Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

Το τρελούτσικο Φεγγάρι



Σουρούπωσε. Ο Ήλιος άρχισε δειλά δειλά να δύει πίσω απ’ την ασημένια βουνοκορυφή. Του είχαν στρώσει οι κόρες του οι Ηλιαχτίδες χρυσοκέντητο πουπουλένιο πάπλωμα για να αποκοιμηθεί. Απόκαμε πια ολημερίς να λιάζει τη Γη. Έγειρε στο προσκέφαλο του δαντελωτού μαξιλαριού του κι αμέσως έπεσε γύρω του βαθύ πυκνό σκοτάδι.

«Άργησε απόψε να βγει το Φεγγάρι», είπε ένα μικρό άστρο. «Πάλι κάπου θα χαζολογάει», είπε ένα άλλο, «πάλι ξεμυαλισμένο θα ‘ναι -σίγουρα θα παίζει κρυφτό με τη νύχτα και ξέχασε πως έχει περάσει η ώρα».
 
Ο Ουρανός κοίταζε ανήσυχος το χρυσό ρολόι του κείνο που του είχε χαρίσει η αγαπημένη του γυναίκα, η πανέμορφη Αυγή. Πήγαινε κι ερχόταν στο γαλάζιο παλάτι του. Κι έπεφταν βροχές και καταιγίδες από την καταπακτή του στη μαύρη δίχως φως γη. Ο θρόνος του δεν τον χωρούσε πια, του φαινόταν άδειος, μισερός. «Χωρίς το ημίφως του γιου μου, του φεγγαριού, τίποτα δεν θα είναι το ίδιο πια. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν δίχως το χλωμό, θολό φως του. Κι οι λύκοι, οι λύκοι πού θα βρουν πανσέληνο να σεργιανίσουν; Τα καλοκαίρια πώς θα κάνουν βαρκάδα; Ποιος θα καθρεπτίζεται στη θάλασσα και θα την κάνει να μοιάζει με λιωμένο ασήμι; Και τα όνειρα ποιος θα τα ταξιδεύει στο φαράγγι των στεναγμών; Οι πυγολαμπίδες θα μαραζώσουν στο σκοτάδι, τα τζιτζίκια θα σωπάσουν, οι κουκουβάγιες θα κρυφτούν, όλα μα όλα θα αλλάξουν…».

Αυτά έλεγε και μονολογούσε στεναχωρημένος ο Ουρανός. «Πατέρα, μην του θυμώνεις», έλεγε η μικρή πούλια που ήταν πλουμιστή και στολισμένη με λογής λογής πολύχρωμα πετράδια, παρμένα από μέρη μακρινά και τα φτερά της καμωμένα από τα πιο όμορφα κι σπάνια παγόνια του Βορρά. «Κάπου θα ξεστράτισε, να, ίσως κάθισε να δει τις νεράιδες σαν πηγαίνουν στο πηγάδι της λήθης να ξεδιψάσουν. Αχ, πατέρα, λες να το κέρασαν να πιει απ’ το νερό της λησμονιάς; Αυτό το νερό όποιος το πιει ξεχνάει και μένει παντοτινά εκεί». «Κόρη μου», βρόντηξε ο Ουρανός και τα μάτια του συννέφιασαν «πρέπει να πάω να τον φέρω πίσω πριν ξημερώσει και ξυπνήσει η Αυγή…».

Δρασκέλισε γρήγορα και μπήκε στην άμαξα της Ανατολής. Έπιασε τα γκέμια απ’ τα Κόκκινα Άλογα της Φωτιάς, που τρέχουν πιο πολύ κι απ’ τον άνεμο, άνοιξαν τα πύρινα φτερά τους και τράβηξαν προς το πηγάδι της λησμονιάς. Από μακριά αστραφτερό φάνταζε το φαράγγι. Δυο πελώρια βράχια το αγκάλιαζαν δεξιά κι αριστερά κι ένα γεφύρι μισογκρεμισμένο οδηγούσε σε αυτό Τα άλογα έβγαζαν από το στόμα τους , μα ο Ουρανός δεν τα άφησε να πιούν στάλα νερό… Τα έδεσε με τις ατσάλινες αλυσίδες για να μην μπορούν να φύγουν και μοναχός του τράβηξε στο ξέφωτο. Στο δρόμο του απάντησε πολλά περίεργα, μα δεν έβγαλε λαλιά.

