβλίο.
«Πριν πολλά, πολλά χρόνια, γεννήθηκε η Μπάμπα Νάμπα. Ήταν χειμώνας βαρύς και η μικρή αλεπού πεινούσε και κρύωνε. Ίσως στο χωριό βρω κάτι να φάω, σκέφτηκε. Τότε είδε ένα αστέρι να λάμπει πιο πολύ από όλα και τρεις άντρες με καμήλες να το ακολουθούν. Πήγε κι εκείνη. Έφτασαν σε έναν στάβλο. Η Μπάμπα Νάμπα τρύπωσε μέσα και είδε τον νεογέννητο Χριστό. Τα ζώα του παχνιού ήταν μαζεμένα και τον ζέσταιναν με τα χνώτα τους. Η αλεπουδίτσα ανέβηκε και τον τύλιξε με το κορμί της. Όταν η οικογένεια έφυγε, η Μπάμπα Νάμπα πήγε μαζί τους. Έγινε σύντροφος πιστή στα παιχνίδια του μικρού Χριστού. Κι όταν γέρασε πολύ, άφησε την τελευταία της πνοή στα χέρια του αγαπημένου της φίλου. Από τότε η Μπάμπα Νάμπα φροντίζει κάθε αλεπουδάκι να έχει τα δώρα που του πρέπουν».
«Θα
φέρει και σ’ εμένα δώρο, γιαγιά;»
«Μα
φυσικά, μικρέ μου. Την ώρα που θα κοιμάσαι, θα μπει και θα το αφήσει».
«Τότε
πρέπει να πάω για ύπνο. Μην την κάνουμε να περιμένει μέσα στο κρύο».
«Καληνύχτα,
μικρέ μου» είπε η γιαγιά και τον φίλησε καθώς τον σκέπαζε με μια ζεστή
κουβέρτα.
Γράφτηκαν στα πλαίσια του εργαστηρίου «Σύντομα παραμύθια για τα Χριστούγεννα» των Εκδόσεων Αλάτι, με συντονίστρια τη Γιώτα Κοτσαύτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;