Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2023

Ένα ποντίκι που αγαπούσε το φθινόπωρο

 


Ανδρέου Αλεξάνδρα

Μια φθινοπωρινή βόλτα

 

Φθινόπωρο, η εποχή των πορτοκαλί αποχρώσεων και των απαλών βροχών. Οι πρωινές δροσοσταλίδες κύλισαν μέσα στη φωλιά του Μίκυ και χάιδεψαν απαλά το πρόσωπό του. Ο Μίκυ ήταν ένα πολύ έξυπνο και ζωηρό γκρίζο ποντικάκι. Οι γονείς του λένε ότι θα γίνει σπουδαίος επιστήμονας. Όμως εκείνον δεν τον απασχολεί καθόλου αυτό. Το φθινόπωρο είναι η αγαπημένη του εποχή. Θέλει να τρέχει στα λιβάδια και να τρώει μήλα και σταφύλια με τους φίλους του. Σήμερα είναι μια καλή μέρα για βόλτα. Βέβαια θα πρέπει να προσέχει και την Πάφη, μια γκρίζα Μέιν Κουν γάτα που είναι τετραπέρατη. Όμως τα σταφύλια του διπλανού χωραφιού με τα χρυσαφένια και μοβ χρώματα φαίνονται πολύ νόστιμα και ζουμερά. Έτσι, μαζί με την φίλη του, τη Λίλη, αφού πέρασαν την ξύλινη πόρτα βρέθηκαν στον ... παράδεισο! Αφού έφαγαν πολλά σταφύλια και καθώς ο ήλιος έγινε πιο δυνατός, ξεκίνησαν να πάνε και πιο μακριά, σε έναν λόφο με μηλιές. Και τα μήλα, φυσικά, είναι υπέροχα. Ειδικά όταν τα φτιάχνει η μαμά του μηλόπιτες. Ο χρόνος κυλούσε κι έπρεπε να φύγουν. Καθώς περνούσαν τον τοίχο της κυρίας Μαίρης, τους είδε η Πάφη κι άρχισε να τους κυνηγά. Κι από πού δεν πέρασαν για να γλιτώσουν. Ανέβηκαν επάνω σε ένα δέντρο και πιάστηκαν από ένα κλαδί. Πήδηξαν στο παράθυρο της κυρίας Μαίρης, την τρόμαξαν κι έσπασε όλα τα πιάτα. Μετά έτρεξαν προς την εξώπορτα. Αφού φτάσανε σε ένα ρυάκι, κολύμπησαν και πέρασαν στην απέναντι πλευρά. Η μοναδική ελπίδα ήταν να φτάσουν στα κεραμίδια και να τρυπώσουν στον νεροσωλήνα. Τελικά τα κατάφεραν. Έπειτα έκοψαν δρόμο και μετά από λίγο έφτασαν στη φωλιά. Εκεί η μητέρα του ησύχασε που τους είδε και ετοίμασε μια λαχταριστή μηλόπιτα. Πέφτοντας για ύπνο το βράδυ, κουρασμένος, κατάλαβε ότι οι φθινοπωρινές βόλτες θέλουν προσοχή.

 

Γιανναδάκη Μαρία

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μικρή πόλη κοντά στο Βανκούβερ, ζούσε ο Ρενέ. Ο Ρενέ ήταν ποντικός κι έμενε σε μια μεγάλη εξοχική κατοικία μαζί με την οικογένειά του. Το σπίτι ήταν κρυμμένο μες στις φυλλωσιές των σφενδάμων ενώ, στην ανατολική πλευρά, είχε ένα ξέφωτο με μία λίμνη.

Ο Ρενέ λάτρευε το φθινόπωρο. Το ξεχώριζε γιατί τότε τα φυλλοβόλα δέντρα παίρνουν ένα μοναδικό βαθύ κόκκινο χρώμα και η φύση ντύνεται σε ζεστές πορτοκαλί αποχρώσεις.

Κάθε τόσο ξέφευγε από τις δουλειές του σπιτιού κι έτρεχε στην όχθη της κοντινής λίμνης, να κάνει ποδήλατο και να παίξει ποδόσφαιρο με τα πεσμένα βελανιδιά.

Μια βροχερή φθινοπωρινή μέρα είχε κλειστεί στο κελάρι και τακτοποιούσε τα τυριά. Όταν η βροχή σταμάτησε, άρπαξε το αδιάβροχο και τις γαλότσες του και όρμησε στον κήπο. Δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή του μιας και ο ήλιος θα έδυε σύντομα. Είχε αποφασίσει να πάει στη λίμνη, να δει τους φίλους του τους κύκνους. Δεν θα πήγαινε από το συνηθισμένο μονοπάτι. Διάλεξε την άλλη πλευρά. Εκεί το δάσος γινόταν πιο πυκνό.

Ο μικρός ποντικός παραμέριζε τα κλαδιά με τα κίτρινα φύλλα όταν ξαφνικά αντίκρισε ένα μεγάλο τοτέμ. Στην κορυφή του υπήρχε σκαλισμένος ένας αετός και τα χρώματά του είχαν ξεθωριάσει. Βλέποντας το ψηλό γλυπτό αρχικά τρόμαξε. Μετά όμως κατακλύστηκε από περιέργεια. Ήθελε να μάθει την ιστορία του. Ποιος να το είχε τοποθετήσει εκεί; Πόσον καιρό στέκεται σ’ αυτό το σημείο; Ήξερε από τον παππού του ότι, πολλά χρόνια πριν, φυλές Ινδιάνων κατασκεύαζαν αυτά τα γλυπτά για να εξιστορήσουν τα γεγονότα της φυλής τους.

Η ώρα πέρασε γρήγορα. Οι ήχοι του δάσους έβγαλαν τον Ρενέ από τον κόσμο της φαντασίας κι άρχισε να τρέχει προς το σπίτι. Τα κιτρινισμένα φύλλα που είχαν πέσει στο μονοπάτι πετάγονταν δεξιά και αριστερά. Η μαμά θα είχε ανησυχήσει.

Καθώς περνούσε το κατώφλι του σπιτιού του, αποφάσισε να μιλήσει για την ανακάλυψή του στην υπόλοιπη οικογένεια. Ίσως μαζί να ξαναζωγράφιζαν το τοτέμ και να έβαζαν τη δική τους πινελιά στο αρχαίο γλυπτό, αναδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό το πανέμορφο φθινοπωρινό τοπίο που απλώνονταν τριγύρω.

 

Λεοκάτα Μελίνα

Φθινοπωρινή γιορτή

 

Ο Βίκτωρας ο ποντικούλης βγήκε εκείνο το πρωινό γεμάτος χαρά από τη φωλιά του κι άρχισε να χορεύει στη βροχή. «Επιτέλους! Ο καιρός άλλαξε και τα πρωτοβρόχια άρχισαν» μονολόγησε. Λάτρευε το φθινόπωρο. Ήταν η αγαπημένη του εποχή. Οι ζέστες υποχωρούσαν, τα φύλλα άλλαζαν χρώμα και ξεκινούσαν σιγά σιγά να πέφτουν κάνοντας φιγούρες καθώς τα φυσούσε ο άνεμος. Τα χάζευε ώρες ολόκληρες.

Όπως ήταν ψιλοβρεγμένος έτρεξε στη φωλιά του καλύτερού του φίλου, να του πει τι σκέφτηκε. Την ώρα που έφτασε είδε να βγαίνει από εκεί η δασκάλα τους. Είχε πάει για να μαζέψει όλα τα ποντικάκια της περιοχής, ώστε να αρχίσουν τα πρώτα μαθήματα. Δεν άφησε την ευκαιρία να χαθεί. Τους είπε τη σκέψη του. Ήθελε φέτος η πρώτη μέρα του σχολείου να είναι αφιερωμένη στο φθινόπωρο και να έκαναν γι’ αυτό μια μεγάλη γιορτή. Η κυρία Φρόσω ενθουσιάστηκε κι έδωσαν ραντεβού το απόγευμα στο σχολείο, ώστε να μπορέσουν να οργανωθούν.