Περπατούσε ώρες πολλές, μα άφαντο, πουθενά το Φεγγάρι. Κι η Νύχτα άπλωνε σιγά σιγά τα δίχτυα της στη σιγαλιά. Ύφαινε τον μανδύα των αστεριών κάτω από ένα κερί που τρεμόσβηνε. Αναρωτιόταν κι εκείνη τι απέγινε απόψε το Φεγγάρι κι απλώθηκε τόση παγωνιά που κρυστάλλωσε κι έπεσε σαν άσπρη δαντέλα στη Γη.

 Και, ξαφνικά, να σου το Φεγγάρι μεθυσμένο, αλαφιασμένο να χορεύει και να τραγουδά!

Ποιος μέθυσε απόψε το Φεγγάρι και το ‘σκασε απ’ τα αμπάρια του Ουρανού; 

Έξαλλος ο Ουρανός έσυρε προς τα εκεί και θυμωμένα φώναξε τόσο δυνατά που σείστηκε το πηγάδι ολάκερο και τρόμαξαν οι καημένες νεράιδες… «Δεν φταίει εκείνο», είπαν, «διψούσε, φαινόταν εξαντλημένο απ’ τη ζέστη της ημέρας και το φιλέψαμε μια σταγόνα νερό. Μα κείνο μέθυσε και δεν έβρισκε το μονοπάτι του γυρισμού… Το στολίσαμε με πολύτιμα διαμάντια να ‘ναι όμορφο σαν θα βγει απ’ τη γωνιά του, για να το λιμπιστούν οι άνθρωποι και, μαγεμένοι, να, από εκεί χαμηλά να το θαυμάζουν. Και τα παιδιά να κρύβονται στο θολό φως του και χαρούμενα πίσω απ’ τις ξερολιθιές να στολίζουν με αστέρια τα μαλλιά τους. Μα δεν γνωρίζαμε πόσο άσχημος, ασήμαντος, σκοτεινός μοιάζει ο κόσμος δίχως το Φεγγάρι. Λάμπει σαν μαργαριτάρι στο βάθος του ουρανού. Δίνει αυτή τη γκρίζα πινελιά του στη βραδιά και τη μεταμορφώνει σε πανέμορφο μαύρο κύκνο. Χορεύει ασταμάτητα στην παγωμένη λίμνη του Χειμώνα…».
Χάραξε κι η Αυγή άνοιξε τα μάτια της κι αντίκρισε τον Ουρανό, μα της φάνηκε κάπως απόμακρος, μουντός, κάπως κουρασμένος -λες κι όλο το βράδυ δεν ξαπόστασε σταλιά. Κοίταξε γύρω της γεμάτη ανησυχία, μα ηρέμησε σαν είδε τον Ήλιο να ετοιμάζεται να ρίξει τις ζεστές αχτίδες του στη Γη. Το Φεγγάρι και την Πούλια να κοιμούνται αποκαμωμένοι στην αγκαλιά της. «Α, Φεγγάρι μου, τρελούτσικο Φεγγάρι,  πού έμπλεξες πάλι; Κι όμως, δεν μπορώ να σε μαλώσω. Σου έχω, βλέπεις, αδυναμία, είσαι τόσο χλωμό κι αδύναμο, μα συνάμα τόσο λαμπερό…», είπε η Αυγή και στράφηκε με ένα βλέμμα γεμάτο στοργή κι αγάπη στον μοναχογιό της...

ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΟΛΙΑΣΤΑΣΗ (ανέκδοτο κείμενο)

Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας παιδικών βιβλίων Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τη σημερινή εικόνα έκανε Ιωάννα Αθανασοπούλου.



Η Ιωάννα γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε κυρίως στον Αρδηττό και ‘’μετανάστευσε’’ στη Φλώρινα το 2008, απ’ όπου γύρισε 4 χειμώνες αργότερα έχοντας αποφοιτήσει από το Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας για να συνεχίσει τις σπουδές της πάνω στην παιδική ηλικία σε σχολή Βρεφονηπιοκομείας στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, από την οποία πήρε πτυχίο το 2014.

Αυτοδίδακτη, με μοναδικούς δασκάλους στο σχέδιο τα κόμικς που συλλέγει από το 1998, παλεύει μόνη της με πενάκια, γραφίδες, μολύβια και γενικά οτιδήποτε μπορεί να αφήσει αποτύπωμα σε χαρτιά και τοίχους!

Βραχυπρόθεσμο σχέδιο, η ολοκλήρωση ενός βιβλίου εκμάθησης σκακιού για μαθητές Νηπιαγωγείου. Μακροπρόθεσμος στόχος, η επαγγελματική ενασχόληση με την εικονογράφηση και τη συγγραφή παιδικών παραμυθιών.

Η παραπάνω εικόνα (όπως όλα: από τα παιδικά βιντεάκια στο youtube μέχρι το πτυχίο της Νηπιαγωγού!) είναι αφιερωμένη στη μικρή της αδερφή, Άννα-Ελισάβετ.

Στοιχεία επικοινωνίας:

Ioanna  Athanasopoulou (facebook)



Το κείμενο έγραψε η Δήμητρα Κολιαστάση.



Ημερομηνία γέννησης: 28 Μαΐου 1973.

Απόφοιτη Γενικού Λυκείου Μίκης Θεοδωράκης-Ωρωπός Αττικής.

Σπούδασα στο Executive Secretary Γραμματέας (απόφοιτη της σχολής Didacta) και στη σχολή PAN-SIC Stylistas.

Τόπος διαμονής: Oρωπός Αττικής.

Τόπος καταγωγής: Κάλαμος Aττικής
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.


Η σελίδα «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:











Δευτέρα 24 Αυγούστου 2015

Ένας ερωδιός στο στόμα του δάσκαλου



Μια φορά κι έναν καιρό ένας δάσκαλος σοφός πήρε το δρόμο και περπατούσε και πήγαινε κατά το σπίτι του. Λένε πως ένας βήχας τον έπνιγε εδώ και ώρα πολλή σ’ όλο το γυρισμό και σε μια στιγμή κάνει «φφφτ!» και φτύνει στο χώμα. Παραξενεύτηκε όμως σαν είδε ανάμεσα στα φλέγματα ένα μικρό άσπρο πούπουλο. Το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κει, δεν μπορούσε να δώσει καμιά εξήγηση. Άρχισε τότε να έχει έγνοια και να στεναχωριέται. Δεν το χωρούσε το μυαλό του αυτό που έγινε, μέχρι που δεν άντεξε άλλο. Τράβηξε γρήγορα για το σπίτι του και, μόλις έφτασε, φώναξε τη γυναίκα του και της είπε: «Γυναίκα, κάτι με βασανίζει και πρέπει σε κάποιον να μιλήσω. Αν στο πω, μου δίνεις υπόσχεση πως δε θα μιλήσεις σε κανέναν;» «Μα και βέβαια, δε θα πω κουβέντα, στο υπόσχομαι!» αποκρίθηκε η γυναίκα του σοφού δασκάλου. Της είπε τότε για το μικρό άσπρο πούπουλο που είχε δει ανάμεσα στα φλέγματά του όταν έφτυσε. Εκείνη πάλι σαν άκουσε τι είχε γίνει, δεν μπόρεσε να το κρατήσει μέσα της. Κι όλο το σκεφτόταν κι όλο το σκεφτόταν χωρίς σταματημό, μέχρι που πήγε να σπάσει το κεφάλι της.