Ήταν η ομορφότερη μέρα της ζωής του. Όλοι, μικροί μεγάλοι, ήρθαν φορώντας τα αδιάβροχά τους και τις πλαστικές τους μπότες. Όλα τα φαγητά και γλυκά που έφτιαξαν και πρόσφεραν είχαν ως κύριο συστατικό τους τα σταφύλια. Κάθε τάξη έκανε ένα κολάζ με εικόνες της εποχής, αλλά αυτό που ξεχώρισε ήταν το κολλάζ με τα γράμματα. Με ξερά φύλλα διαφόρων χρωμάτων σχημάτισαν το όνομα της εποχής. Μετά διαβάστηκαν, από τα μεγαλύτερα ποντικάκια, οι σκέψεις και τα συναισθήματά τους για το φθινόπωρο και, τέλος, έγινε ένας διαγωνισμός πρωτότυπης ομπρέλας με έπαθλο ένα ολόκληρο τσαμπί σταφύλια.

Το βράδυ ο Βίκτωρας έφερνε στο μυαλό του τις εικόνες της ημέρας αυτής κι ένιωσε απίστευτα ευτυχισμένος. Χάρηκε πολύ που η σκέψη του έγινε πράξη και θα επαναλαμβάνονταν κάθε χρόνο, την πρώτη μέρα του σχολείου. Κοιμήθηκε μ’ ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο μικρό προσωπάκι του.

 

Μακαριάν Μαριάννα

Ο παραμυθούλης


«Επιτέλους! Ήρθε το φθινόπωρο, γύρισε ο Λιλά!» φώναζαν τα ζώα του δάσους.

Ο Λιλά ήταν ένα μικρό, λευκό ποντικάκι με λιλά μουστάκια, που ζούσε στον τέταρτο κορμό από τα αριστερά, εφτά θάμνους μετά το ποτάμι. Όλα τα ζώα τον ήξεραν, έλεγε τις πιο υπέροχες ιστορίες. Όπως εκείνη με τη γάτα που έτρωγε καρπούζι και ήξερε να γαβγίζει ή με τον ιπτάμενο κόκορα που τον πήγε στην Ιαπωνία. Κάθε Σεπτέμβρη δημιουργούσε, τραγουδούσε και ταξίδευε με τα παραμύθια του μικρούς και μεγάλους. Οι διηγήσεις του συνοδεύονταν από τη βροχή και τους κεραυνούς. Στις πρώτες ψιχάλες τους φθινοπώρου έλεγε τη νέα του ιστορία.

Ο Λιλά αγαπούσε πολύ το φθινόπωρο γιατί είχε ανακαλύψει πως κάθε σταγόνα που χτύπαγε στα φύλλα ή στο ποτάμι, μαζί με τη φωνή του, βοηθούσε να χαλαρώσει όλα εκείνα τα ζώα και να πάρουν δύναμη ώστε να σκεφτούν έξυπνες κρυψώνες από τους κυνηγούς. Κάθε χρόνο ανυπομονούσαν όλοι να επιστρέψει κι εκείνος δεν τους χαλούσε ποτέ το χατίρι.

«Έτσι ο γίγαντας γκουρού με το παράξενο γιλέκο με κοίταξε και...» συνέχισε να λέει, ενώ ένας κεραυνός έπεσε κάπου μακριά. Ποσό λάτρευε να τον βοήθα η φύση. «Αυτή είναι η αποστολή σου στη ζωή, Λιλά, να λες ιστορίες για να βοηθάς. Κάποτε ήσουν μια μέλισσα και βοηθούσες τη φύση, τώρα είσαι ένας μυθικός παραμυθούλης, ένα πλάσμα που δημιουργεί με τη μιλιά του, γεμίζοντας έμπνευση κάθε ον που τον ακούει!»

Στο πάρτι όλοι συζητούσαν για όσα άκουσαν, όπως κάθε χρόνο. Δεχόταν ευχές και ευγνωμοσύνη και ένιωθε την καρδούλα του να γεμίζει φως με όσα έβλεπε πως κατάφερνε με τις λέξεις του.

«Αχ Λιλά, από μικρός σκεφτόσουν τις πιο περίεργες ιστορίες μα τούτη εδώ ξεπέρασε κάθε φαντασία». Ο αγαπημένος του δάσκαλος τον ευχαρίστησε εγκάρδια κι ο Λιλά κούνησε τα μουστάκια του.

«Ποιος είπε πως ήταν απλώς μια ιστορία;» σκέφτηκε. Αλλά αυτό το κράτησε για τον εαυτό του. Άλλωστε ήταν ένας μικρός παραμυθούλης, ένα πλάσμα που κανείς δεν ήξερε πως υπάρχει εκτός από εκείνον τον γκουρού που συνάντησε στις καλοκαιρινές του διακοπές.

 

Μπαλάσκα Σοφία

Ο Μαξ το ποντίκι αγαπούσε πολύ το φθινόπωρο. Ήταν η αγαπημένη του εποχή γιατί ξεκινούσαν οι βροχές. Και του άρεσε να παίζει με τη βροχή τόσο πολύ!

Ένα πρωί που έβρεχε, ο Μαξ βγήκε από τη φωλίτσα του, για να παίξει. Μπροστά του υπήρχε ένα τεράστιο δέντρο. «Θα σκαρφαλώσω και θ’ ανέβω όσο πιο ψηλά μπορώ» σκέφτηκε και πλησίασε.

Σκαρφάλωνε γρήγορα ο Μαξ, το δέντρο όμως του φαινόταν τόσο μεγάλο! Η βροχή δυνάμωσε κι ένας δυνατός αέρας άρχισε να φυσάει. Ο Μαξ φοβήθηκε για λίγο μα δεν σταμάτησε λεπτό.

Ένας κεραυνός έπεσε πάνω στο δέντρο και το μικρό ποντίκι προσπάθησε να κατέβει γρήγορα. Έτρεχε, έτρεχε αλλά τα ποδαράκια του γλιστρούσαν.

Ένας δεύτερος κεραυνός κατάφερε κι έριξε το δέντρο κάτω. Ο Μαξ, ζαλισμένος, προσπαθούσε να καταλάβει πού βρισκόταν.

«Μαξ μου, πού είσαι;» άκουσε μια φωνή. Κατάλαβε ότι ήταν η μαμά του.

«Εδώ είμαι μαμά!» απάντησε ενώ προσπαθούσε να καθαρίσει τα φύλλα του δέντρου από πάνω του.

«Ώρα για την επόμενη περιπέτεια!» σκέφτηκε κι έτρεξε ξανά στη βροχή.

 

Συγγούνα Ρούλα

Η πρώτη ευχή του φθινοπώρου

 

Ο καιρός είχε δροσίσει. Ολόκληρη η φύση είχε φορέσει τα φθινοπωρινά της ρούχα. Γκρίζα σύννεφα είχαν κρύψει το γαλάζιο χρώμα τ’ ουρανού. Σκόρπιες κόκκινες, καφέ και κίτρινες αποχρώσεις στόλιζαν το τοπίο. Ήταν η πιο όμορφη εποχή του χρόνου. Δεν είχε ούτε τη ζέστη του καλοκαιριού, που σκάει ο τζίτζικας ούτε την παγωνιά του χειμώνα, που τους καθίζει όλους δίπλα στο τζάκι.

Ο Μους ο ποντικούλης κοιτούσε ανυπόμονα απ’ το παράθυρό του. Το φθινόπωρο είχε φτάσει επίσημα και περίμενε με αγωνία πότε θα πέσει το πρώτο φύλλο από τα δέντρα. Ήταν πολύ σημαντικό για εκείνον να βρει το πρώτο φύλλο του φθινοπώρου.

Κοιτούσε… ξανακοιτούσε… Το αεράκι κουνούσε τα φύλλα των δέντρων όμως κανένα δεν άφηνε το κλαδί του. «Πφφφ! Μάλλον δεν είναι ακόμα η κατάλληλη στιγμή» ξεφύσησε. Κάθισε στο γραφείο του και διάβασε τα μαθήματά του. Η ματιά του όμως συνεχώς ξεγλιστρούσε έξω από το παράθυρο. Ακόμα τίποτα…

Ο ήλιος βασίλεψε. Ο Μους φόρεσε τις πιζάμες του και χουχούλιασε στο κρεβάτι του. Ούτε ένα φύλλο δεν είχε ακουμπήσει στη γη. Τα μάτια του βάρυναν και ο γλυκός ύπνος τον πήρε.