Έτσι, που λέτε, την άλλη μέρα σαν είδε μια γειτόνισσα, της λέει: «Έχω μεγάλη στεναχώρια. Μου ορκίζεσαι να μη μιλήσεις σε κανέναν γι’ αυτό που θα σου πω; Έδωσα υπόσχεση στον άντρα μου πως δε θα το πω πουθενά!» Η γειτόνισσα της είπε: «Μα τι λες τώρα! Αφού ξέρεις πως εγώ κρατάω τα μυστικά! Έλα λοιπόν, μίλα μου, τι έγινε;» «Σίγουρο δε θα μιλήσεις σε κανέναν;» συνέχισε η γυναίκα του δασκάλου. Η γειτόνισσα αποκρίθηκε: «Αν λοιπόν δε με πιστεύεις, κράτα το μυστικό για σένα. Πότε πρόδωσα εγώ δικό σου μυστικό, εεε;» «Εντάξει, φιλενάδα! Θα σου μιλήσω, γιατί ξέρω τι άνθρωπος είσαι! Την ώρα που ο άντρας μου γύριζε από το σπίτι, ξέρεις τι έφτυσε απ’ το στόμα του; Έφτυσε πούπουλα άσπρα από ερωδιό! Κι όχι ένα, αλλά πολλά! Δεν ξέρω τι έπαθε, αλλά είμαι σε αναμμένα κάρβουνα!» είπε η γυναίκα ξανά. «Μη μου στεναχωριέσαι, δεν είναι τίποτα, θα περάσει. Συμβαίνουν αυτά. Αλλά καλά λες να μη μαθευτεί πουθενά, γιατί θα απλωθούν φήμες παντού!» απάντησε  η γειτόνισσα. Έτσι της είπε και γύρισε στο δικό της σπίτι. όμως η γειτόνισσα δεν κρατιόταν με τίποτα!

Μόλις πήγε στο σπίτι της, κοίταξε τριγύρω να δει μήπως βρει κανέναν να του πει το μυστικό που ξεχείλιζε από μέσα της. Όταν λοιπόν αντίκρισε έναν γνωστό της, του τα είπε όλα! «Ορκίσου μου πως δε θα πεις τίποτα σε κανέναν! Έδωσα την υπόσχεση μου στη γυναίκα του σοφού δασκάλου πως δε θα μιλήσω πουθενά! Ξέρεις τι έγινε σήμερα; Ο σοφός δάσκαλος έβηξε κι έβγαλε από το στόμα του έναν ολάκερο ερωδιό! Κι εγώ που νόμιζα ότι οι δάσκαλοι δεν έτρωγαν κρέας! Ποτέ όμως δεν ξέρεις….» Μόλις άκουσε ο γνωστός της αυτά τα λόγια, είπε: «Μωρέ τι λες; Ολάκερος ερωδιός από το στόμα; Μα ο ερωδιός είναι μεγάλο πουλί, πως χώρεσε εκεί μέσα; Παράξενος άνθρωπος αυτός ο σοφός ε; Αλλά μη σε νοιάζει, δε θα το πω πουθενά, βασίσου πάνω μου!»

 Λίγο αργότερα, ένας άλλος γείτονας άκουγε τώρα το μυστικό, πως από το στόμα του σοφού δασκάλου είχαν βγει πετώντας τρομαγμένοι κάμποσοι ερωδιοί. Μέχρι να βραδιάσει, τα νέα είχαν απλωθεί σ΄ όλο το χωριό, κοπάδια από ερωδιούς και πελαργούς αλλά και γερανούς κι όλων των ειδών τα μεγάλα πουλιά είχαν πετάξει μέσα απ’ το στόμα του σοφού δασκάλου.

Το νέο έφτασε, λένε, στα διπλανά χωριά, κι οι χωρικοί έζεψαν τα βόδια τους στα κάρα και κίνησαν να πάνε κατά το χωριό του σοφού δασκάλου, να δούνε του κόσμου τα παράξενα, που μπορεί να ήτανε και θαύμα. Τώρα πια η φήμη έλεγε για πουλιά απ’ όλες τις ράτσες, μικρά και μεγάλα, με όλων των λογιών τα χρώματα, ακόμα κι από άλλα μέρη μακρινά, που έβγαιναν από το στόμα του σοφού δασκάλου. Ο κακόμοιρος ο άνθρωπος κόντεψε να χάσει τα λογικά του. Έφυγε μακριά τρέχοντας και πήγε και κρύφτηκε για κάμποσες μέρες σε ένα δάσος, ώσπου οι φήμες σταμάτησαν για τα καλά, η ιστορία ξεθώριασε κι άρχισαν να γεννιούνται καινούριες φήμες για κάτι άλλο στο χωριό…

(Παραμύθι από την Ινδία)

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Β.ΠΡΟΥΣΑΛΗΣ, Παραμύθια των παραμυθάδων, εκδόσεις Απόπειρα.


Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τη σημερινή εικόνα έκανε η Αθηνά-Μαρία Μιχοπούλου.




Γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου 1971 στο Βόλο, όπου και κατοικεί με τον σύζυγο και τα δύο τους παιδιά, τη Φωτεινή και τον Φίλιππο.

Το 1992 πήρε το πτυχίο της νηπιαγωγού από την ιδιωτική σχολή Granits στην Αθήνα. Εργάστηκε στον Βρεφονηπιακό Σταθμό Βόλου για 4 χρόνια και, παράλληλα, φοίτησε στο δημόσιο Ι.Ε.Κ. Βόλου (τμήμα προσχολικής αγωγής).

Παρακολούθησε για έναν χρόνο μαθήματα στο τμήμα καλών τεχνών του Καλλιτεχνικού Οργανισμού του Δήμου Βόλου.

Ζωγραφίζει από τότε που θυμάται τον εαυτό της και σχεδόν πάντα σε ερασιτεχνικό επίπεδο.

Οι μεγάλες της αγάπες είναι τα παιδιά, τα  βιβλία, η μουσική, η θάλασσα, τα ζώα, οι ζεστές αγκαλιές, το φεγγάρι και ο Βόλος.

Πιστεύει πως η τέχνη, όταν προσεγγίζεται βιωματικά, αποκαλύπτει αλήθεια και μπορεί μ’ ένα μαγικό τρόπο να λυτρώνει και να αγγίζει.
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.
Η σελίδα της στήλης «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:




Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

Η μάνα των παραμυθιών



Μια φορά κι έναν καιρό λένε πως ζούσε σ’ έναν τόπο ένα ζευγάρι που δεν ήταν σαν τα άλλα. Ζούσαν αυτοί μονάχοι μέσα στο ξέφωτο ενός δάσους μακριά από τους ανθρώπους κι είχανε παρέα για γειτόνους τους τ’ αγρίμια. Έβλεπαν από το παραθύρι της καλύβας τους να περνάνε οι μέρες, οι βδομάδες και οι μήνες. Την άνοιξη έρχονταν τα πουλιά κι έφτιαχναν τις φωλιές τους. Το δάσος γινόταν καταπράσινο και παντού τριγύρω αντίκριζες λουλούδια μ’ όλων των λογιών τα χρώματα και αγριοβότανα που σκορπούσαν αυτά όλων των λογιών τις μυρωδιές.  Τα ζώα άρχιζαν να βγαίνουν από τις φωλιές τους κι η πλάση ξυπνούσε από τον ύπνο του χειμώνα. Κι ύστερα, νά σου το καλοκαίρι. Τα δέντρα έβγαζαν καρπούς και τα χορτάρια έπαιρναν να χρυσίζουν στο φως του ήλιου. Και μετά ερχόταν το φθινόπωρο. Τα πουλιά ετοιμάζονταν να πετάξουν σε τόπους πιο ζεστούς, τα δέντρα έριχναν τα φύλλα τους κόκκινα και πορτοκαλιά, κι όλο το δάσος στρωνόταν μ’ ένα κίτρινο χαλί. Μετά ήταν η σειρά του χειμώνα. Έφερνε τις βροχές και τα κρύα και το χώμα σκεπαζόταν από τα χιόνια. Μονάχα τα χνάρια από καμιά αλεπού φαίνονταν δω και κει ανάμεσα στα δέντρα.

Η γυναίκα, λένε, είχε μια μεγάλη στεναχώρια. Απόμενε μονάχη κάθε μέρα, γιατί  ο άντρας της έφευγε νωρίς νωρίς για τη δουλειά του. Μα δεν ήταν ούτε η μοναξιά ούτε πως κάθε μέρα που περνούσε  έκανε τα ίδια και τα ίδια. Ο άντρας της κάθε απόγευμα που γύρναγε από το δάσος –κι ήτανε ξυλοκόπος η δουλειά του- είχε την κακιά συνήθεια να τη χτυπάει με μια μαγκούρα. Καθόταν αυτή να τον παραφυλάει από το παράθυρο να φανεί να έρχεται μέσα από το μονοπάτι. «Νταπ-ντουπ, νταπ-ντουπ» ακουγόταν η πατημασιά του στο χώμα. Έφτανε αυτός, χειρότερος από τα αγρίμια, με την καρδιά του πιο σκληρή κι από τα γένια του, με τα γένια του πιο σκληρά από την καρδιά του, έξω από την πόρτα της καλύβας του, έριχνε μια κλωτσιά «γκαπ», άνοιγε την πόρτα, άφηνε το τσεκούρι του πίσω από αυτήν, κρεμούσε το πανωφόρι του στο καρφί, κι ύστερα…. Κι ύστερα έπαιρνε μια μαγκούρα κι άρχιζε να χτυπάει τη γυναίκα του, να τη χτυπάει, να τη χτυπάει. Μέχρι που χόρταινε και της φώναζε: «Βάλε μου τώρα να φάω, γυναίκα!». Λένε πως ίσως να ήταν ο μόνος τρόπος που ήξερε να λέει «σ΄ αγαπώ». Κι αυτή δεν μιλούσε παρά μονάχα απόμενε να κάνει κουράγιο.

Και σαν ερχόταν το άλλο πρωί, αυτός κινούσε να πάει ξανά στο δάσος να κόψει ξύλα, γιατί ήταν ξυλοκόπος η δουλειά του, κι η γυναίκα τον έβλεπε από το παράθυρο να ξεμακραίνει. Πέρναγαν οι ώρες, κι ερχόταν το απόγευμα, κι η γυναίκα ξανά καθόταν και τον περίμενε στο παράθυρο να φανεί στο μονοπάτι. Τον έβλεπε με το τσεκούρι του στον ώμο και «Νταπ-ντουπ, νταπ-ντουπ» ακουγόταν η πατημασιά του στο χώμα. Έφτανε να, αυτός πάλι, με την καρδιά του πιο σκληρή από τα γένια του, με τα γένια του πιο σκληρά από την καρδιά του, έξω από την πόρτα της καλύβας του. Έριχνε μια κλωτσιά «γκαπ», άνοιγε την πόρτα, άφηνε το τσεκούρι του πίσω από αυτήν, έβγαζε το πανωφόρι του και το κρεμούσε στο καρφί, κι ύστερα όπως το χε κακό συνήθειο, έπαιρνε μια μαγκούρα κι άρχιζε να χτυπάει τη γυναίκα του, να τη χτυπάει, να τη χτυπάει. Και σαν χόρταινε, της φώναζε: «Βάλε μου τώρα φαί, γυναίκα, και γρήγορα!».