Το πρωί με το που ξύπνησε, έτρεξε κατευθείαν στο παράθυρο. Απογοητευμένος έκλεισε την κουρτίνα. Έφαγε το πρωινό του και κατσουφιασμένος ξεκίνησε για το σχολείο του. Καθώς προσπερνούσε τους μικρούς νερόλακκους που είχε δημιουργήσει η βροχή το προηγούμενο βράδυ, ένα μικρό καφέ φυλλαράκι προσγειώθηκε ακριβώς μπροστά στη μύτη του παπουτσιού του. «Το πρώτο φύλλο του φθινοπώρου!» φώναξε ενθουσιασμένος. Το κράτησε στοργικά κοντά στην καρδιά του, ακριβώς όπως τον είχε συμβουλέψει η γιαγιά του. Έκλεισε τα μάτια του κι έκανε μια ευχή. «Αγάπη, υγεία και ειρήνη για όλα τα παιδιά του κόσμου» είπε και το φύσηξε ψηλά. Ο γλυκός άνεμος το έστειλε κατευθείαν στην αγκαλιά τ’ ουρανού. Ο Μους ήξερε πως η ευχή του θα γινόταν πραγματικότητα και με την ελπίδα να φουντώνει στο στήθος του, πέρασε την πόρτα της τάξης του.

 

 

Τσεπεντζή Δήμητρα

Ο Τιμ και οι κολοκυθιές του φθινοπώρου

 

Κάποτε, στο αγρόκτημα της κυρίας Φανής, ζούσε ένας ποντικός με τη φαμίλια του. Η φωλιά του ήταν φτιαγμένη στην αποθήκη, πίσω από καλάθια που οι σπιτονοικοκύρηδες αποθήκευαν στάρι και καλαμπόκι. Αισθανόταν τυχερός και καμάρωνε που είχε φτιάξει εκεί το σπιτικό του. Η γυναίκα του διαφωνούσε, αλλά εκείνος επέμεινε και κατάφερε να της αλλάξει γνώμη. Εκεί υπήρχε έτοιμο φαγητό για τις δύσκολες μέρες. Πού αλλού θα ήταν καλύτερα;

Κάθε βράδυ ο Τιμ, αυτό ήταν το όνομά του, έβγαζε τα παιδιά του στον κήπο και στο γειτονικό χωράφι, να τους μάθει πώς θα βρίσκουν φαγητό, αλλά και πώς θα φυλάγονται από τα νύχια της κυρά Νάνας, της γάτας. Μόνο αν έβρεχε ή χιόνιζε δεν έβγαιναν. Έμεναν στη φωλιά και τους έλεγε ιστορίες με ποντικούς.

Ο Τιμ αγαπούμε πολύ το αγρόκτημα. Το καλοκαίρι έπαιζε με τα μικρά του κυνηγητό, ανάμεσα στα σπαρτά. Την άνοιξη μάζευε λουλούδια για τη γυναίκα του. Τον χειμώνα περνούσε όμορφα, λέγοντας τις ιστορίες του. Όμως το φθινόπωρο ήταν η εποχή που λάτρευε. Δεν έκανε ούτε ζέστη ούτε κρύο, έπεφταν πολλά φύλλα στο έδαφος και μπορούσε να απολαύσει περισσότερο το κρυφτό με τα μικρά του, οι βροχερές μέρες ήταν λίγες και οι ηλιόλουστες αρκετές.

Μα το πιο ενδιαφέρον για τον Τιμ ήταν οι καρποί του φθινοπώρου. Στη μεγάλη καρυδιά μάζευε φρέσκα καρύδια, που του άρεσαν πολύ. Από την αμυγδαλιά αμύγδαλα και από το αμπέλι γλυκά σταφύλια. Στη λωτιά γευόταν νόστιμους λωτούς, ενώ στον κήπο έβρισκε μεγάλες κίτρινες κολοκύθες κι έτρωγε όλη την ψίχα τους, αφήνοντας μόνο τη φλούδα για τη νοικοκυρά. Όταν εκείνη πήγαινε να πάρει μία, να φτιάξει κολοκυθόπιτα, διαπίστωνε τι είχε γίνει και φώναζε θυμωμένη: «Δεν θα σας βρω, παλιοποντίκια, θα σας δείξω εγώ!»

Ο Τιμ καθόταν στα κεραμίδια της αποθήκης και γελούσε. Του άρεσε το κρυφτό με τη σπιτονοικοκυρά. Ήταν το πιο διασκεδαστικό παιχνίδι και χαιρόταν που συνέχεια της ξέφευγε, αφού είχε καταβροχθίσει την κολοκύθα της!

 

Τις ιστορίες έγραψαν μέλη της Αλατοπαρέας, στα πλαίσια μιας συγγραφικής πρόσκλησης.

Η εικόνα είναι απ’ το διαδίκτυο.

Τετάρτη 30 Αυγούστου 2023

Το Δέντρο

 


«Η ευτυχία στέκεται κοντά στον άνθρωπο κι όχι μακριά του» του είχε πει ο πατέρας του. «Σα θέλεις ταξίδεψε, μα πάλε θα γυρίσεις και θα δεις πως δεν είδες τίποτε ωραιότερο και δε βρήκες τίποτα καλύτερο από κείνο που άφησες. Κοίταξε τα δέντρα. Δεν ταξιδεύουνε ποτές, στέκονται πάντα στην ίδια θέση, κι όμως ανθίζουνε στην ώρα τους και καρπίζουνε και ρίχτουνε τα φύλλα τους και πάλε ξαναβγάζουνε καινούρια και δε στάθηκε ίσαμε τώρα ομορφότερο πράμα στον κόσμον από το δέντρο».


Κατίνα Παπά
, Κοντά στη θάλασσα

Ζωγραφιά: απ’ το pinterest

Κυριακή 20 Αυγούστου 2023

Κλόντια: η μάγισσα που έκανε συνεχώς γκάφες

 


Μια φορά κι έναν καιρό, στη Μαγικούπουλη, ζούσε μια μάγισσα που την έλεγαν Κλόντια. Ήταν ψηλή και μεγαλόσωμη. Φορούσε γκρι φόρεμα που έφτανε ως τους αστραγάλους της, μαύρη μπέρτα κι ένα μυτερό μαύρο καπέλο. Τα μαλλιά της ήταν κατακόκκινα και μακριά κι έφταναν πιο κάτω απ’ τη μέση της. Τα μάτια της ήταν κατάμαυρα και φορούσε κάτι τεράστια γυαλιά μυωπίας με χοντρό γκρι σκελετό. Είχε πάντα μαζί της ένα μικρό μαύρο τσαντάκι και δεν πήγαινε πουθενά χωρίς τις γάτες της. Δύο γκρίζες και μία πορτοκαλί. Πιθανόν να ρωτήσετε «Μα υπάρχουν πορτοκαλί γάτες;». «Όχι, και βέβαια όχι!» θα απαντούσα, αν μιλούσαμε για οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο. Όμως για μία μάγισσα και μάλιστα σαν την Κλόντια, ε, αυτό είναι κάτι απολύτως συνηθισμένο.

Εκτός απ’ την πορτοκαλί γάτα, στο μαγικόσπιτό της θα συναντήσει κανείς έναν ροζ σκύλο, μια τυρκουάζ αράχνη, μια αγελάδα κατακίτρινη με μωβ βούλες και διάφορα άλλα, όλα αποτέλεσμα του… γκαφατζίδικου ραβδιού της. Αυτό θα σας πει εκείνη. Όμως δεν είναι αλήθεια. Το ραβδί της είναι μια χαρά! Σε πολύ καλύτερη κατάσταση μάλιστα απ’ τα ραβδιά αρκετών άλλων μαγισσών. Τις γκάφες δεν τις κάνει εκείνο. Ποιος τις κάνει; Θα θυμώσει μαζί μου, το ξέρω, όμως δεν μπορώ να λέω ψέματα: τις γκάφες τις κάνει η ίδια. Η Κλόντια ντε!

Βρίσκομαι συχνά στο σπίτι της γιατί, παρόλο που πολλές φορές διαφωνούμε, παραμένουμε πάντα φίλες. Ένα καλοκαιρινό απόγευμα, λοιπόν, πήγα για τον συνηθισμένο μαγικοκαφέ μας. Μη με ρωτάτε τη συνταγή, είναι μυστική. «Φίλη μου, θα μ’ αφήσεις να δοκιμάσω ένα νέο ξόρκι στα μαλλιά σου;» Καθώς το έλεγε, πλησίασε προς το μέρος μου μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο. Μέχρι να φτάσει, έριξε μία καρέκλα, αναποδογύρισε την καφετιέρα, μεταμόρφωσε ένα μικρό λουλούδι σε λουλούδι-γίγαντα, έριξε ασημόσκονη στον καφέ, που, εννοείται, δεν ήπια, μια κατσαρίδα έγινε γαλάζια, ένα ποντίκι χρωματιστό σαν ουράνιο τόξο και ποιος ξέρει τι άλλο που δεν εντόπισα.

Πριν προλάβω ν’ απαντήσω στην ερώτησή της, η Κλόντια στάθηκε από πάνω μου και…

Χτένες και βούρτσες,

πιάστε δουλειά!

Της φίλης μου φτιάξτε

ευθύς τα μαλλιά!

 

«Κλόντιααααααααααααααααα, τι έκανες αυτή τη φορά;» είπα όταν αντίκρισα τα γουρλωμένα της μάτια.

Δεν απάντησε.

Έτρεξα στον καθρέφτη.

Καταστροφή! Καταστροφή! Καταστροφή!

Τα πανέμορφα πράσινα μαλλιά μου εξαφανίστηκαν. Και στη θέση τους φύτρωσαν…

Ω, ναι! Στη θέση τους φύτρωσαν ολόφρεσκα πράσινα κρεμμυδάκια.

Όταν σταμάτησα να ουρλιάζω, είδα ότι δεν ήταν μόνο αυτό. Στον ώμο μου υπήρχε ένας αηδιαστικός βάτραχος, μ’ ένα μεγάλο στέμμα στο κεφάλι.

«Φύγε από πάνω μου, απαίσιο πλάσμα!» φώναξα.

Αλλά… δεν!

Ο βάτραχος, όσο κι αν προσπάθησα εγώ, όσο κι αν προσπάθησε εκείνος, όσο κι αν τον τράβηξε η μετανιωμένη Κλόντια, όσο κι αν τον τράβηξαν η πορτοκαλί και η γκρι γάτα, ο ροζ σκύλος, η τυρκουάζ αράχνη και η κίτρινη αγελάδα με τις μωβ βούλες, δεν ξεκολλούσε με τίποτα.

Λένε πως οι μάγισσες αγαπάνε τους βάτραχους. Κι όντως, ισχύει. Εγώ όμως είμαι εξαίρεση. Γιατί αν σιχαίνομαι κάτι σ’ αυτόν τον κόσμο, είναι τα βατράχια. Μπλιαχ! Τώρα είμαι υποχρεωμένη να έχω έναν κολλημένο στον ώμο μου εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο κι αντί για μαλλιά, φρέσκα πράσινα κρεμμυδάκια. Μπορείτε να μου πείτε τι να κάνω; Γνωρίζει κάποια ή κάποιος από σας ένα ξόρκι που θα βοηθούσε; Όσα κάναμε εγώ κι η Κλόντια δεν πέτυχαν. Δεν πέτυχαν ούτε τα ξόρκια των υπόλοιπων φιλενάδων μας. Η Χιμένα λέει πως ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει στην ώρα του, μα ποιος ξέρει πότε θα έρθει αυτή η ώρα και πώς ν’ αντέξω μέχρι τότε;

Δεν πρόλαβα να τη ρωτήσω. Η Κλόντια έκανε πάλι τα δικά της και τώρα η Χιμένα βρίσκεται κλεισμένη σε μια γυάλα, μεταμορφωμένη σε χρυσό φίδι. Ο βάτραχος έχει τρελαθεί. Φαίνεται εξαγριωμένος. Γιατί άραγε; 

Όχι, αυτή η ιστορία δεν τελειώνει με το «έζησαν αυτοί καλά». Θα υπάρξει όμως σίγουρα συνέχεια κι ελπίζω να είναι καλύτερη. 

Γιώτα Κοτσαύτη

Facebook: https://www.facebook.com/yota.kotsaftitheofanous


Εικόνα: Απ’ το pinterest

(αν κάποια/ος γνωρίζει δημιουργό, ας επικοινωνήσει με το yotakotsafti1@yahoo.gr)

 

Πέμπτη 10 Αυγούστου 2023

«Μια φορά κι έναν καιρό το Φεγγάρι νύσταξε κι αποφάσισε να κοιμηθεί…»

 


Αγγέλου Αγάπη

Μια φορά κι έναν καιρό το Φεγγάρι νύσταξε κι αποφάσισε να κοιμηθεί. Μα μόλις έκλεισε τα μάτια του, ακούστηκαν χιλιάδες παιδικές φωνούλες, σαν χορωδία:

«Φεγγαράκι μου λαμπρό,

φέγγε μου να περπατώ,

να πηγαίνω στο σχολειό…»

Ευθύς άνοιξε τα μάτια και κοίταξε τριγύρω.

Τ’ αστέρια ίσα που φαίνονταν. Κοίταξε το ρολόι του.

«Μα είναι βράδυ, τι “Φέγγε μου να περπατώ, να πηγαίνω στο σχολειό” λένε αυτά;»

Αποφάσισε να κατέβει πιο κάτω, να δει από κοντά τι συμβαίνει.

Έφτασε σ’ ένα σπιτάκι με κεραμίδια. Τα παραθύρια του ήταν ανοιχτά κι ένα κοριτσάκι ήταν στην αγκαλιά της γιαγιάς του. Την είδε να το χαϊδεύει και να το νανουρίζει.

«…να μαθαίνω γράμματα,

γράμματα σπουδάγματα...»

«Τι συμβαίνει;» είπε δυνατά.

«Σσσσς!» απάντησε η γιαγιά και έκλεισε το μάτι.

«Είναι απλώς ένα νανούρισμα, μα έχει και μια ιστορία».

Η μικρή άνοιξε τα μάτια της και είπε:

«Πες μας την ιστορία, γιαγιά».

«Μα το φεγγάρι νυστάζει, καρδούλα μου».

«Θέλω να την ακούσω…» απάντησε εκείνο.

«Νυστάζεις;» ρώτησε το κορίτσι.

«Ναι, λιγάκι».

Η μικρή χαμογέλασε κι έκανε χώρο.

«Έλα να κοιμηθείς εδώ, μαζί μου. Κοίτα πόσο απαλά είναι».

Βολευτήκαμε και η γιαγιά ξεκίνησε:

«Μια φορά κι έναν καιρό...»

 

Γιανναδάκη Μαρία

Μια φορά κι έναν καιρό το φεγγάρι νύσταξε κι αποφάσισε να κοιμηθεί. Η προηγούμενη νύχτα ήταν πολύ κουραστική. Ήταν πανσέληνος και ανέβηκε ψηλά στον ουρανό, ολόγιομο κι ολόλαμπρο, να φωτίσει τις γειτονιές του κόσμου.

Κάποια στιγμή, πέρα μακριά, σε μια αυλή, είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. «Τι συμβαίνει;» αναρωτήθηκε το φεγγάρι. Αποφάσισε να πλησιάσει πιο κοντά για να δει τι γίνεται.

Τα κόκκινα τριαντάφυλλα και οι λεμονανθοί σκορπούσαν τις μεθυστικές ευωδιές τους. Τα κάτασπρα πεζούλια αντανακλούσαν το φως της πανσελήνου. Όμως τα πρόσωπα ήταν λυπημένα. Τότε ακούστηκε μια φωνή και ύστερα το κλάμα ενός μωρού. Ήταν η Ισμήνη που έφερνε στον κόσμο το πρώτο της παιδί. Τα πράγματα έμοιαζαν δύσκολα. Γιατρός δεν υπήρχε εκεί κοντά και το μωρό δεν έλεγε να βγει.

Οι γείτονες αγαπούσαν το νέο ζευγάρι που είχε εγκατασταθεί στη γειτονιά τους πριν τρία χρόνια. Και τώρα που όλα πήγαν κατ’ ευχήν και ήρθε η ώρα η Ισμήνη να γεννήσει, κατέφθασαν όλοι, να δώσουν την καλή τους ενέργεια.

Έτσι μπήκε στην παρέα τους και το φεγγάρι. Έλαμψε τόσο δυνατά, που οι ασημένιες του ακτίνες μπήκαν στη μικρή κρεβατοκάμαρα κι έλουσαν τον χώρο μ’ ένα κρυστάλλινο φως.

Και τότε, λες κι έγινε θαύμα, το μωρό βγήκε τσιρίζοντας! Ήταν κορίτσι. Η Ασημένια. Τόσο όμορφη! Στα μάτια της είχε τη λάμψη του γιομάτου φεγγαριού.

 

Κασσελούρη Αναστασία

Μια φορά κι έναν καιρό το φεγγάρι βγήκε όπως κάθε βράδυ στον ουρανό, να φωτίσει το σύμπαν. Η βραδιά ήταν πάρα πολύ ωραία και τα σύννεφα έκαναν τρελό χορό γύρω του. Η γη ήταν ντυμένη με λαμπιόνια και στη θάλασσα ζωγραφισμένη η φεγγαρόστρατα. Η ηρεμία της ατμόσφαιρας το έκανε να νυστάξει. Ξάπλωσε πάνω σ’ ένα κάτασπρο σύννεφο, έκλεισε τα μάτια του και βυθίστηκε σε γλυκό ύπνο. Τ’ αστέρια το κοίταζαν έκπληκτα.

«Τι έγινε; Μήπως έπαθε κάτι;»

Μα το φεγγάρι απλώς απολάμβανε τον ύπνο του στο μαλακό συννεφένιο του στρώμα.

Ξαφνικά ένα αεροπλάνο που πετούσε ψηλά και πέρασε ανάμεσα από τα σύννεφα, παρέσυρε το φεγγάρι και το έσερνε μαζί του. Η Πούλια κι ο Αυγερινός που είδαν τι συνέβη, πιάστηκαν από το συννεφένιο στρώμα και προσπάθησαν να το ξεκρεμάσουν από την ουρά του αεροπλάνου. Δεν τα κατάφεραν. Φώναξαν και τα υπόλοιπα αστέρια για βοήθεια αλλά μάταια. Οι ώρες περνούσαν. Φάνηκε ο ήλιος που παραξενεύτηκε μ’ αυτήν την τεράστια ουρά αστεριών πίσω από το αεροπλάνο.

«Τι κάνετε εδώ;»

Αφού του εξήγησαν τι έγινε, φρόντισε να πλησιάσει το φεγγάρι και να το ξυπνήσει. Εκείνο, όταν κατάλαβε τι συμβαίνει, κατέβηκε από το σύννεφο και ξαναπήρε τη θέση του στον ουρανό. Ευχαρίστησε τους φίλους του και υποσχέθηκε ότι δεν θα ξανακάνει τέτοια απερισκεψία.

 

Κολιγιώτη Αλεξάνδρα

Μια φορά κι έναν καιρό το φεγγάρι νύσταξε κι αποφάσισε να κοιμηθεί. Δεν είχε όμως μαζί του το αγαπημένο του μαξιλάρι. Το είχε ξεχάσει στην καλή του τη γιαγιά. Τώρα; Τι θα έκανε; Δεν θα μπορούσε να κλείσει μάτι όλη νύχτα. Ξαφνικά του ήρθε μια ιδέα. Να πλησιάσει την κοντινότερη παιδική χαρά και να κάνει τσουλήθρα. Ίσως έτσι να κουραζόταν και να μπορούσε να το πάρει πιο εύκολα ο ύπνος.

Πράγματι, έτσι κι έκανε. Ήταν υπέροχα! Ανέβαινε και κατέβαινε τη μεγάλη τσουλήθρα και το καταευχαριστήθηκε.

Ύστερα από λίγο άκουσε φωνές. Όλα τα παιδιά του χωριού μαζεύτηκαν γύρω του.

«Φεγγάρι, θέλεις να γίνουμε φίλοι;»

Η παιδική χαρά γέμισε χαμόγελα, φωνές κι αγάπη.

Ήταν τόσο όμορφα που τελικά ξέχασε το αγαπημένο του μαξιλάρι. Όμως έπρεπε να βιαστεί. Είχε σχεδόν ξημερώσει κι οι μικροί φίλοι έπρεπε να επιστρέψουν στα κρεβάτια τους.

«Αντίο, φίλοι μου! Ο ύπνος είναι απαραίτητος και δεν πρέπει να τον διακόπτουμε».

Το επόμενο βράδυ το φεγγάρι κοιτούσε με νοσταλγία την παιδική χαρά. Κάπου εκεί διέκρινε ένα καινούργιο...μαξιλάρι!

 

Κουρέτα Μαρία

Μια φορά κι έναν καιρό το φεγγάρι νύσταξε κι αποφάσισε να κοιμηθεί. «Πού να ξαποστάσω;» σκέφτηκε. Κοιτάζοντας από ψηλά είδε μια γέρικη ιτιά κοντά στην άκρη ενός ποταμού. «Νομίζω ότι βρήκα το ιδανικό μέρος» είπε. Βιαστικά χώθηκε σε μια διχάλα κι έκλεισε τα μάτια του. Σε λίγο κοιμόταν βαθιά κι η ιτιά απέκτησε το δικό της φως.

Τ’ αστέρια όμως τ’ ουρανού, όταν τον είδαν και το φεγγάρι κρυμμένο μέσα στο δέντρο, δεν άργησαν να το ακολουθήσουν. Ένιωθαν πολύ μόνα τους χωρίς εκείνο. Έτσι απλώθηκαν σε όλα τα κλαδιά της ιτιάς που έλαμψε ακόμη περισσότερο.

Η νύχτα τότε, μαγεμένη από το θέαμα, δημιούργησε μια απαλή πάχνη για να φτιάξει ένα μαλακό πάπλωμα και να τα σκεπάσει. Το ποτάμι, με τη σειρά του, αποφάσισε να πει ένα νανούρισμα. Το δημιούργησε με τον ήχο από τα απαλά κυματάκια του. Οι πάπιες, που είχαν φτιάξει τη φωλιά τους στην άκρη του ποταμού, πρόσθεσαν το δικό τους τραγούδι στον παφλασμό των κυμάτων.

Τότε ήταν που η Ελπίδα ξύπνησε από τον παράξενο αυτόν ήχο μέσα στη νύχτα. «Μπαμπά!» φώναξε. «Ξέχασες το παράθυρό μου ανοιχτό και είδα το φεγγάρι. Είμαι σίγουρη ότι είναι εκείνο!»

Το φεγγάρι άνοιξε για λίγο τα μάτια του, χαμογέλασε και κοιμήθηκε ξανά…

 

Μακαριάν Μαριάννα

Μια φορά κι έναν καιρό το φεγγάρι αποφάσισε να κοιμηθεί.

Κάθε νύχτα έβγαινε στο προσκήνιο και τραγουδούσε με τα χιλιάδες αστέρια για ορχήστρα, ώστε κάθε ον να κοιμάται γλυκά.

«Θ’ αφήσω στη θέση μου τον Άρη» σκέφτηκε.

Μα ο μικρός κόκκινος πλανήτης δεν μπορούσε να την καλύψει.

Αποφάσισε να μιλήσει στην Αφροδίτη κι έπειτα στον Κρόνο.

Αδύνατον κι αυτό. Το δακτυλίδι του Κρόνου δεν τον άφηνε να βγει, είχε κολλήσει αρκετό καιρό και δεν μπορούσε πλέον να ξεκολλήσει.

Αχ, πόσο ανάγκη τον είχε τον ύπνο. Μια νύχτα μόνο να μην τραγουδήσει και ν’ αναπαυτεί. Όμως κανένας πλανήτης δεν μπορούσε να μετακινηθεί από τη θέση του.

Έτσι λοιπόν το πήρε απόφαση και μελαγχολικά βγήκε στον νυχτερινό ουρανό.

Μερικά αστέρια αποφάσισαν να βοηθήσουν. Μπορούσαν κι εκείνα να λάμπουν σαν το φεγγάρι. Τι κι αν ήταν μικρούλια; Όλα μαζί, αν συνεργάζονταν, θα μπορούσαν να το αντικαταστήσουν για μερικές μέρες τον χρόνο.

Συγκινημένο το φεγγάρι έκρυψε τα δάκρυά του με μια έκλειψη κι άφησε τ’ αστέρια να δημιουργήσουν μια φωτεινή μεγάλη σφαίρα όμοια με την πανσέληνο.

Πανέμορφα κι ολόλαμπρα στόλισαν τον ουρανό και ξεκίνησαν να τραγουδούν το πιο γλυκό νανούρισμα για το αγαπημένο τους φεγγάρι.

Είναι το μυστικό τους. Κάνεις δεν γνωρίζει ποιες νύχτες το φεγγάρι κοιμάται μα είναι αλήθεια πως αν κοιτάξεις προσεχτικά την κατάλληλη νύχτα, θα δεις ίσως χιλιάδες αστέρια πιασμένα αγκαλιά να τραγουδάνε μελωδίες για όνειρα γλυκά.

 

Ρηγάτου Βασιλική

Μια φορά κι έναν καιρό το φεγγάρι νύσταξε κι αποφάσισε να κοιμηθεί. Έκλεισε λοιπόν τα μάτια του κι έγειρε πάνω σ’ ένα αστέρι, καθώς το έπαιρνε βαθιά και γλυκά ο ύπνος. Το κακόμοιρο το αστέρι όμως ήταν πολύ μικρό για να μπορέσει να κρατήσει ολόκληρο το βάρος του φεγγαριού! Έβαλε τα δυνατά του, μα οι δυνάμεις του το εγκατέλειπαν. Ευτυχώς ο διπλανός του κατάλαβε τι γινόταν κι αποφάσισε να βοηθήσει. Συγκέντρωσε όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού για να μπορέσουν να στηρίξουν το φεγγάρι που κοιμόταν. Στην προσπάθειά τους έβαλαν τόση δύναμη που το φεγγάρι κοιμισμένο άρχισε να κατρακυλάει. «Ωχ, τι κάναμε;» ακούστηκε μια φωνή. «Γρήγορα! Τρέξτε να το προλάβουμε!» ξεστόμισε μια άλλη κι όλα μαζί ξεχύθηκαν να το κυνηγούν. Αν δεν το σταματούσαν, θα έφτανε στη μεριά του Ήλιου! Έτρεχαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, μα καθώς έβλεπαν σιγά σιγά γύρω τους τον ουρανό να φωτίζεται, έχαναν την ελπίδα τους. «Μπουμ!» ακούστηκε ξαφνικά ένας τεράστιος κρότος κι όλοι μαρμάρωσαν. Ποιος να το φανταζόταν ότι το φεγγάρι είχε συγκρουστεί με τον Ήλιο! «Μα τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησε ο ήλιος έκπληκτος. Όταν είδε  μαζεμένα γύρω του το φεγγάρι και τ’ αστέρια. «Ωωω, τι ωραίο όνειρο! Είναι όλοι οι φίλοι μου εδω! Μα γιατί κάνει τόση ζέστη;» μουρμούρισε το φεγγάρι τρίβοντας τα μάτια του. «Δεν ονειρεύεσαι, φίλε μου!” είπε ο ήλιος γελώντας. «Ελάτε να φωτίσουμε όλοι μαζί, να γεμίσει λάμψη όλη η γη!»

 

Τσιφοπούλου Όλγα

Μια φορά κι έναν καιρό το φεγγάρι νύσταξε κι αποφάσισε να κοιμηθεί. Τ’ αστέρια που το τριγύριζαν προσπάθησαν να το κρατήσουν ξάγρυπνο με τη λάμψη τους Έκαναν έναν κύκλο γύρω του και ξεκίνησαν να τραγουδάνε. Δεν ήθελαν να κοιμηθεί γιατί όταν έβγαινε, φώτιζε τους δρόμους και τα όνειρα των ανθρώπων. Χωρίς τη λάμψη του όλοι θα ήταν σκυθρωποί και κακόκεφοι. Έτσι τα όμορφα αστέρια το τράβηξαν σ’ ένα πανηγύρι ολονύκτιο, με τραγούδι και χορό. Εκείνο παρασύρθηκε στο γλέντι και ξέχασε ότι ήθελε να κοιμηθεί. Κάθισε όλη τη στον ουρανό, έλαμπε ακόμα πιο πολύ  κι η διάθεση του, χάρη στα φιλικά αστέρια, άλλαξε. Το φως του μάγεψε πολλές θάλασσες, πολλά χωριά και πολιτείες. Ευτυχώς που ’ αστέρια, οι φίλοι του, δεν τον άφησαν να κοιμηθεί και να σκοτεινιάσει η πλάση...

 

Φλογερά Ελένη

Μια φορά κι έναν καιρό το φεγγάρι νύσταξε κι αποφάσισε να κοιμηθεί. Κοίταξε γύρω του, να βρει κάποιο σύννεφο να γείρει πάνω του, αλλά ο ουρανός δεν είχε καθόλου σύννεφα. Ήταν καλοκαίρι βλέπετε.

Κοίταξε κάτω χαμηλά, να βρει μια γωνίτσα πάνω στη γη, αλλά δεν έβλεπε κάτι που πάνω του θα μπορούσε να ξαπλώσει.

Τα κρινάκια της θάλασσας από χαμηλά είδαν τα χασμουρητά του και τα νυσταγμένα του ματάκια και του φώναξαν:

«Ε! Φεγγαράκι, έλα ξάπλωσε πάνω μας. Θα σου φτιάξουμε απαλό στρώμα».

«Ευχαριστώ, καλά μου κρινάκια, αλλά φοβάμαι μη σας κάψω με το φως μου».

«Μη φοβάσαι, εμείς είμαστε συνηθισμένα, φυτρώνουμε μέσα στην καυτή άμμο και το φως του καλοκαιριάτικου ήλιου μάς καίει όλη μέρα. Έλα…»

Τελικά πείστηκε, πήγε και ξάπλωσε πάνω στα κρινάκια της θάλασσας που του είχαν φτιάξει με τα άσπρα λουλούδια τους ένα απαλό στρώμα. Μερικά ξάπλωσαν δίπλα του και του χάιδευαν το κεφαλάκι μέχρι να το πάρει ο ύπνος.

Κάποια νυχτολούλουδα που ήταν εκεί κοντά, φυτρωμένα στην αυλή ενός σπιτιού, ακούμπησαν απαλά πάνω στο φεγγάρι κι έγιναν το σεντονάκι του.

Οι νυχτοπεταλούδες, παρακινημένες από το φως του, πετούσαν γύρω του και δεν άφηναν κανέναν να πλησιάσει, μην τυχόν και το ξυπνήσουν. Ως και η θάλασσα, που ήταν σιμά τους, με τα κυματάκια της του τραγούδησε το πιο γλυκό νανούρισμα.

Το φεγγάρι, όταν ήρθε η αυγή και ξύπνησε, δεν μπορούσε να καταλάβει αν όλ’ αυτά τα έζησε ή αν τα είχε ονειρευτεί.

 

Χρυσοπούλου Βέτα

Μια φορά κι έναν καιρό το φεγγάρι νύσταξε κι αποφάσισε να κοιμηθεί.

«Αχ, πόσο καιρό έχω να κοιμηθώ» μονολογούσε. «Ο βραδινός ύπνος είναι ο καλύτερος, Σε ξεκουράζει περισσότερο, όπως μου είπε και ο φίλος μου ο ήλιος. Αλλά πώς να καταφέρω να κοιμηθώ βράδυ όταν όλοι με κοιτούν και με θαυμάζουν είτε είμαι μισό είτε ολόγιομο;»

Ένα μεγάλο λαμπερό αστέρι που ήταν δίπλα του το άκουσε και το λυπήθηκε.

«Θα σου πω εγώ τι θα κάνεις για να κοιμηθείς όπως θέλεις χωρίς να σε βλέπει κανείς. Θα μιλήσω με το μεγάλο σύννεφο και θα σε καλύψει. Όλους θα μας καλύψει κι έτσι θα μπορείς να κοιμηθείς όσο θέλεις».

«Μα κι άλλη φορά μας κάλυψε, αλλά δεν ήταν αρκετό».

«Θα του μιλήσω και θα μας καλύψει μέχρι να βγει ο ήλιος, καλό μου φεγγάρι. Καταλαβαίνω πόσο θέλεις να ξεκουραστείς και ν’ απολαύσεις κι εσύ επιτέλους ένα βραδινό ύπνο. Εμείς τ’ αστέρια, ξέρει,ς μπορούμε να κοιμόμαστε όποτε θέλουμε, συνεννοούμαστε μεταξύ μας. Κοιμάται μια το ένα, μια το άλλο και κανείς δεν καταλαβαίνει το παραμικρό».

Κι έτσι, την επομένη κιόλας βραδιά, το λαμπερό αστέρι τα κανόνισε με το μεγάλο σύννεφο και τους κάλυψε μέχρι το πρωί. Μέχρι να βγει ο ήλιος.

Πόσο χαρούμενο ένιωσε το φεγγάρι και πόσο ξεκούραστο ήταν!

«Σας ευχαριστώ πολύ, δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό που κάνατε για μένα, φίλοι μου. Σας αγαπώ πολύ!» φώναξε όσο πιο δυνατά γινόταν. Τ’ αστέρια χαμογέλασαν κι ο ουρανός έγινε πιο φωτεινός από κάθε άλλη φορά.


Τις ιστορίες έγραψαν μέλη της Αλατοπαρέας, στα πλαίσια μιας συγγραφικής πρόσκλησης.

Η εικόνα είναι απ’ το διαδίκτυο.

Σάββατο 29 Ιουλίου 2023

Καρπουζοϊστορίες

 


Κασσελούρη Αναστασία

Ο δήμαρχος κύριος Καρπούζης

Στην πόλη των φρούτων και των λαχανικών επικρατούσε συνεχώς μια αναστάτωση. Μικροί και μεγάλοι πηγαινοέρχονταν κι οι δρόμοι ήταν γεμάτοι σκουπίδια. Παντού φλούδες από μανταρίνια, ρόγες από σταφύλια, ώριμες φράουλες, μαρουλόφυλλα, αριστερά και δεξιά κουκούτσια. Όλα πεταμένα εδώ κι εκεί με αποτέλεσμα να υπάρχει μια άσχημη μυρωδιά παντού.

Μια μέρα ξεσηκώθηκε η πόλη από τις φωνές. Ο μικρός κύριος Καρπούζης παίζοντας με τον μικρό Πέπο Πεπόνη γλίστρησε σε μια μπανανόφλουδα και χτύπησε το πόδι του. Πήγε στον γιατρό να του φροντίσει το τραύμα κι έπρεπε να μείνει στο κρεβάτι για καιρό. Έτσι έχασε το παιχνίδι και τη συντροφιά των φίλων του.

Όλοι αναστατώθηκαν κι ένιωσαν υπεύθυνοι γι’ αυτό που έγινε. Κι αφού σκέφτηκαν και ξανασκέφτηκαν, αποφάσισαν να διαλέξουν κάποιον να βάλει τάξη στην πόλη. Αφού ψήφισαν μεταξύ τους, διάλεξαν για Δήμαρχο τον κύριο Καρπούζη.

Ο κύριος Καρπούζης με χαρά δέχτηκε κι αφού τους ευχαρίστησε για την τιμή που του έκαναν, έπιασε αμέσως δουλειά.

Όρισε σύμβουλούς του τα κουκούτσια γιατί τα ήξερε πάρα πολύ καλά και τους είχε εμπιστοσύνη.

Στον τομέα της καθαριότητας, που ήταν πολύ σημαντικός, έβαλε την κυρία Άννα Να που έφτιαξε σκούπες με το επάνω μέρος όλων των ανανάδων, καθάρισαν την πόλη και τοποθέτησε παντού κάδους για να συγκεντρώνουν εκεί τα σκουπίδια.

Στον τομέα του περιβάλλοντος έβαλε τον κύριο Πέτρο Ακτινίδιο που φρόντισε όλα τα φρούτα που βρίσκονταν στους κάδους να πάνε για κομποστοποίηση. Συγκέντρωσε όλα τα κουκούτσια κι αφού τα χώρισε σε κατηγορίες, τα έβαλε σε σακουλάκια και τα φυτεύανε τη σωστή εποχή στους κήπους για να μη φυτρώνουν εδώ κι εκεί και δημιουργούν προβλήματα στην κυκλοφορία.

Στον σημαντικό τομέα της Παιδείας έβαλε τον κύριο Μύρτιλο ο οποίος τους θύμιζε πόσο σημαντικό είναι να διατηρούμε την πόλη μας καθαρή.

Ο Δήμαρχος κύριος Καρπούζης βλέποντας το αποτέλεσμα ήταν χαρούμενος και περήφανος για όλους.

 

Μπαφούτσου Χρύσα

Το καρπουζένιο βαρκάκι

Η  Χρυσή με τις φίλες της προχώρησε στο ήσυχο απάνεμο λιμάνι του μικρού νησιού. Κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της ένα ολόδροσο καρπούζι. Σε λίγα λεπτά έφτασαν στη χρυσή παραλία τους. Η γιαγιά Χρυσαφένια τις περίμενε με μια τεράστια κίτρινη ομπρέλα. Μια μεγάλη αγκαλιά και μετά μπλουμ στα υπέροχα γαλάζια νερά. Μόνο το καρπούζι κι η γιαγιά έμειναν κάτω από την ομπρέλα.

Μετά το κολύμπι τρία λαχταριστά σαντουιτσάκια περίμεναν τα κορίτσια. «Πόσο όμορφα είναι εδώ!» είπε η μικρή Χρυσή ξαπλωμένη στο ροζ στρωματάκι της. Όμως ξαφνικά έγινε κάτι αναπάντεχο. Το καρπούζι έκανε μπλουμ στη θάλασσα κι ένα πανέμορφο καρπουζένιο βαρκάκι άρχισε να κυλά. Πάνω του η Χρυσή ταξίδευε μαγεμένη στις όμορφες παραλίες του νησιού.

Ξαφνικά βρέθηκε μπροστά τους ένα μικρό νησί γεμάτο καρπουζιές! Η επιθυμία της να βρεθούν οι φίλες της δίπλα πραγματοποιήθηκε. Τα τρία κορίτσια, χαρούμενα, μάζευαν ολόγλυκα καρπούζια, γέμισαν το καρπουζένιο βαρκάκι και ενθουσιασμένα τα μοίρασαν στις γύρω παραλίες. Τι χαρά έπαιρναν όλα τα παιδιά!

Η Χρυσή είπε στις φίλες της να ξαναγεμίσουν το βαρκάκι. Όμως… «Ξύπνα, υπναρού!» φώναξε η γιαγιά Χρυσαφένια. «Θα κόψουμε το καρπούζι να δροσιστούμε».

Η Χρυσή έτριψε τα μάτια της. Το καρπούζι κύλησε αργά αργά προς τη θάλασσα. «Άσ’ το, γιαγιά, σε παρακαλώ, ας μην το κόψουμε. Νομίζω ότι αυτό το καρπούζι είναι μαγικό».

Η γιαγιά και τα κορίτσια την κοίταξαν παράξενα.

Η Χρυσή βρέθηκε δίπλα στη θάλασσα με το κόκκινο φτυαράκι της, να χτυπά το καρπούζι λέγοντάς του:

«Καρπούζι, καρπουζάκι, γίνε, σε παρακαλώ, ένα όμορφο καρπουζένιο βαρκάκι».

Η γιαγιά την κοιτούσε απορημένη. Το ίδιο και τα κορίτσια.

«Πού να σφίξουν οι ζέστες περισσότερο…» μονολόγησαν χαμογελώντας.

 

Πολυκανδριώτη Αστερόπη

Η καρπουζοπολιτεία

Μια φορά κι έναν καιρό τα καρπούζια ξεσηκώθηκαν κι ήθελαν να δημιουργήσουν τη δική τους πολιτεία. Πήραν, λοιπόν, τα εργαλεία τους κι άλλαξαν το σχήμα όλων τους. Από οβάλ, έγιναν καρδούλες, αστέρια κι ό.τι άλλο βάζει ο νους σας!

Έτσι έγιναν και τα σπίτια! Κι αφού πλάστηκαν αυτά, τα καρπούζια ήθελαν να έχουν και μια πλατεία. Εκεί, ο κάθε επισκέπτης, θα έβρισκε ένα σωρό μέσα μεταφοράς για να κάνει ανενόχλητος τα ταξίδια του.

Αφού η πλατεία ήταν τεράστια, κόκκινη κι αυτή, δίχως κουκούτσια, μπήκε στην είσοδό της το καρπουζοτρένο που πετούσε. Υπήρχαν ειδικά παράθυρα για να βλέπει κανείς τον ήλιο. Πόσο όμορφος είναι ο ήλιος σ’ αυτήν την πολιτεία, δεν λέγεται!

Επίσης, υπήρχε το καρπουζοαεροπλάνο που σε πήγαινε πάνω από τα καρπουζόδεντρα για να μαζεύεις καρπούς αλλά και το καρπουζολεωφορείο που σου επέτρεπε να κάνεις μια μεγάλη βόλτα ανάμεσα στα σπίτια.

Όλα τα μέσα ήταν πολύ μα πολύ οικολογικά, δεν χρειάζονταν βενζίνη, ήθελαν για να κινηθούν μόλις ένα μικρό ποτηράκι καρπουζοχυμό.

Είναι μια πολιτεία δίκαιη, εκτός από οικολογική, γιατί οι κάτοικοι φροντίζουν να ζουν με καλοσύνη και να ταξιδεύουν πολύ.

Για όποιον θέλει να την επισκεφτεί, το σύνθημα είναι «καρπουζεύω». Μα τι σημαίνει αυτό; Είναι μια λέξη που λένε οι κάτοικοι μεταξύ τους και σημαίνει κάνω τρέλες δίχως φόβο.

Φώναξε κι εσύ λοιπόν «Καρπουζεύω!» κι ίσως βρεθείς πολύ κοντά στην πύλη της καρπουζοπολιτείας!

 

Φλογερά Ελένη

Η περιπέτεια του κυρίου Καρπουζάκη

Ο κύριος Καρπουζάκης, πολύ αναστατωμένος, έφτασε στο γραφείο του ντετέκτιβ. Κοίταξε την πινακίδα έξω από την πόρτα για να σιγουρευτεί ότι ήρθε στο σωστό μέρος. «ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ ΨΑΞΕΒΡΕΣΤΟ» έγραφε και έτσι χτύπησε πριν μπει.

«Κύριε Ψαξεβρέστο, θέλω να σας αναθέσω μια υπόθεση» ξεκίνησε ο κύριος Καρπουζάκης με το που μπήκε. «Την εξαφάνιση...»

Ο κύριος Ψαξεβρέστο πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο. Με την αναδουλειά που είχε πέσει τον τελευταίο μήνα καιγόταν για μια υπόθεση.

«Ποιος εξαφανίστηκε; Πότε;»

«Τα κουκούτσια μου εξαφανίστηκαν. Θέλω να μου τα βρείτε. Θα πληρώσω καλά».

Ο ντετέκτιβ ανέλαβε την υπόθεση.

Πήρε τον μεγεθυντικό φακό του, απαραίτητο εργαλείο στην αναζήτηση ιχνών. Του ζήτησε να τον οδηγήσει στο σημείο που άρχισαν όλα και να του περιγράψει πώς τα έχασε. Ο κύριος Καρπουζάκης είπε πως, ενώ ήταν ξαπλωμένος κάτω από ένα δέντρο, τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε, αντιλήφθηκε πως έλειπαν τα κουκούτσια του.

«Και καταλαβαίνετε, χωρίς αυτά δεν θ’ αφήσω απογόνους».

Σε λίγο έφτασαν στο σημείο μηδέν. Ο κύριος Ψαξεβρέστο, με τον μεγεθυντικό φακό στο χέρι, άρχισε να παρατηρεί το έδαφος. Μετά από λίγη ώρα, που φάνηκε αιώνας στον κύριο Καρπουζάκη, ο ντετέκτιβ κατευθύνθηκε προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση.

«Βρήκατε κάτι;»

«Ακολουθώ κάποια ύποπτα ίχνη».

«Αχά!» αναφώνησε μετά από λίγο ο κύριος Ψαξεβρέστο. «Κύριε, σας ανακοινώνω πως τα κουκούτσια σας βρέθηκαν».

«Με κοροϊδεύεις; Εγώ δεν βλέπω τίποτα».

«Για κοιτάξτε καλύτερα στο έδαφος» απάντησε και του έδωσε τον μεγεθυντικό φακό.

Τότε ο κύριος Καρπουζάκης είδε μια στρατιά από μυρμήγκια να κουβαλούν στη φωλιά τους τα κουκούτσια του.

Αμέσως ευχαρίστησε τον κύριο Ψαξεβρέστο και τον πλήρωσε για τις υπηρεσίες του. Μετά, αφού χάρισε αρκετά κουκούτσια στα μυρμήγκια για να έχουν τροφή για τον χειμώνα, μάζεψε τα υπόλοιπα ευχαριστημένος.

 

Χιώτη Ειρήνη

Ο Καρπουζίνος και το Τριαντάφυλλο

Κάποτε, στα νότια της Ρόδου, σ’ ένα μποστάνι με καρπούζια, φύτρωσε ένα τριαντάφυλλο. Το τριαντάφυλλο, άντεξε τις αντίξοες συνθήκες και κατά τον Μάρτιο, άνθισε. Κι όλο έπαρση καμάρωνε δίπλα στα καρπούζια. «Εγώ είμαι πιο όμορφο από εσάς. Θα με βάλουν σ’ ένα ωραίο βάζο».

Εκεί κοντά μεγάλωνε κι ένα καρπουζάκι. Δεν άργησε να το ερωτευτεί. «Τι να κάνω να της τραβήξω την προσοχή;» Περνούσαν οι μέρες, το τριαντάφυλλο όχι μόνο δεν πρόσεχε το καρπούζι, κορόιδευε κιόλας. «Καρπουζίνο, έτσι στρογγυλό που είσαι, μόνο για επιδόρπιο κάνεις». Στενοχωριόταν το καρπουζάκι αλλά δεν έλεγε τίποτα. Ήταν, άλλωστε, τόσο όμορφο το τριαντάφυλλο. Πώς μπορούσε να του φέρει αντιρρήσεις;

Μια μέρα έφτασαν στο χωράφι οι αγρότες. Όσο δούλευαν, άφησαν ελεύθερα τα ζωντανά. Μια κατσικούλα, καθώς βοσκούσε, έφτασε και στο τριαντάφυλλο. «Ωραίος μεζές. Μια χαψιά θα τον κάνω» σκέφτηκε κι ετοιμάστηκε να το καταβροχθίσει. Πανικόβλητο το λουλούδι, άρχισε να ουρλιάζει. «Καρπουζίνε, σώσε με!» Ο Καρπουζίνος σύρθηκε προς το μέρος του ζώου. «Μη, καλό μου κατσικάκι. Το αγαπώ το τριαντάφυλλο». «Ναι, αλλά εγώ πεινάω». Λέγε λέγε ο Καρπουζίνος, το έπεισε. Έφυγε, ύστερα από λίγο, ψάχνοντας να βρει αλλού χορτάρι. Ντροπιασμένο το τριαντάφυλλο, του είπε: «Εγώ σε χλεύαζα κι εσύ μου έσωσες τη ζωή». Από κείνη τη μέρα, το τριαντάφυλλο, δεν κορόιδεψε ποτέ ξανά τον Καρπουζίνο. Και τον άφηνε να χαϊδεύει τα φύλλα του.

Με τον καιρό, τα δύο φυτά, έγιναν οι καλύτεροι φίλοι. Το τριαντάφυλλο δεν πήγε σε κανένα βάζο τελικά. Έμεινε εκεί, δίπλα στο χωράφι και σ’ όποιον πήγαινε να κόψει τον Καρπουζίνο, άπλωνε τα αγκάθια του και τον γρατσούνιζε. Ύστερα από κάποια χρόνια, τα δύο πλάσματα, βρέθηκαν το ένα δίπλα στο άλλο, σχεδόν αγκαλιασμένα, μέσα στις στάχτες, που κατακαίγοντας όλο το νησί, εκείνον τον Ιούλιο, έφτασε μέχρι τη θάλασσα, καίγοντας και το μποστάνι των δύο φίλων...

 

Τις ιστορίες έγραψαν μέλη της Αλατοπαρέας, στα πλαίσια μιας συγγραφικής πρόσκλησης.

Η εικόνα είναι απ’ το διαδίκτυο.