Κανένας δεν ξέρει πόσος καιρός πέρασε, γιατί είναι παραμύθι, μα ήρθε, λένε, ένα πρωί κι ήταν καλοκαίρι. Η γυναίκα είδε εκείνο το θεριό τον άντρα της τον ξυλοκόπο να ξεμακραίνει στο μονοπάτι και να χάνεται ανάμεσα στα δέντρα του ξέφωτου με το τσεκούρι του ριγμένο στον ώμο. Την ώρα που τον κοίταζε λένε πως ένιωσε κάτι να κουνιέται μέσα της. Ακούμπησε τα χέρια της πάνω στην κοιλιά της. Κατάλαβε πως ήταν ένα παιδί που σάλευε μέσα στα σπλάχνα της.  Ήταν η πρώτη φορά που η γυναίκα χαμογέλασε. Κι είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που χαμογέλασε για τελευταία φορά. Κι άρχισε να τραγουδάει και να χορεύει γύρω από το τραπέζι, κι άρχισε να ονειρεύεται. Μα ξαφνικά το χαμόγελό της πάγωσε στα χείλη της, η καρδιά της σφίχτηκε και η χαρά χάθηκε. Γιατί στο νου της ήρθε εκείνο το θεριό, ο άντρας της, ο ξυλοκόπος, που θα φαινόταν το απόγευμα, όπως κάθε φορά με το τσεκούρι στον ώμο του, που θα έδινε μια στην πόρτα, θα κρέμαγε το πανωφόρι του στο καρφί, θα άρπαζε τη μαγκούρα και  θα την έδερνε μέχρι να χορτάσει. Και το παιδί της; Θα έκανε κακό στο παιδί, στο δικό της παιδί, αυτό που της έφερε τη χαρά! Και βάλθηκε τώρα αυτή να σκαρφίζεται τρόπους να γλιτώσει το παιδί της από το θεριό, που δεν θα αργούσε να ακουστούν οι πατημασιές τους στο μονοπάτι «Νταπ-ντουπ, νταπ-ντουπ, νταπ-ντουπ».

Στάθηκε και παραφύλαξε δίπλα στο παράθυρό της κι η ώρα πέρασε, το απόγευμα έφτασε κι οι πατημασιές ακούστηκαν ξανά στο μονοπάτι. Τον είδε να έρχεται με τα μούτρα του σκοτεινιασμένα, τα γένια του πιο σκληρά από την καρδιά του, την καρδιά του πιο σκληρή από τα γένια του, το τσεκούρι του στον ώμο. Σίμωσε αυτός στην πόρτα, έδωσε μια κλωτσιά «γκαπ», μπήκε μέσα, έβγαλε το πανωφόρι του, το κρέμασε στο καρφί, άρπαξε τη μαγκούρα και  τη σήκωσε να χτυπήσει τη γυναίκα του, κι εκείνη, την ώρα που είδε τη μαγκούρα να τρέμει πάνω από το κεφάλι της, φώναξε: «Μη! Μη με χτυπάς, άντρα μου! Άκου μια ιστορία που έφτιαξα σήμερα για σένα!». Και ξεκίνησε να του λέει μια ιστορία. Κι άνοιξε το στόμα της και κύλησαν οι λέξεις σαν νερό, κι οι λέξεις έγιναν εικόνες κι οι εικόνες μάγεψαν το μυαλό κείνου του θεριού. Κι έλεγε κι έλεγε κι έλεγε η γυναίκα ιστορίες χωρίς σταματημό και το θεριό γούρλωνε τα μάτια κι άφηνε το στόμα του ανοιχτό να χάσκει κι απόμενε με τη μαγκούρα σηκωμένη ψηλά, ασάλευτη πάνω από το κεφάλι της γυναίκας. Κι η γυναίκα έλεγε όλη τη νύχτα ιστορίες και σαν έφεγγε το πρώτο φως της νέας μέρας έπεφτε σε σιωπή. Το θεριό, ο ξυλοκόπος κατέβαζε τότε τη μαγκούρα του, πήγαινε στο καρφί, έπαιρνε το πανωφόρι του, το φορούσε, έβαζε το τσεκούρι του στον ώμο, έκλεινε την πόρτα με δύναμη πίσω του κι έβγαινε στο μονοπάτι να πάει να κόψει ξύλα μέσα στο δάσος.

Και την άλλη μέρα το απόγευμα ξανά τα ίδια. Στεκόταν μπροστά στη γυναίκα του με τη μαγκούρα σηκωμένη έτοιμος να τη χτυπήσει, κι εκείνη φώναξε ξανά: «Στάσου, άντρα μου,  ν’ ακούσεις, γιατί σήμερα με χτυπάς!». Κι άρχιζε ξανά μια καινούρια ιστορία, και το θεριό απόμενε με το μυαλό του μαγεμένο, τα μάτια ορθάνοιχτα, το στόμα να χάσκει, και πάλι αυτός να κρέμεται από το στόμα της γυναίκας και να ονειρεύεται τις ιστορίες που άκουγε, και η μαγκούρα έμενε ακίνητη στον αέρα μες στο τρεμάμενο χέρι του. Κι η γυναίκα έλεγε κι έλεγε όλη τη νύχτα χωρίς σταματημό, μέχρι που φάνηκε το πρώτο φως της καινούριας αυγής. Τότε έπεφτε στη σιωπή. Κι αυτό συνεχίστηκε για εννιά ολάκερους μήνες.

Ύστερα από εννιά μήνες γεννήθηκε ένα μωρό, που έφερε την αγάπη σε κείνο το ζευγάρι, και οι ιστορίες που έλεγε η γυναίκα που το κουβαλούσε σκορπίστηκαν σε ανατολή και  δύση, σε βορρά και νότο κι απλώθηκαν παντού.

Ευλογημένη να είσαι, μάνα των παραμυθιών, γιατί αν δεν ήσουν εσύ κι οι ιστορίες σου, μπορεί σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, το λόγο να είχαν μονάχα οι μαγκούρες…

(Παραμύθι από τη Γαλλία)

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Β. ΠΡΟΥΣΑΛΗΣ, Παραμύθια των παραμυθάδων, Εκδόσεις Απόπειρα.

Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας παιδικών βιβλίων Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τη σημερινή εικόνα έκανε η Μαρία Αρχιμανδρίτη.



Η Μαρία γεννήθηκε στα Ιωάννινα το 1977. Σπούδασε μουσική και δημοσιογραφία και το διάστημα 2002-2007 φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με καθηγητές τους Μ. Θεοφυλακτόπουλο και Κ. Κατζουράκη. Ζει και εργάζεται στο Ηράκλειο Κρήτης.

Ομαδικές Εκθέσεις 
Θεσσαλονίκη Μάιος 2005: Στα πλαίσια της φοιτητικής εβδομάδας, στο εκθεσιακό χώρο του τμήματος Αρχιτεκτονικής Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ.
Ιούνιος 2005: Έκθεση νέων καλλιτεχνών με αφορμή τα 20 χρόνια της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ. στο κτίριο της Πρυτανείας.
Μάιος 2006: Στα πλαίσια του φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στην αίθουσα Παύλος Ζάννας του Ολύμπιον, με αφορμή το αφιέρωμα <<Σεξ, προβλήματα και σινεμά VI>>.
Μάιος 2006: Ομαδική έκθεση νέων καλλιτεχνών στο βιβλιοπωλείο-πολυχώρος Μαλλιάρης Παιδεία. Ιούνιος 2007: Πεδίο Δράσης Κόδρα. Θάσος           
Ιούλιος 2007: Στις αποθήκες Μεταλλείων στα Λιμενάρια της Θάσου.
Ναύπλιο Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2007: Στην δημοτική πινακοθήκη (πρώτη Βουλή των Ελλήνων), στην Αίθουσα Τέχνης Μαρία Γκούμα και στο Ναύδετο.
Λαμία Belle Arte Lamia 2006: Στην καλλιτεχνικά συνάντηση μοντέρνας Τέχνης.
Κρήτη
Βασιλική του Αγίου Μάρκου Απρίλιος 2009
Αθήνα 2010: Αφιέρωμα στον κινηματογράφο (Γκαλερί Athens Art Space Mary Alexiou) Ατομικές Εκθέσεις Αθήνα Δεκέμβριος 2008:Αίθουσα Τέχνης ΑΕΝΑΟΝ. Αθήνα
Φεβρουάριος 2011: Εκκωφαντικά Σιωπηλοί! (Γκαλερί Athens Art Space Mary Alexiou) Αύγουστος 2011:Γυναίκα (Αίθουσα δημοτικού συμβουλίου Παξών)
Παξοί Αθήνα Δεκέμβριος 2013:Στούντιο''Μουσική και Μουσικοί''. 

Εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. 

Τηλ:6985591196 


Η σελίδα της Μαρίας στο facebook:

Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook: