Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2022

Τα αστεία του κύριου Κουραμπιέ

 


Μια φορά κι έναν καιρό, στο ράφι ενός ζαχαροπλαστείου, βρέθηκε ανάμεσα σε πολλά άλλα χριστουγεννιάτικα γλυκά ο κύριος Κουραμπιές. Μόλις είχε βγει από τον φούρνο και ήταν αχνιστός. Αφράτος και βουτυρένιος, με μπόλικη άχνη ζάχαρη, είχε μια καρδιά ευγενική και καλοσυνάτη. Με το πλατύ χαμόγελό του ήθελε να γνωρίσει όλους τους συγκάτοικούς του για την περίοδο των Χριστουγέννων. Ευχόταν σε όλους γρήγορα να επιλέγονταν να βρεθούν σε κάποιο ζεστό σπιτικό, δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Για τον εαυτό του δεν φοβόταν. Αισιόδοξος από τη φύση του, πίστευε ότι η σειρά του δεν θα αργούσε.

Όλοι είχαν να πουν μια καλή κουβέντα για τον κύριο Κουραμπιέ. Από τις δίπλες ως τις βασιλόπιτες κανένας δεν είχε το παραμικρό παράπονο, γιατί πάντα έφερνε το χαμόγελο στα χείλη τους με τα αστεία του. Μια φορά, μάλιστα, το κέικ φρούτων κόντεψε να κοπεί στα δυο από τα τρανταχτά γέλια, όταν ο κύριος Κουραμπιές, για να τους διασκεδάσει, τιναζόταν κι ύστερα έτρεχε να ξανακολλήσει πάνω του τη ζάχαρη άχνη. Ωστόσο όλα αυτά δεν άρεσαν καθόλου στον σοβαρό κύριο Μελομακάρονο. Ως βασιλιάς των χριστουγεννιάτικων γλυκών ήθελε να έχει την απόλυτη προσοχή, μα κανένας δεν μίλαγε για κείνον όσο υπήρχε ο κύριος Κουραμπιές. Προσπαθούσε να μη δώσει σημασία γιατί ήξερε ότι σύντομα θα έφευγε από κει, όμως το ποτήρι ξεχείλισε όταν μια μέρα τα πράγματα παρεκτράπηκαν. Ο κύριος Κουραμπιές δοκίμασε για πλάκα μερικές σταγόνες ζεστό κρασί που είχαν πέσει πάνω στον πάγκο και μέθυσε. Όλα τα γλυκά συγκεντρώθηκαν να δουν τι συνέβη και ο κύριος Κουραμπιές άρχισε να λέει ασυναρτησίες και να γελά φασαριόζικα. Ο κύριος Μελομακάρονο προσπάθησε να τον σταματήσει, όμως ο άλλος παραπάτησε και τον έσπρωξε κατά λάθος στο βάζο με το γαρύφαλλο. Όλοι γέλασαν μα ο κύριος Μελομακάρονο, χωρίς να πει κουβέντα, έριξε στον κύριο Κουραμπιέ ένα υποτιμητικό βλέμμα και πήγε στη θέση του, τινάζοντας από πάνω του την παραπανίσια σκόνη. Είχε θυμώσει πάρα πολύ και περίμενε την ώρα που θα τον διαλέξουν να φύγει από κει μέσα. Ώσπου ένα παιδάκι τον πλησίασε. «Μπαμπά! Να πάρουμε μελομακάρονα!» φώναξε κι ο κύριος Μελομακάρονο πέταξε απ’ τη χαρά του. «Ποια να βάλω στο κουτί;» είπε ο μπαμπάς του παιδιού κι ο κύριος Μελομακάρονο στήθηκε καμαρωτός. «Σίγουρα όχι αυτό. Μυρίζει απαίσια με τόσο πολύ γαρύφαλλο που έχει!» είπε το παιδάκι και ο κύριος Μελομακάρονο μόνο που δεν έκλαψε, όταν τους είδε να φεύγουν.

Όλα τα γλυκά ήταν ακούνητα σαν αγάλματα. Κανένα δεν τόλμαγε να πει κάτι. Ακόμα κι ο κύριος Κουραμπιές στενοχωρήθηκε για αυτό που είχε συμβεί, εξαιτίας του, κατά λάθος. Όμως δεν ήταν στη φύση του να σκύβει το κεφάλι. Έπρεπε κάτι να κάνει. Αφού σκέφτηκε λίγο, φόρεσε έναν αγιοβασιλιάτικο σκούφο. Πλησίασε τον κύριο Μελομακάρονο και του είπε: «Μη στενοχωριέσαι, κύριε Μελομακάρονο! Είμαι ο Άγιος Βασίλης σου για φέτος! Θα σε στολίσω με αυτή την κατακόκκινη καρδιά ζαχαρωτό και όλοι θα θέλουν να σε πάρουν σπίτι τους!» Ο κύριος Μελομακάρονο συγκινήθηκε κι όλοι μαζί, αγκαλιασμένοι, περίμεναν τους επόμενους πελάτες του ζαχαροπλαστείου.

Και ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα!

Βασιλική Ρηγάτου

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2022

Ένα ολόδικό σου αστέρι!

 


Κασσελούρη Αναστασία

Η ευχή της Δώρας

Ο γερο Χειμώνας φόρεσε το χοντρό του παλτό, τις γούνινες μπότες του και ξεκίνησε τη βόλτα του στη γη.

Στο πέρασμά του σκέπασε τα πάντα με ένα κάτασπρο πέπλο.

«Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα» ψιθύρισε η Δώρα.

Καθισμένη στην ξύλινη κουνιστή καρέκλα, μπροστά στο παράθυρο, κοίταζε τον ουρανό και μετρούσε αστέρια.

Η ματιά της έπεσε στο έλατο, που έστεκε στη μέση του κήπου κι έμοιαζε λυπημένο.

«Πόσο λαμπερό θα ήταν αν είχε στην κορυφή του ένα αστέρι όπως όλα τα άλλα» σκέφτηκε.

Και, κοιτώντας στον ουρανό, είδε ένα να πέφτει.

Έκανε γρήγορα μία ευχή. Να αποκτήσει ένα δικό της και να το βάλει στην κορυφή του δέντρου.

Την Παραμονή των Χριστουγέννων βλέπει έναν σκαντζόχοιρο που κουβαλούσε στην πλάτη του ένα αστέρι. Με προσοχή το ελευθέρωσε και φρόντισε τις πληγές του.

«Σε ευχαριστώ πολύ. Ήρθα να πραγματοποιήσω την ευχή σου» της είπε.

«Αλήθεια; Θα ήθελα να καθίσεις τις φετινές γιορτές στην κορυφή του δέντρου μου για να είναι λαμπερό και ευτυχισμένο όπως όλα τα υπόλοιπα.»

Το αστέρι σκαρφάλωσε στην κορυφή του δέντρου. Εκείνο έλαμψε τόσο πολύ που ξεχώριζε σε όλη τη γη.

Κι η Δώρα ήταν χαρούμενη που αυτά τα Χριστούγεννα είχε ένα αστέρι ολόδικό της!

 

Κοτσαύτη Γιώτα

Το δέντρο που δεν μεγάλωνε και το θαύμα των Χριστουγέννων

Ένα μικρούτσικο, τοσοδούλικο δεντράκι φύτρωσε κάποτε, κάπου μακριά. «Σαν να μεγάλωσα κάπως σήμερα» μονολογούσε. Βαθιά μέσα του γνώριζε πως δεν ήταν αλήθεια. Παρόλ’ αυτά, κάθε πρωί, σηκωνόταν με την ίδια ελπίδα. Να μεγαλώσει, να γίνει ψηλό κι επιβλητικό.

Κάποτε το πήρε απόφαση. Έχασε κάθε διάθεση. Δεν χαμογελούσε στα πουλάκια ούτε υποδεχόταν με χαρά τις πρώτες χιονονιφάδες. Ένα βράδυ, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, όπως κοίταζε τ’ αστέρια, ένα δάκρυ κύλησε απ’ τα μάτια του. «Τι όμορφα που είστε, λαμπερά και φωτεινά. Και τι δεν θα ’δινα να βρισκόμουν, έστω για λίγο, στην παρέα σας…»

Οι βραδιές πριν τα Χριστούγεννα, λένε, είναι μαγικές. Κι αν ευχηθείς κάτι μέσα απ’ την καρδιά σου, θα πραγματοποιηθεί. Έτσι, όταν το δεντράκι μας ξύπνησε… «Για στάσου. Μα, εδώ… Εδώ πρέπει να είναι ο ουρανός.» Πράγματι! Είχε μεταφερθεί στον ουρανό! Δεκάδες αστέρια πλησίασαν και το αγκάλιασαν με το φως τους. Ένα χαριτωμένο κορίτσι με κόκκινο παλτό, η μικρότερη κόρη τ’ Ουρανού, έφτασε τρέχοντας. «Για σένα!» είπε κι έβαλε στην κορυφή του ένα λαμπερό αστέρι. Έτσι έζησε εκεί, μαζί τους για πάντα, και κάθε Χριστούγεννα κάνει μία ευχή: όλα τα πλάσματα του σύμπαντος ν’ αγαπάνε τον εαυτό τους και μην πάψουν ποτέ να πιστεύουν στα θαύματα.

 

Μήτσκου Παύλος

Το πεφταστέρι των Χριστουγέννων

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε ένα μικρό σπιτάκι ένας αγρότης με την οικογένειά του. Ήταν πολύ φτωχός και με το ζόρι τα έβγαζαν πέρα.

Πλησίαζαν Χριστούγεννα και δεν είχε χρήματα να αγοράσει χριστουγεννιάτικο δέντρο -που τόσο πολύ λαχταρούσε η κορούλα του- ούτε στολίδια.

Έτσι πήρε το τσεκούρι, βγήκε στο δάσος και έκοψε ένα δεντράκι πολύ μικρό, ίσα ίσα να χωρέσουν οι λίγες χριστουγεννιάτικες μπάλες που είχε σε μία κούτα στην αποθήκη.

Μόλις το έφερε σπίτι, το κορίτσι άρχισε να κρεμάει τα στολίδια στα κλαδιά με ένα φωτισμένο από χαρά προσωπάκι.

«Τρίγωνα, κάλαντα μες τη γειτονιά…» τραγουδούσε συνεχώς, μέχρι που τελείωσε ο στολισμός, όμως δεν είχε αστέρι, να βάλει στην κορυφή του δέντρου.

Το βράδυ, που καθόταν στο δωμάτιο της, δίπλα στο παράθυρο, χαζεύοντας το χιόνι που έπεφτε και είχε σκεπάσει τα πάντα, είδε ένα πεφταστέρι να πέφτει στην αυλή του σπιτιού. Έτρεξε έξω, το πήρε στα χέρια της και το έβαλε στην κορυφή του δέντρου. «Ένα ολόδικό σου αστέρι» είπε, στάθηκε απέναντί του και θαύμαζε το ομορφότερο δέντρο που έχει υπάρξει ποτέ.

 

Οι ιστορίες γράφτηκαν με αφορμή την εικόνα (πηγή: διαδίκτυο, αν κάποια/ος γνωρίζει δημιουργό, ας επικοινωνήσει, για να το προσθέσουμε) και τον τίτλο «Ένα ολόδικό σου αστέρι» από μέλη της Αλατοπαρέας

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2022

Τα… καρδουλένια δώρα του Γουίλι

 


Ο Γουίλι είναι ένας μικρός πιγκουίνος. Ζει σ’ έναν μακρινό και παγωμένο τόπο. Οι φίλοι του τον αγαπάνε πολύ γιατί είναι καλόκαρδος και τρέχει πάντα να βοηθήσει όποιον έχει ανάγκη. Εκείνες τις γιορτές η Πολική Αρκούδα τού έκανε δώρο ένα ζεστό, πολύχρωμο πουλόβερ. Κι ο Τάρανδος έναν σκούφο κι ένα κασκόλ. Γνώριζαν ότι, παρόλο που τα χρειαζόταν, δεν θα ζητούσε ποτέ οτιδήποτε από κανέναν. Όπως επίσης γνώριζαν πως λίγο καιρό θα τα κρατούσε. Σύντομα θα τα έδινε σε κάποιον που θα τα είχε περισσότερη ανάγκη από κείνον.

Κάθεται στο ταπεινό του ιγκλού και πονοκεφαλιάζει. «Οι φίλοι μου μου έκαναν τόσο όμορφα δώρα. Εγώ τι να τους χαρίσω;» Ψάχνει από δω, ψάχνει από κει, τίποτα. Έχει δώσει και πάλι τα πάντα. Το μοναδικά πράγματα που κράτησε για τον εαυτό του: ένα παλιό στρώμα και μια τριμμένη κουβέρτα. Μπαίνει, βγαίνει, πηγαίνει πάνω κάτω. «Τι να τους χαρίσω; Τι; Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν κι εγώ δεν έχω τίποτα». Λίγο πριν απογοητευτεί εντελώς, ο δυνατός άνεμος ανοίγει την πόρτα του. «Γεια σου, Άνεμε! Εύχομαι να είσαι καλύτερα…» Ακούγεται ένα δυνατό «Βουουου…» κι ένα πακέτο κατακόκκινα χαρτιά προσγειώνονται στα πόδια του. Το μυαλό του αρχίζει να δουλεύει. Τρέχει γρήγορα γρήγορα στο σπίτι της Λευκής Αλεπούς και δανείζεται το ψαλίδι της. Καθώς επιστρέφει, ο Χιονάνθρωπος τον σταματάει. «Έχω ένα μασουράκι ολοκαίνουργια κορδέλα, μήπως τη χρειάζεσαι;» Όλοι ξέρουν πως τίποτα δεν πηγαίνει χαμένο αν τον δώσουν στον πιγκουίνο. Το παίρνει και λέει αμέτρητα ευχαριστώ.

Ξενυχτάει όλο το βράδυ. Κάνει με το κόκκινο χαρτί του Ανέμου δεκάδες καρδούλες. Τις δένει με την κορδέλα του Χιονάνθρωπου. Τις βάζει στο ελκηθράκι του. Και ξεκινάει.

Κάπου εδώ παρεμβαίνει ο Άγιος Βασίλης. Με δυο μαγικές κουβέντες και λίγη χρυσόσκονη κάνει τις καρδιές να λάμπουν σαν φωτάκια. Κάτι παράξενο συμβαίνει στη συνέχεια. Όσο ο Γουίλι μοιράζει καρδιές, τόσο το ελκηθράκι του γεμίζει. Ρούχα, παιχνίδια, φαγητά, δώρα. Λίγο πριν φτάσει σε μια φωλιά ή σε ένα ιγκλού, έχει, εκτός απ’ τη φωτεινή καρδούλα, και κάτι ακόμα. Με χαρά το δωρίζει κι αυτό! Κι όσο ο Γουίλι δωρίζει, δεκάδες καρδιές στολίζουν την περιοχή. Τα δέντρα γίνονται κατακόκκινα και καρδουλένια!

«Τι πάει να πει καρδουλένια, μαμά;»

Εκείνη δείχνει με το χέρι της τριγύρω. Όλα τα ζωάκια έχουν βγει έξω και θαυμάζουν το τοπίο. Καθένα κουβαλάει κι από κάτι και το χαρίζει στον διπλανό του. Αγκαλιές και γέλια. Γέλια και αγκαλιές. Και ευχαριστώ. Πολλά πολλά ευχαριστώ.

«Μαμά, το κατάλαβα!»

Είναι η σειρά του μικρούλη να δείξει με το δαχτυλάκι του τριγύρω.

«Αυτό θα πει καρδουλένια ε;»

Γιώτα Κοτσαύτη

Τυχερός μέσα στην ατυχία μου

 


Από τη στιγμή που μπήκα μέσα στη χριστουγεννιάτικη πιατέλα ένιωσα περήφανος και χαρούμενος. Κάθε χρόνο η κυρία Σόφι, όταν μας τακτοποιεί, κάτω κάτω βάζει τους κουραμπιέδες που δεν έχουν σχηματιστεί τόσο καλά και πάνω πάνω τους πιο όμορφους. Σε αυτή τη θέση βρίσκομαι κι εγώ φέτος, πρώτος και καλύτερος, χιονισμένος άψογα με την άχνη ζάχαρη και το μισοφέγγαρο σχήμα μου, χωρίς κανένα ψεγάδι.

Όλα θα κυλούσαν τέλεια, αν δεν αποφάσιζε να μεταφέρει την πιατέλα η δεκάχρονη Άλεξ. Πιάστηκε το ποδαράκι της στο χαλί και, χωρίς να το καταλάβει, δύο τρεις βρεθήκαμε στο πάτωμα. «Ευτυχώς μόνο η μία έσπασε στην άκρη» είπε η μητέρα της. Μπορείτε να φανταστείτε ποια ήταν; Ναι. Καλά το καταλάβατε. Η δική μου! Ένιωσα τόση απογοήτευση. Γιατί να μου συμβεί; Πάνω που θα καμάρωνα ήρθε το αδέξιο κορίτσι και… Μιλώντας με τον εαυτό μου έστρεψα το θυμωμένο βλέμμα μου πάνω της αλλά γρήγορα γλύκανε η ματιά μου σαν την είδα το ίδιο θλιμμένη. Αυτό που έκανε μετά δεν θα το ξεχάσω.

«Μαμά, αυτόν τον κουραμπιέ που έσπασε λίγο, μάλλον τον είχα πλάσει εγώ. Είχα βάλει τόσο κόπο και είναι κρίμα τώρα που έσπασε από δικό μου λάθος. Μπορώ να τον στολίσω και να τον ξαναβάλεις στην κορυφή; Σου υπόσχομαι ότι δεν θα φαίνεται το τραύμα στο κεφαλάκι του.» Συμφώνησε και σε λίγο, δεν θα το πιστέψετε, στεκόμουν και πάλι στην κορυφή της πιατέλας. Αυτή τη φορά φορούσα ένα αγιοβασιλιάτικο καπέλο από ζαχαρόπαστα  και μια καρδούλα εκεί ακριβώς που κάνει κούρμπα η κοιλίτσα μου και βρίσκεται και η αληθινή μου καρδιά. Είχε βουτήξει το παιδικό της δαχτυλάκι στη μαρμελάδα φράουλα και την είχε σχεδιάσει. Αν μπορούσε να με ακούσει και να με νιώσει, θα την αγκάλιαζα σφιχτά και θα της έλεγα ένα μεγάλο «Ευχαριστώ!» από τα βάθη της ψυχής  μου.

Όταν τελείωσε και με είδε η μητέρα της, ενθουσιάστηκε. «Μπράβο, Άλεξ! Αυτός ο κουραμπιές αξίζει να βρίσκεται πάνω πάνω για να τον καμαρώνουν όλοι. Δεν είναι μόνο διαφορετικός αλλά και εμφανίσιμος!» Πράγματι, δεν είμαι πια ένας συνηθισμένος κουραμπιές σαν όλους τους άλλους. Είμαι ένα κουραμπιές με γέμιση, με γέμιση αγάπης και φροντίδας. Τελικά συνειδητοποίησα ότι όλα διορθώνονται αν υπάρχει καλή διάθεση και νοιάξιμο.

Έχω να σας πω ότι έκανα εντύπωση σε όλους. Κανείς δεν ήθελε να με φάει. Μόνο να με κοιτάνε. Κι εγώ κορδωνόμουν και ευχόμουν σε όλους «Καλά Χριστούγεννα!»

Μαρία Βακαλοπούλου

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2022

Μια περιπέτεια για τον Κύριο Κουραμπιέ

 


Λίγες μέρες έμειναν για τα Χριστούγεννα. Όλοι είναι χαρούμενοι. Εμένα με πιάνει μελαγχολία. Όχι επειδή θα με φάνε κάποια στιγμή. Η καρδιά μου πονάει, γι’ αυτό την κρατάω, μήπως ηρεμήσει.

Κι αυτό το Μελομακάρονο το σκουντάω, μα τίποτα. Φίλος να σου πετύχει. Από τότε που γνώρισε το Σοκολατένιο Μελομακάρονο με ξέχασε. Ξετρελάθηκε μαζί του.

«Εδώ είμαι Ασπρούλη, δεν σ’ εγκατέλειψα. Φέρε ν’ αλείψω μέλι την καρδούλα σου, να γλυκαθεί. Νιώθεις καλύτερα; Θέλεις να κάνουμε σκανταλιές;»

«Μπα! Ο νέος φίλος σου δεν θα έχει αντίρρηση;»

«Ο Σοκολατένιος Καρυδόμελος είναι βαρύς. Εξάλλου εσύ είσαι ο κολλητός μου!»

Πηδάνε από την κόκκινη πιατέλα στο τραπεζομάντηλο με τα άσπρα έλατα και το χιονισμένο σπίτι.

«Από πού να ξεκινήσουμε;» ρώτησε ο Κουραμπιές.

«Από τις δίπλες» είπε το Μελομακάρονο. «Παρότι είμαστε φτιαγμένα από παρόμοια υλικά, είναι τεράστιες και άκαμπτες.»

Σκαρφαλώνουν στην ασημένια πιατέλα. Δεν κουνιούνται, μόνο ψιθυρίζουν.

«Τι κάνετε εδώ; Αφήστε μας στην ησυχία μας. Να πάτε αλλού να παίξετε.»

«Όπως τα είπες. Ξενέρωτες είναι. Πάμε στο Μπισκοτένιο Σπίτι. Ο Μπισκοτένιος Άνθρωπος θα μας μιλήσει.»

Τρέχουν ευτυχισμένα ανάμεσα σε σοκολατένια έλατα, σκουφιά, αστέρια, ταράνδους, χιονάνθρωπους και διάσπαρτες χρωματιστές μπάλες.

«Κοίτα πως φαίνεται από εδώ ο Άγιος Βασίλης. Τεράστιος! Την επόμενη φορά να του μιλήσουμε.»

Το Μπισκοτόσπιτο και ο Μπισκοτάνθρωπος τούς καλοδέχτηκαν.

«Να σας κεράσουμε σοκολατάκι; Είναι νεοφερμένα.»

«Προτιμάμε να παίξουμε.»

«Ποιός είναι ο προορισμός σας; Να έρθω μαζί σας;» ρώτησε το Μπισκότο.

«Φυσικά! Θα πάμε στην κούπα με τη σοκολάτα!»

«Πώς σκαρφαλώνουμε;»

«Θα σας πετάξω εγώ που είμαι ψηλός και θα ανέβω μετά από εσάς.»

Πράγματι το Μελομακάρονο με τον Κουραμπιέ, έβαλαν τα ειδικά αδιάβροχά τους, έπεσαν στη σοκολάτα με τη σαντιγί και κολύμπησαν. Όπως ανέβαινε όμως για να πάρει το δικό του αδιάβροχο, ο Μπισκοτάνθρωπος, γλίστρησε, έπεσε κι έσπασε το πόδι του. Έγινε δυο κομμάτια. Τριγύρω υπήρχαν θρύψαλα μπισκότου. Έκλαιγε κι η καρδιά του Κουραμπιέ ράγισε για άλλη μια φορά...

Κάτι έπρεπε να κάνουν για τον φίλο τους. Δεν πρόλαβαν να κουνηθούν, όταν είδαν ένα ανθρώπινο χέρι να πλησιάζει. Έκαναν ξανά βουτιά στη σοκολάτα. Τότε ακούστηκε η φωνή της μητέρας.

«Βασιλάκη, δεν σου είπα να μην πλησιάσεις το τραπέζι με τα γλυκά; Τόσα ζαχαρωτά έφαγες σήμερα. Αύριο πάλι. Πήγαινε να διαβάσεις.»

Το παιδί έφυγε δυσανασχετώντας. Κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν. Έτρεξαν στη γυάλινη άμαξα. Ήρθαν κι άλλοι να βοηθήσουν να μεταφέρουν τον τραυματισμένο. Τα ζαχαρωτά, τα cupcakes, ακόμα και οι δίπλες. Τον σήκωσαν, τον έβαλαν στην άμαξα και τον επέστρεψαν στο σπίτι του, για να αναρρώσει.

Η καρδιά του Κουραμπιέ ηρέμησε κάπως. Το βράδυ αποκοιμήθηκε δίπλα στο Μελομακάρονο.

Τα μεσάνυχτα ακούστηκε θόρυβος. Το παιδί στις μύτες των ποδιών του, ψαχουλεύοντας μέσα στο σκοτάδι, άπλωσε το χέρι του στην κούπα με τη σοκολάτα. Την έφερε στο στόμα του. Ήπιε την πρώτη γουλιά και την απόλαυσε μέχρι που δεν άφησε σταγόνα.

«Περίεργη γεύση έχει» σκέφτηκε. «Σαν να έχει αναμιχθεί μελομακάρονο και κουραμπιές με σοκολάτα. Έχει δίκιο η μητέρα μου. Τρώω πολλά γλυκά και τα έχω μπερδέψει. Ας κοιμηθώ. Μπορεί να ονειρευτώ χριστουγεννιάτικα γλυκά σε περιπέτειες κι απόψε...»


Πένυ Διαμαντοπούλου

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2022

Μία ζωγραφιά, πόσες ιστορίες;

 


Βενετσανάκη Γεωργία

Ο άταχτος Ρίκο

«All I want for Christmas is youuuu!» τραγουδούσε η μικρή Ροζαλία κι ο γατούλης της ο Ρίκο κουνούσε την ουρά. «Τι να έχει μέσα στο ασημένιο αυτό πακέτο;» αναρωτιόταν κι άπλωνε την πατουσίτσα του να σκίσει το χαρτί. «Ρίκο, μη! Αυτό είναι το δώρο σου. Θα μπει κάτω από το δέντρο και θα το ανοίξουμε μαζί τα Χριστούγεννα. Το υπόσχεσαι;» «Νιαουυυυυ» διαμαρτυρήθηκε με μια φάλτσα νότα ο γατούλης.

Η Ροζαλία τού έκλεισε το μάτι καθώς ακουμπούσε το δώρο. Έπρεπε τώρα να βιαστεί.

Όταν ο Ρίκο όμως παιδιά έμεινε μονάχος, καμπανάκια άρχισαν να χτυπούν στην καρδιά!

«Make my wish come truuuuue» ακούστηκε και πάλι η Ροζαλία. Τώρα κρατούσε ένα ακόμη πακέτο. Τόσο μεγάλο που το προσωπάκι της είχε κρυφτεί. Και να! Μπουρδουκλώνεται, το πόδι της γλιστράει, τρώει μια τούμπα και βρίσκεται στο πάτωμα. «Ποιος μου ’βαλε τρικλοποδιά;» φωνάζει και ψάχνει να βρει το πειραχτήρι. Μα ο Ρίκο έχει κρυφτεί.

«Ψιτ, γατούλη μου, πού κρύβεσαι;» ρωτάει και βλέπει μια κόκκινη χοντρή κλωστή τριγύρω από το δέντρο. Τώρα όλα τα κατάλαβε! «Μικρέ μου Ρίκο, το ήξερα πως δεν θ’ αντισταθείς, γι’ αυτό κι εγώ σου έβαλα μες το κουτί μια μπάλα μάλλινη να παίζεις!» είπε η Ροζαλία κι αγκάλιασε τον άταχτο γατούλη.

 

Λύχνου Πέπη

Ωραία μου πηγαίνει ο κόκκινος φιόγκος. Πολύ… χριστουγεννιάτικος! Ταιριαστός με τα γάντια και το σκουφί της Μελίνας. Βρε, κοίτα τους πώς με θαυμάζουν! Έχουν ανοίξει διάπλατες τις ματάρες τους και δεν παίρνουν το βλέμμα τους από πάνω μου.

Σκέτη απόλαυση είναι…

Είμαι σίγουρος ότι προσπαθούν να μαντέψουν από το μέγεθος, το βάρος, το σχήμα μου τι έχω τυλίξει με το αστρικό μου περιτύλιγμα. Κι αυτό το χαζογατί γατζώθηκε στον ώμο της αγαπημένης μου και κοιτά. Τι κοιτά; θα περιμένει καμιά νόστιμη γατοτροφή, τίποτα gourmet - μεζέδες!

«Μπουουου!»

Μπα, τίποτα, κόλλησαν. Τους μαγνήτισα…

«Δεν με αφήνετε κάτω τώρα; Θα με κατσιάσετε. Μέχρι τα Χριστούγεννα δεν πρόκειται να αποκαλύψω τίποτα. Έτσι θα μείνω, κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, πανέμορφο, στολισμένο με τα γκλίτερ μου, τα γυαλίσματά μου, τα αστεράκια και τον σγουρό, άλικο φιόγκο μου! Γιατί αν δεν έχεις κάτι να περιμένεις, κάτι να σε κρατά σε αγωνία, να το μυρίζεις, να το ψαχουλεύεις, να το κοιτάς γύρω γύρω και να προσπαθείς να μαντέψεις τι θα σου φέρει τη νέα χρονιά, να είναι η αφορμή για ζεστές αγκαλιές και φιλιά, τι νόημα έχουν τα Χριστούγεννα;

 

Μήτσκου Παύλος

Γράμμα στον παππού και τη γιαγιά

«Αγαπημένοι μου παππού και γιαγιά, καλά Χριστούγεννα!

Σήμερα πήγαμε με τον μπαμπά να σας πάρουμε το ομορφότερο δώρο του κόσμου.

Ήταν πολύ ωραία. Μπήκαμε σ’ ένα τεράστιο μαγαζί που είχε ό,τι ήθελες. Ένα σωρό παιχνίδια, ρούχα και γλυκά. Όταν τα βλέπεις, γουργουρίζει η κοιλίτσα σου. Πουλούσαν την αγαπημένη μου σοκολάτα κι εκείνα τα ζαχαρωτά, που εσείς δεν μπορείτε να φάτε, γιατί δεν έχετε γερά δοντάκια σαν τα δικά μου, αλλά ψεύτικα.

Είδαμε και έναν Άγιο Βασίλη με τον οποίο μπορούσες να βγεις φωτογραφία και να του ζητήσεις ό,τι δώρο θέλεις. Εγώ του είπα πως θα ’θελα να είστε μαζί μας φέτος τα Χριστούγεννα, γιατί μου λείπετε πολύ. Είναι η πρώτη φορά που δεν θα κάνουμε γιορτές μαζί.

Δεν σας έγραψα το καλύτερο. Ο μπαμπάς μου αγόρασε ένα γατάκι. Είναι πολύ παλαβό. Συνέχεια τρίβει το κεφάλι του πάνω στο χέρι μου, κάθε φορά που το χαϊδεύω. Ανεβαίνει στον ώμο μου και γουργουρίζει στο αυτί μου. Στο σπίτι έχει μαδήσει όλα τα χαλιά. Όταν η μαμά το μαλώνει, αυτό δεν της δίνει σημασία, μόνο κάθεται και γλείφει τα πόδια του. Αποφάσισα να το ονομάσω Μπουμπού.

Σας στέλνω και μια φωτογραφία που βγήκα με την Μπουμπού και το δώρο σας.

Με αγάπη, Βιβή.»

 

Πουρίδου Κατερίνα

Χριστουγεννιάτικο δωράκι

Έβαλε το γκρι γούνινο παλτό και το κασκόλ της, φόρεσε στο κεφάλι μια κόκκινη αγιοβασιλιάτικη σκούφια και πέρασε στα χέρια τα κόκκινα γάντια της. Το είχε αποφασίσει. Η μικρή γατούλα ανέβηκε πάνω της -δεν θα την άφηνε να φύγει μόνη, μέσα στο κρύο. Η Λίζα έσκυψε μπροστά από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, πήρε στα χέρια της ένα πακέτο κι έσιαξε λίγο τον κόκκινο φιόγκο του. Ναι, ήταν υπέροχη η ιδέα της.

«Μαμά, θα πεταχτώ λίγο μέχρι το σπίτι της Αμαλίας. Δεν θα αργήσω!» φώναξε μέσα από το σαλόνι για να την ακούσει η μαμά από την κουζίνα. Δίχως να περιμένει απάντηση, άνοιξε την πόρτα κι άρχισε να κατηφορίζει τρέχοντας. Σε τρία λεπτά είχε φτάσει στο κατώφλι της Αμαλίας, ένα μικρό χαμόσπιτο με μια μικρή αυλίτσα. Στο δεύτερο χτύπημα η πόρτα άνοιξε κι ένα ξανθό μουτράκι ξεπρόβαλε δειλά. «Καλησπέρα, Αμαλία. Έγινε ένα λάθος κι έτρεξα να το διορθώσω. Ο Άγιος Βασίλης μπερδεύτηκε κι έφερε το δικό σου δώρο στο δικό μας δέντρο. Ορίστε! Καλά Χριστούγεννα!» είπε με μιαν ανάσα η Λίζα και γύρισε πίσω τρέχοντας. Το χιόνι είχε αρχίσει να πέφτει πυκνό. Το κρύο πάγωνε τη μυτούλα της αλλά η χαρά ζέσταινε την καρδιά της.

 

Ρηγάτου Βασιλική

Αγαποεπίσκεψη

«Γρήγορα, Άλφι! Μπες κάτω από το κασκόλ μου. Θα κρυώσεις στο χιόνι. Πρέπει να βιαστούμε, αν θες να προλάβουμε» είπε το κοριτσάκι στον γάτο κι εκείνος, λες και κατάλαβε, βιάστηκε να εκτελέσει την εντολή. Τον σκέπασε με το μάλλινο κασκόλ, φόρεσε τον κόκκινο σκούφο της, πήρε το καλοτυλιγμένο κουτί και βγήκαν στον δρόμο. Παρόλο που έκανε κρύο, δεν φάνηκε να ενοχλεί κανέναν από τους δύο. Πήγαιναν στον προορισμό τους χαρούμενοι. «Λες να τους αρέσει το δώρο, Άλφι;» ρώτησε το κοριτσάκι κι ο γάτος γουργούρισε καταφατικά.

Μετά από λίγο βρέθηκαν μπροστά από ένα μεγάλο, γκρι κτίριο. Το κοριτσάκι άνοιξε την πόρτα διακριτικά και προχώρησε μέχρι τον πάγκο της υποδοχής. «Καλησπέρα. Ψάχνω τον κύριο και την κυρία Μπόβεντυ. Σε ποιον όροφο είναι;» είπε στην υπάλληλο κι εκείνη πρόθυμα τη συνόδευσε μέχρι το δωμάτιο. «Γιαγιά! Παππού! Έκπληξη!» ξεφώνισε με το άνοιγμα της πόρτας. Οι δύο φιγούρες, που ήταν ξαπλωμένες στο κρεβάτι, σάστισαν. «Ιβ, τι κάνεις εδώ αγγελούδι μου; Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς» είπε η γιαγιά με μια ανοικτή αγκαλιά. «Χωρίς δώρο θα σας άφηνα; Έφερα και τον Άλφι μαζί, πρέπει να τον είχατε πεθυμήσει» απάντησε κι ανεβαίνοντας στο κρεβάτι αγκαλιάστηκαν όλοι μαζί αγαπημένοι.


Οι ιστορίες γράφτηκαν με αφορμή την εικόνα (πηγή: διαδίκτυο, αν κάποια/ος γνωρίζει δημιουργό, ας επικοινωνήσει, για να το προσθέσουμε) από μέλη της Αλατοπαρέας


Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2022

«Φέτος τα Χριστούγεννα θέλω να χαρίσω…»

 


Βακαλοπούλου Μαρία

Τι να χαρίσω

Φέτος τα Χριστούγεννα θέλω να χαρίσω…

Χαμόγελα αισιοδοξίας σε θλιμμένες φάτσες.

Ραβδιά μαγικά να μπορείς να κρατάς σε απόσταση την κακή διάθεση.

Ιστορίες που λέγονται κοντά σε αναμμένο τζάκι.

Στολίδια που αντανακλούν το φως τους στο σκοτάδι.

Τριγωνάκια που θα συντροφεύουν τα παιδιά στα κάλαντα.

Όνειρα που μπορούν να σε ταξιδέψουν όπου θες.

Υπομονή σε κάθε γονεϊκή ψυχή.

Γιρλάντες πολύχρωμες να στολίζουν με χρώμα τη ζωή μας.

Ελπίδα ότι πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι να μας ανεβάσουν ψηλότερα.

Νόστιμους κουραμπιέδες να γλυκάνουν κάθε πόνο.

Νοσταλγικές, αξέχαστες μυρωδιές κανέλας και ψημένου κάστανου.

Αγκαλιές εγκάρδιες, αληθινές, ζεστές.

Κι αν τα καταφέρω, θα ’ναι για μένα μια αρχή

πως θα ’ναι φωτεινή η νέα χρονιά που ξεκινάει.

 

Δαμιανίδου Πόπη

Το φως της ψυχής

Φέτος τα Χριστούγεννα

Θέλω να χαρίσω

Λίγο απ’ της ψυχής μου το φως

Ν’ ανοίξω όλες τις καρδιές

Και να τις γεμίσω με ηλιαχτίδες

Να δουν την ουσία της ζωής

Να διώξουν μακριά τις πίκρες

Κι όταν τα σύννεφα γεμίσουν τις ψυχές τους

Σαν το σφουγγάρι το φως μου

Να καθαρίσει όλες τις πληγές

 

Ζώρζου Ιωάννα

Φέτος τα Χριστούγεννα

θέλω να χαρίσω ευχές

από κάθε λογής λυχνάρι μαγικό

από το ραβδί της πιο όμορφης νεράιδας

από το πιο λαμπρό αστέρι τ’ ουρανού

Φέτος τα Χριστούγεννα

Θέλω να χαρίσω

σε ανθρώπους που βλέπουν μόνο το καλό

σε σκέψεις που αποστρέφονται τη μιζέρια

σε πράξεις που οδηγούνται από την ενσυναίσθηση

Φέτος τα Χριστούγεννα θέλω να χαρίσω και να χαριστώ

σε καθετί που προστάζει την Αγάπη.

 

Κοτσαύτη Γιώτα

Το κόκκινο στα μάγουλα

Φέτος τα Χριστούγεννα

θέλω να χαρίσω

ένα ελαφρύ κόκκινο στα μάγουλα.

 

Το κόκκινο που φέρνει η απρόσμενη χαρά.

Ο ενθουσιασμός.

Και η αγάπη.

 

Να το χαρίσω θέλω φέτος

αυτό το κόκκινο

που δεν θα είναι ούτε της ντροπής

ούτε του φόβου.

 

Θα ’ναι το κόκκινο των παιδιών

που στολίζουν τα Χριστούγεννα

κι ονειρεύονται ν’ αλλάξουν τον κόσμο!

 

Κουρτζόγλου Στέλλα

Φέτος τα Χριστούγεννα

θέλω να χαρίσω χρώμα

στα γκρίζα κτίρια

της Οδού Προσφυγιάς.

Θέλω να χαρίσω ζεστασιά

στους καταυλισμούς

και στα χωριά

που το χιόνι είναι πολύ

κι είναι εκεί η γιαγιά

κι ο παππούς.

Θέλω να χαρίσω την κούκλα μου

στη Φανούλα που τα χεράκια της παίζουν

με τα χαρτόκουτα στους δρόμους.

Φέτος θέλω να μου χαρίσεις ένα χαμόγελο

κι εγώ θα συνεχίσω!

 

Λιανού Σταυρούλα

Στιγμές ευτυχίας

Φέτος τα Χριστούγεννα θέλω να χαρίσω στιγμές ευτυχίας.

Στο παιδί, που ζει τη φρίκη του πολέμου, θα χαρίσω ειρήνη, ζωή όπως παλιά κι ανεμελιά.

Στους γονείς, που ξενυχτούν για το παιδί τους, βοήθεια, υποστήριξη, ξεκούραση.

Στον ηλικιωμένο, ζεστό φαγητό και συντροφιά.

Στον άρρωστο, το φάρμακο που θα διώξει τον πόνο και την αρρώστια μακριά.

Στον «διαφορετικό», αποδοχή και ευκαιρίες για ισότιμη ζωή.

Ευτυχία, σε όλους, θα ήθελα να χαρίσω, μα είναι τόσοι πολλοί.

Ίσως αν με βοηθήσετε, από λίγο ο καθένας,

το όνειρό μου, αυτά τα Χριστούγεννα, να το πραγματοποιήσω!

 

Μήλιου Θεοδώρα

Το χαμόγελο της Ελπίδας

Φέτος τα Χριστούγεννα θέλω να χαρίσω ένα χαμόγελο

Ένα χαμόγελο ελπίδας σ’ εκείνους που βουλιάζουν σε μια οικειοθελή μοναξιά

Σ’ εκείνους που υποφέρουν και προσπαθούν να ξεφύγουν από τη μανία του ίδιου τους του εαυτούς

Σ’ εκείνους που φοβούνται για τη ζωή τους εξαιτίας του μίσους του άλλου

Σ’ εκείνα τα παιδιά που είναι τρομαγμένα

και δεν υπάρχει κάτι λαμπερό

Για όλους τους μαχητές το χαμόγελο αυτό της ελπίδας, να γυρίσουν σπίτι τις γιορτές.

Ένα χαμόγελο Ελπίδας να διώξουμε ό,τι σε όλους μας φέρνει πόνο.

 

Μπόικου Θεοδώρα

Φέτος τα Χριστούγεννα θέλω να χαρίσω ουράνια τόξα, τα παιδιά να κυλούν ανέμελα στα ιριδίζοντα χρώματα, πινέλα να χαράζουν με βαμβάκι την ψυχή τους για να είναι λευκή σαν τα σύννεφα ουράνιου πέρατος. Να χαρίσω νεράιδες με ραβδάκια ασημόσκονης, να ξορκίζουν τα δύσβατα μονοπάτια, κουδουνάκια δεμένα σε κόκκινη κορδέλα, θύμηση για τριγωνοκάλαντο μες τις γειτονιές. Μα, πιότερο, επιθυμώ την Αγάπη, να ξεναγήσει στην ομορφιά της τις καρδιές μας!

 

Μπουργάνη Ειρήνη

Η ζεστασιά των Χριστουγέννων

Φέτος τα Χριστούγεννα

θέλω να χαρίσω ζεστασιά.

Να φτάσει σε κάθε γωνιά παγωμένη

μα και στις καρδιές των ανθρώπων.

Ν’ ανάψει από μία φωτιά παντού

και γύρω της να μαζευτούν μικροί και μεγάλοι.

Να ζήσουν μοναδικές στιγμές

και να δημιουργήσουν όμορφες αναμνήσεις.

Να ψήσουν κάστανα και να πούνε ιστορίες

που θα είναι πασπαλισμένες με αστερόσκονη

και τους δράκους θα διώχνουν μακριά.

Με τη ζεστασιά λιώνουν οι πάγοι της ψυχής

κι όλοι γίνονται λίγο πιο όμορφοι.

 

Παναγιωτόγλου Φιλιππίνα

Το φόρεμα

Φέτος τα Χριστούγεννα θέλω να χαρίσω το πιο όμορφο δώρο:

ένα στολίδι μαγικό φτιαγμένο με αγάπη κι ένα σύννεφο από άχνη ζάχαρη.

Το δώρο αυτό σύμβολο θα το πω ή ακόμα και μετάλλιο.

Ύστερα από χρόνια βαρετά γεμάτα πόνο, απώλεια και αρρώστια

σήμερα, τώρα πια, γεμάτη δύναμη, υγεία και χαρά

σας δίνω αυτή τη μοναδική αρετή της Ελευθερίας κι ό,τι μπορεί να φέρει μαζί της.

Εκφράσου με κάθε δυνατή μορφή,

αφέσου να παρασυρθείς στα κύματα της ευτυχίας και της ξενοιασιάς.

Μη βαρυγκωμάς, μη φοβάσαι,

όλοι μαζί μια αγκαλιά,

τα παλιά να μη λησμονούμε 

παρά να κεντήσουμε με πολύτιμα υλικά

το φόρεμα της καινούργιας μας ζωής.

 

Ρηγάτου Βασιλική

Φέτος τα Χριστούγεννα

θέλω να χαρίσω

χρώματα και τραγούδια

σ’ όσους διψάνε για ζωή

μ’ αρνούνται να το πουν.

Πάρα πολλά χαμόγελα

σε όσους δεν γελάνε

κι όσοι χαμογελούσανε

να κλαίνε από χαρά.

Αγάπη σ’ όσους αγαπούν

διπλά να τη χαρίζουν.

Και σ’ όσους δεν την ένιωσαν,

να πρωτοαγαπηθούν.

Μοναδική μου ευχή:

η εσωτερική ομορφιά του κόσμου.

 

  

Γράφτηκαν με αφορμή την εικόνα (πηγή: διαδίκτυο, αν κάποια/ος γνωρίζει δημιουργό, ας επικοινωνήσει, για να το προσθέσουμε) και τη φράση «Φέτος τα Χριστούγεννα θέλω να χαρίσω…» από μέλη της Αλατοπαρέας

 

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2022

Η ιστορία του Νυχτολούλουδου

 


Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια αυλή φύτρωσε ένα αγριολούλουδο, που κανείς δεν γνώριζε το όνομά του. Για τον λόγο αυτό τα άλλα λουλούδια και η κυρία του σπιτιού απέφευγαν να του μιλάνε.

Αυτό ένιωθε πολύ μόνο, ώσπου ένα βράδυ ονειρεύτηκε ότι κάποιος το φώναξε. Ξύπνησε και κοίταξε γύρω του. Το ολόγιομο φεγγάρι ακτινοβολούσε στον σκοτεινό ουρανό. Ζαλισμένο από τον ύπνο νόμισε ότι του χαμογέλασε και του έκλεισε το μάτι. Πώς μπορεί να χαμογελά ένα φεγγάρι; Δεν το ανέλυσε πολύ και το ανακοίνωσε στα αλλά λουλούδια.

«Έχω ακούσει να λένε ήλιος με δόντια, αλλά φεγγάρι με μάτια, πρώτη φορά ακούω» κορόιδεψε η Ζίνια.

«Για δες κάτι περίεργες ιδέες που κυκλοφορούν» είπε ο Κρίνος.

«Εκεί, που αμέριμνα απολαμβάνεις το βραδινό αεράκι, τσουούπ, σου καρφώνονται. Άντε μετά να τρέχεις να τις βγάλεις» συμπλήρωσε η Μαργαρίτα.

Το μικρό φυτό λυπήθηκε γιατί δεν το καταλάβαιναν και πεθύμησε περισσότερο την ησυχία της νύχτας. Έτσι κάθε βράδυ ο μίσχος των λουλουδιών του ακολουθούσε την πορεία του φεγγαριού. Στα φύλλα του ένιωθε το χάδι από τις ακτίνες του και προσπαθούσε να στείλει πίσω ένα χαμόγελο ζεστό και ξεχωριστό. «Θεέ μου, τι ομορφιά!» ψιθύριζε κι έκλεινε τα πέταλά του το πρωί, για να κρατήσει ζωντανή τη βραδινή ανάμνηση.

Σιγά σιγά μεταμορφώθηκε σε ξεχωριστό φυτό, γεμάτο λουλούδια με ζωηρά χρώματα. Απέκτησε μεθυστικό άρωμα και όνομα. «Νυχτολούλουδο» το φώναζαν.

Ένα απόγευμα η κυρία του σπιτιού κοίταξε με θαυμασμό το λουλούδι και σήκωσε τη γλάστρα για να τη μεταφέρει μέσα στο σπίτι. Τα αλλά φυτά ανησύχησαν για κείνο και του φώναξαν.

«Το φεγγάρι ήταν μια βαρκούλα για να φύγεις από τη λησμονιά, μια προσευχή.»

«Τίποτα δεν σου έδωσε. Εσύ έχεις τη δύναμη.»

«Σε αγαπάμε.»

Η κυρία του σπιτιού ακούμπησε τη γλάστρα σε ένα μικρό τραπεζάκι στο σαλόνι.

«Εδώ θα είσαι καλύτερα. Θα σου βάζω μπόλικο νερό, δεν θα σε φυσά ο άνεμος, δεν θα κρυώνεις» ψιθύρισε στο Νυχτολούλουδο.

Σε λίγο το φως της ημέρας χάθηκε και αυτό σκέφτηκε το φεγγάρι. «Άραγε που θα είναι τώρα; Θα έχει φανεί από το βουνό; Θα έχει καθρεπτιστεί στη θάλασσα; Θα φωτίζει τώρα την αυλή; Θα προσέξει την απουσία μου; Θα ταξιδεύει σε έναν αργό χορό σκορπίζοντας ματιές, χάδια κι εγώ θα λείπω… Είναι τόσο ωραίο, επικίνδυνα, τρελά ελκυστικό!»

Όλα εκεί του φαίνονταν ανιαρά. Πόσο μαύρο μπορεί να είναι το σκοτάδι χωρίς τη λάμψη τού φεγγαριού! Πόση μοναξιά χωρίς την αγαπημένη παρουσία! Δεν το ήθελε το μπόλικο νερό, αψηφούσε τον άνεμο, το κρύο. Δεν άντεχε να λείπει από τη ματιά του, από τα ταξίδια του. Δεν είχε πια τίποτα να περιμένει, κανένα χαμόγελο να στείλει, κανέναν λόγο να υπάρχει. Έκλεισε τα πέταλα. Δεν θα τα ξανάνοιγε. Το φεγγάρι δεν μπαίνει ποτέ στο σαλόνι. Έγειρε, έγινε μια σκούρα μικρή τελεία, χωρίς χαμόγελο, χωρίς χρώμα, χωρίς άρωμα, σαν να μην υπήρξε ποτέ.

Πόπη Καραβασίλη

(ανέκδοτο κείμενο)

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2022

Μια ζωγραφιά, πόσες ιστορίες;

 


Βακαλοπούλου Μαρία

Ένα όνειρο πηγή χαράς

Παραμονή Χριστουγέννων ξημερώνει και όλα τα παιδιά θα ξεχυθούν στους χιονισμένους δρόμους για τα κάλαντα. Το ίδιο θα κάνω κι εγώ μαζί με τον σκύλο μου, τον Μούργο. Με λένε Κλαρίσα και τα Χριστούγεννα είναι τα αγαπημένα μου. Φόρεσα το κόκκινο παλτό μου και ξεκινήσαμε. Πού και πού κάναμε στάσεις για να χαζέψουμε βιτρίνες. «Μούργο, τι κοιτάς;» ρώτησα και πλησίασα δίπλα σε ένα χαμόσπιτο. Κόλλησα το πρόσωπο για να δω. Δύο παιδάκια ξυλιασμένα από το κρύο προσπαθούσαν να ανάψουν φωτιά με λιγοστά κούτσουρα. Δεν υπήρχε ούτε έλατο, ούτε γιορτινή ατμόσφαιρα. Στεναχωρήθηκα. «Έλα, σκύλε, επιστροφή!» Όταν έπεσα για ύπνο, σκεφτόμουν. «Τι μπορώ εγώ να τους προσφέρω;»

Δεν πέρασε ώρα και αντιλήφθηκα ότι κάποιος με τραβούσε. Ήταν ο Μούργος. Είχε δαγκώσει την πιτζάμα. «Πού με πας;» Άρπαξα το παλτό και βγήκα. Τότε άκουσα ένα κλάμα, σαν παράπονο. «Ακούγεται από το δάσος.» Μέχρι να ολοκληρώσω τη φράση εκείνος είχε φέρει το έλκηθρό και γάβγιζε. Χωρίς να το πολυσκεφτώ ανέβηκα κι ακολούθησα τη φωνή. Από πίσω κι ο σκύλος. Σαν φτάσαμε, εντοπίσαμε πίσω από ένα θάμνο ένα ελατάκι. «Γιατί κλαις;» ρώτησα. «Δύο παιδιά με κουνούσαν, τάχα για να παίξουν, όση ώρα ο πατέρας τους έψαχνε για ένα μεγάλο για το σπίτι τους, μέχρι που με ξεριζώσανε. Τώρα εγώ δεν θα μεγαλώσω, δεn θα στολίσω κανένα σπίτι και θα ξεραθώ.» «Πώς να σε βοηθήσουμε;» «Αν με παίρνατε να στολίσω το δικό σας.» «Εμείς έχουμε. Α, για στάσου! Ξέρω ένα σπίτι που θα πάρει μεγάλη χαρά! Τι λες, Μούργο, για το χαμόσπιτο;» Αμέσως το φορτώσαμε στο έλκηθρο και σαν φτάσαμε, το αφήσαμε στην είσοδο χτυπώντας διακριτικά. Έπειτα κρυφτήκαμε. Δεν φαντάζεστε τι χαρά έκαναν! Πηδούσαν, φώναζαν…

«Κλαρίσα, γιατί φωνάζεις; Είσαι καλά;» ρώτησε με αγωνία η μαμά και κάθισε δίπλα μου. «Ονειρευόμουν» είπα απογοητευμένη. «Μαμά, μπορούμε αύριο να πάρουμε ένα ελατάκι για να το χαρίσω κάπου; Μην μου το αρνηθείς..» «Εντάξει!» έγνεψε κι ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό μου.

 

Βενετσανάκη Γεωργία

Χριστούγεννα στην καρδιά του δάσους

Τότε ήμουν μικρούλης. Και μάλλον άμυαλος, αφού απομακρύνθηκα από την αυλίτσα μας. Έβλεπα τις άσπρες νιφάδες να πέφτουν. Σάμπως είχα ξαναδεί τέτοια λαμπερά κρυσταλλάκια; Με έναν τρελό χορό τριγύριζαν, καθόντουσαν απαλά στο χώμα κι έπειτα εξαφανίζονταν!

Μαγεμένος άνοιξα την ξύλινη πόρτα κι άρχισα να κυνηγώ τη μία άσπρη χορευτριούλα μετά την άλλη, και μετά την επόμενη, και την επόμενη... ώσπου χάθηκα! Όλα ήταν κατάλευκα και ήσυχα γύρω μου. Πού βρισκόμουν; Μήπως είχα ανέβει στα σύννεφα; Θα έπρεπε να είμαι χαρούμενος γι’ αυτό, όμως η μουσούδα μου άρχισε να στάζει και το τρίχωμά μου είχε γίνει μπαμπακένιο. Τότε θυμήθηκα ότι μάλλον έπρεπε να επιστρέψω σπίτι. Να επιστρέψω; Μια κουβέντα ήταν αυτή… Σύντομα το δυνατό κλάμα μου ακουγόταν μέσα στη σιγαλιά.

Ήμουν μόνος. Καθόλου δεν με διασκέδαζε πια ο κρυσταλλένιος χορός. Περπατούσα ανάμεσα στα δέντρα κι οι πατουσίτσες μου είχαν παγώσει. Σκεφτόμουν τον Πέτρο που θα περίμενε να παίξουμε. Σκεφτόμουν το ζεστό χαλάκι μου δίπλα στο τζάκι. Ο ουρανός είχε πια σκοτεινιάσει. Άξαφνα είδα από μακριά ένα φως. Μα τι μπορούσε να βρίσκεται στην καρδιά του δάσους; Τα ξυλιασμένα ποδαράκια μου άρχισαν να τρέχουν προς τα εκεί με όση δύναμη τους είχε απομείνει.

Ήταν ένα κρυμμένο σπιτάκι στο δάσος και μια μικρή λάμπα φώτιζε στο παράθυρο. Άρχισα να γαβγίζω χαρούμενος. Ένας παππούλης με άσπρα μαλλιά και άσπρη γενειάδα, σαν να ήταν κι αυτά μπαμπακένια από το κρύο, φάνηκε στην πόρτα. Το ίδιο εκείνο βράδυ περπάτησε μέσα στο χιόνι, κρατώντας με ζεστά και με άφησε πίσω στο σπίτι μου. Μα μέχρι να χωθώ στην αγκαλιά του Πέτρου, ο καλός παππούλης είχε χαθεί.

Την άλλη μέρα ήταν μεγάλη γιορτή. Όλα τα παιδιά ξεχύνονταν στους δρόμους τραγουδώντας τα κάλαντα. Όμως εγώ κι ο Πέτρος φορτώσαμε στο έλκηθρο το έλατό μας και κινήσαμε για το κρυμμένο σπιτάκι. Είχαμε μια αποστολή: να φέρουμε τα Χριστούγεννα στην καρδιά του δάσους.

 

Δαμιανίδου Πόπη

Το δώρο του Σοφοκλή

Ο Σοφοκλής εκείνα τα Χριστούγεννα ήθελε να κάνει ένα ιδιαίτερο δώρο στην οικογένειά του. Η μαμά του ήταν στο νοσοκομείο, γέννησε τη μικρή του αδερφή. Θα ερχόντουσαν όλοι μαζί με τον πατέρα το απόγευμα και είχε έρθει η γιαγιά να τον προσέχει όσο θα έλειπαν. Κατέβηκε στο υπόγειο του σπιτιού με πρόφαση ένα παιχνίδι. Τα κιβώτια που έγραφαν «χριστουγεννιάτικα στολίδια» δεν ήταν δύσκολο να τα βρει. Τα ανέβασε πάνω και τα έκρυψε στο δωμάτιό του. Πήρε τον σκύλο του τον Μήτσο και βγήκαν έξω να βρουν ένα έλατο. Δεν απομακρύνθηκε. Πάντα σκεφτόταν τα λόγια της μάνας, πως θα είναι ασφαλής μέχρι το σημείο που το βλέμμα του δεν χάνει την πόρτα του σπιτιού. Τα έλατα ήταν όλα μεγάλα κι εκείνος ακόμα μικρός και αδύναμος. Έψαξε αρκετά μέχρι που βρήκε ένα μικρό δεντράκι. Με το πριόνι του πατέρα το έκοψε προσεκτικά στη βάση και το τοποθέτηση πάνω στο έλκηθρο. Το έσυρε ως την είσοδο του γκαράζ και το άφησε εκεί. Μόλις έφαγαν κι αφού τη βοήθησε να μαζέψει το τραπέζι, εκείνη κάθισε στον καναπέ δίπλα στη σόμπα και την πήρε ο ύπνος. Ο Σοφοκλής το γνώριζε εξ αρχής πως θα γινόταν αυτό. Έβαλε μέσα το δέντρο κι έβγαλε τα στολίδια. Χωρίς να τον πάρει είδηση η γιαγιά, άρχισε να το στολίζει. Και μέχρι να ξυπνήσει το μόνο που χρειαζόταν ήταν να μπουν τα λαμπάκια στην πρίζα. «Τι είναι όλα αυτά, γιέ μου;» «Είναι για σας, γιαγιά. Ήθελα φέτος να ξεκουράσω εσένα και τη μητέρα.» «Είσαι σπάνιο παιδί, αγόρι μου.» Καθώς τον έκλεινε στην αγκαλιά της, μπήκε μέσα η μητέρα με τη μικρή του αδερφή και τον πατέρα. «Καλώς ήρθες, μωράκ,ι στο σπιτικό μας» είπε και τους αγκάλιασε.

 

Θεοδωρίδου Νατάσσα

Μια μικρή μεγάλη έκπληξη

Εφτά το πρωί κι ήταν ήδη έτοιμος από ώρα. Ντυμένος κατάλληλα και με το μικρό, ξύλινο έλκηθρό του να τον περιμένει στην αυλή, ο Ρενάτο ξεκίνησε για την αποστολή του: να βρει και να φέρει στο σπίτι τ’ ωραιότερο έλατο του δάσους. Ήταν αποφασισμένος. Φέτος, για τα Χριστούγεννα, θα ’κανε δώρο στους γονείς του την πιο χαρούμενη έκπληξη.

Ήξερε ότι κατά βάθος ούτ’ η μαμά ούτ’ ο μπαμπάς χαίρονταν μ’ αυτό το σπίτι. Η αλήθεια είναι, βέβαια, πως δεν καταλάβαινε το γιατί. Εκείνον καθόλου δεν τον ενοχλούσε που ήταν μικρό και ξύλινο και, ίσως, λίγο περισσότερο κρύο απ’ το παλιό τους. Είχε, βλέπετε, ένα πέτρινο τζάκι και δυο μικρά παράθυρα με θέα κατευθείαν στο δάσος, που το ’καναν παραμυθένιο. Εδώ, άλλωστε, περνούσε και τα πιο αγαπημένα του, ως τώρα, βράδια, εκείνα που όλοι μαζί έπιναν ζεστό κακάο κι έλεγαν ιστορίες δίπλα στη φωτιά, κοιτώντας τα χιονισμένα δέντρα. Κι αυτό ήταν κάτι που σίγουρα δεν είχε το παλιό τους το σπίτι.

Μερικές βόλτες και λίγα χαρούμενα γαβγίσματα μετά, ήταν πλέον σίγουρος πως είχε βρει το πιο ωραίο έλατο του δάσους για το σπιτάκι τους. Χωρίς να χάσει χρόνο, τίναξε λίγο απ’ το χιόνι που είχε χωθεί στις μπότες του κι έπιασε αμέσως δουλειά, χρησιμοποιώντας μ’ εντυπωσιακή προσοχή κι ικανότητα τα εργαλεία του μπαμπά.

Σε λίγα μόλις λεπτά είχε ήδη φορτώσει το μικρό έλατο στο ξύλινο έλκηθρό του. «Πάμε, Μάρκοοοο, πάμε να προλάβουμε να φτιάξουμε και κακάο πριν ξυπνήσουν!» φώναξε και βιαστικά ξεκίνησε να τσουλάει το έλκηθρο στον δρόμο του γυρισμού.

Πολλές ιστορίες κι αγκαλιές μετά, κάθε τέτοια μέρα, ο ήχος του κουδουνιού δίνει το σήμα. Είν’ οι γονείς του Ρενάτο που τον επισκέπτονται για να στολίσουν παρέα το φρέσκο έλατο, δίπλα στο πέτρινο τζάκι, με μια κούπα κακάο στο χέρι. Τότε, για λίγες μόνο στιγμές, το πολυτελές, πια, διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης, γίνεται ξανά το μικρό, εκείνο, ξύλινο καλυβάκι.

 

Κασσελούρη Αναστασία

Η Παραμονή Χριστουγέννων του Πετρή

Μία φορά και κάποιους χειμώνες πριν, σ’ ενα πανέμορφο, ξύλινο σπιτάκι, κοντά στο δάσος, ζούσε ο Πετρής με τους γονείς του. Ο μοναδικός του φίλος ήταν ο Μπρούνο και τον ακολουθούσε πάντα, όπου κι αν πήγαινε.

Ο Πετρής αγαπούσε πάρα πολύ τα Χριστούγεννα. Παρακαλούσε να περάσει γρήγορα το καλοκαίρι και να έρθει ο χειμώνας.

Του άρεσε να βοηθάει τη μαμά του στην κουζίνα όταν έφτιαχνε μελομακάρονα και κουραμπιέδες. Και με λαχτάρα έτρωγε εκείνο το υπέροχο ζεστό γλυκό που το έλεγαν πουτίγκα.

Με τον μπαμπά του στόλιζαν τον κήπο βάζοντας πολλά λαμπάκια που αναβόσβηναν σαν πυγολαμπίδες.

Πάντα λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα ο μπαμπάς πήγαινε στο δάσος και διάλεγε το δέντρο που θα στόλιζαν την παραμονή των Χριστουγέννων. Ήξερε κάθε φορά ποιο ήταν σωστό να κοπεί χωρίς να γίνε ζημιά γιατί η δουλειά του ήταν ξυλοκόπος.

Και να που έφτασε αυτή η μέρα.

Η βασίλισσα του πάγου σκέπασε με ένα κάτασπρο πέπλο όλη την περιοχή. Τα δέντρα ήταν λευκά κι οι δροσοσταλίδες έλαμπαν παγωμένες στις άκρες των φύλλων. Οι δρόμοι κρύφτηκαν στο μαλακό χιόνι.

Ο Πετρής ντύθηκε τα πιο ζεστά του ρούχα, φόρεσε το χοντρό κόκκινο μπουφάν και βγήκε τρέχοντας στον κήπο.

Το κρύο ήταν τσουχτερό.

«Πάρε σκούφο και γάντια» φώναξε η μαμά.

«Αχχχ πόσο δίκιο είχε» σκέφτηκε όταν ξαναβγήκε να συναντήσει τον μπαμπά.

Προχώρησαν στο δάσος και πίσω τους ακολουθούσε χοροπηδώντας ο Μπρούνο με τα μικρά του ποδαράκια να βουλιάζουν στο χιόνι.

Στην επιστροφή ο Πετρής έσερνε το έλκηθρο με το δέντρο κι ο τετράποδος φίλος του κουνούσε ευτυχισμένος την ουρά του.

Το δέντρο στήθηκε δίπλα στο τζάκι, μπροστά από το μεγάλο παράθυρο που έβλεπε στον κήπο.

Τα στολίδια ένα ένα κρεμάστηκαν στα κλαδιά του. Στο τέλος αφού τον σήκωσε ο μπαμπάς πολύ ψηλά, έβαλε στην κορυφή του το αστέρι.

Το κοίταζαν όλοι με θαυμασμό.

« Όλα έτοιμα» είπε η μαμά.

Μαζεύτηκαν γύρω από το τζάκι κι απόλαυσαν την υπέροχη, ζεστή της πουτίγκα.

«Τα Χριστούγεννα είναι η αγαπημένη μου γιορτή» είπε ο Πετρής χαμογελώντας και ξάπλωσε στο ζεστό χαλί. Ο Μπρούνο κουλουριάστηκε δίπλα του. Σε λίγο αποκοιμήθηκαν κι οι δύο.

Η μαμά τον σκέπασε με μια ζεστή κουβέρτα και του έδωσε ένα απαλό φιλί.

Κρέμασε τις κάλτσες με τα δώρα τους στο δέντρο και ψιθύρισε:

«Καλά Χριστούγεννα σε όλους!»

 

Κοτσαύτη Γιώτα

Όταν κάποιος δεν έκλεισε τα μάτια…

Ο Μάρκος ήταν δέκα χρονών. Κι όμως γνώριζε. Ή, τουλάχιστον, μπορούσε να υποθέσει από τα μισόλογά τους τι περίπου συνέβαινε στο σπίτι της Αρετούλας με τα θλιμμένα μάτια και το μονίμως χαμηλωμένο κεφάλι. «Άκου, Αρετούλα, δεν θέλω να ντρέπεσαι. Δεν φταις εσύ. Εγώ… Αρετούλα, τον άλλο μήνα γίνομαι έντεκα, μεγαλώνω, θα σε πάρω από κει μέσα. Μη φοβάσαι. Κάνε λίγη ακόμα υπομονή» ήθελε να της πει. Μα πώς να βγουν τα λόγια από το στόμα; Πώς ν’ αγγίξει την ψυχή του κοριτσιού, ν’ απαλύνει τη θλίψη; Άφηνε συχνά στο θρανίο της μικροδωράκια, κανένα μολυβάκι, καμιά σβήστρα, ζαχαρωτά, κι όταν δεν είχε κάτι άλλο, άφηνε πολύχρωμες ζωγραφιές.

Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Τα μαγαζιά είχαν φορέσει τα γιορτινά τους. Τα παιδιά συζητούσαν για τα δώρα που θα τους έφερνε ο Άγιος Βασίλης. «Δεν αντέχεται άλλο αυτή η κατάσταση» άκουσε τη μαμά να ψιθυρίζει. «Πρέπει επιτέλους να κάνουμε κάτι.» Μόλις μπήκε σταμάτησαν, μα ήξερε για τι μιλάνε. Μιλούσαν για την Αρετούλα και γι’ αυτά που της έκανε ο πατέρας της. Αγαπούσε όσο τίποτα στον κόσμο τους γονείς του, όμως αναρωτιόταν πώς μπορούσαν ακόμα να περιμένουν. Γιατί περίμεναν; Και τι; Τη φρίκη που ζούσε η συμμαθήτριά του τη γνώριζαν όλοι. Θα μεγάλωνε, δεν θα μεγάλωνε; Θα την έπαιρνε μακριά την Αρετούλα, θα τη φρόντιζε, θα μαλάκωνε την ψυχούλα της, την καρδιά της που έτρεμε σαν την πλησίαζε κάποιος.

Το Σάββατο ξύπνησε πολύ νωρίς. Την προηγούμενη μέρα είχαν στολίσει το δέντρο τους κι έκρυψε μερικά στολίδια και φωτάκια. Είχε δει κι ένα μικρό δεντράκι στην αποθήκη που ήξερε ότι δεν θα το χρησιμοποιούσαν. Τα ετοίμασε, φόρεσε τον σκούφο και το κασκόλ του και κίνησε για το απόμερο σπιτάκι…

Ο Μάρκος γιορτάζει σήμερα τα τριακοστά του γενέθλια. Η Αρετούλα κουβαλάει μια μεγάλη τούρτα. Το μωρό κάθεται στο καρεκλάκι του. Κι ο Γιαννάκης, δύο χρονών πια, χειροκροτάει. «Τελικά γίνονται και θαύματα!» γράφει στον υπολογιστή της μια συγγραφέας. «Ναι, όταν ακόμα κι ένας δεν κλείσει τα μάτια, γίνονται θαύματα! Σ’ ευχαριστώ, Μάρκο!» συμπληρώνει κι ένα δάκρυ ελπίδας κυλάει από τα βλέφαρά της.

 

Λιανού Σταυρούλα

Οι δύο φίλοι και το χριστουγεννιάτικο δέντρο

«Έλα, Μπίνγκο, έχουμε αργήσει κι η μαμά θα ανησυχεί. Αργήσαμε αλλά βρήκαμε το πιο όμορφο δέντρο. Θα χαρεί σίγουρα όταν το δει κι ελπίζω αυτό να μετριάσει την κατσάδα που θα φάμε. Ωχ, νύχτωσε κι αρχίζω να κρυώνω.

Όχι από εκεί, δεν είναι αυτός ο σωστός δρόμος για το σπίτι. Τι είναι; Γιατί γαβγίζεις; Τι βρήκες πάλι; Μα ποιος άφησε εδώ την μπότα του; Πατημασιές στο χιόνι και μια μπότα. Κι οι πατημασιές από εδώ και πέρα είναι από ένα μόνο πόδι! Πάλι σε περιπέτειες θα με βάλεις και ποιος την ακούει τη μαμά! Αφήνω το έλκηθρο με το δέντρο εδώ.»

Οι δυο φίλοι συνέχισαν τη διαδρομή τους μέσα στο χιόνι ακολουθώντας τα ίχνη. Δεν άργησαν να φτάσουν σε ένα απομονωμένο σπίτι. Έμοιαζε ακατοίκητο, παρατημένο. Κι όμως, μέσα από ένα παράθυρο, έφεγγε ένα αχνό φως. Έμοιαζε με τη σπίθα ενός κεριού που τρεμόπαιζε προσπαθώντας να παραμείνει αναμμένη. «Φοβάμαι, δεν είναι καλή ιδέα που ήρθαμε ως εδώ. Πάμε πίσω.» Μα αυτός ατρόμητος, περίεργος και φασαριόζος όπως πάντα ξεχύθηκε με ορμή προς το φως. Μπήκε γαβγίζοντας μέσα στο ξένο σπίτι από μια τρύπα στη ξεχαρβαλωμένη πόρτα. Και ξαφνικά το γάβγισμα κόπηκε μαχαίρι. Το αγόρι πάγωσε από τον φόβο του. Τι να έπαθε ο αγαπημένος του φίλος; Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας. Μα για στάσου. «Μαμά, εσύ;» «Τι να σου πω, παιδί μου, ήθελα τόσο πολύ να σου βάλω τις φωνές. Μα τώρα που σας βρήκα και τους δύο, νιώθω τόση ανακούφιση που δεν θέλω να πω τίποτε. Καθώς σας αναζητούσα, χτύπησα σε ένα κούτσουρο. Ο πόνος ήταν τέτοιος που μου ήταν αδύνατο να πατήσω το αριστερό μου πόδι. Έβγαλα την μπότα και ήρθα κουτσαίνοντας μέχρι αυτό το ερείπιο.» Έπεσα με ορμή πάνω της. «Περίμενε εδώ, θα φέρω το έλκηθρο, δεν είναι μακριά. Θα σε μεταφέρω μέχρι το σπίτι. Να δεις, θα γίνεις γρήγορα καλά και θα στολίσουμε μαζί το πιο όμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο».

 

Μήλιου Θεοδώρα

Συντροφιά με τις χριστουγεννιάτικες ιστορίες της γιαγιάς

Το χιόνι έπεφτε από νωρίς. Η φωτιά στο τζάκι δεν είχε σταματήσει να καίει από την προηγούμενη μέρα. Το κρύο τσουχτερό από τον βαρύ χιονιά. Μα μέσα στο μικρό ξύλινο σπιτάκι οι παιδικές φωνές δημιουργούσαν μια γιορτινή ατμόσφαιρα ανυπομονησίας. Τα παιδιά είχαν φτάσει το προηγούμενο μεσημέρι όπως συνήθιζαν τα τελευταία χρόνια για τις γιορτές των Χριστουγέννων. Η γιαγιά Ντόροθι είχε ετοιμάσει ένα ζεστό πόριτζ με κάστανα και σταφίδες. Τα τρία αδερφάκια είχαν κολλήσει τις μύτες τους στο τζάμι του παραθύρου και κοιτούσαν το βουνό. Η Αμάντα τραγουδούσε ένα χριστουγεννιάτικο τραγούδι και τα δύο αγόρια χνώτιζαν το παράθυρο κι έκαναν φατσούλες. Η γλυκιά μυρωδιά του πρωινού τούς οδήγησε γύρω από το τραπέζι. Η γιαγιά έφερε και τις αγαπημένες τους ζεστές σοκολάτες και μίλησε για το μικρό ξωτικό του δάσους που δείχνει στους ξυλοκόπους ποια γκι θα κόψουν. Τα παιδιά με γουρλωμένα μάτια ζητούσαν κι άλλες πληροφορίες. Η Ντόροθι χαρούμενη όλο και περισσότερο φούντωνε την περιέργειά τους με πολλές ιστορίες νεράιδων και ξωτικών. Το μεσημέρι βρήκε τη νεαρή παρέα να κυλιέται στο δάσος και να απολαμβάνει τις πιο ωραίες γλίστρες με τα έλκηθρα. Κάποια στιγμή ο Τίμοθι είδε κάτι περίεργο... πλησίασε στο κοντινό ξέφωτο του δάσους και τότε του φάνηκε πως ένα σκιουράκι έτρεχε γύρω από ένα μικρό γκι. Αμέσως κατάλαβε πως η μαγεία υπάρχει, ειδικά σ’ αυτόν τον υπέροχο τόπο και πως η γιαγιά δεν έλεγε ψεύτικες ιστορίες. Τα Χριστούγεννα ήρθαν και το γκι στόλιζε το ζεστό σαλόνι της γιαγιάς και συντρόφευε τις χριστουγεννιάτικες της ιστορίες

 

Παντελή Αθηνά

Ο Ορέστης και τα Χριστούγεννα

Ο Ορέστης έβγαζε χαρούμενες κραυγές καθώς το έλκηθρο του γλιστρούσε στο χιόνι. Λίγο πριν το τέρμα γύρισε το σώμα του στο πλάι και σήκωσε ένα μεγάλο κύμα χιονιού. Ο Σπίθας πήδηξε επάνω του και άρχισε να τον γλείφει κλαψουρίζοντας.

«Είμαι καλά» είπε γελώντας πριν χάσει την ισορροπία του και βρεθεί ξαπλωμένος ανάσκελα. Σηκώθηκε κι άρχισε να τραβά το έλκηθρό του για το σπίτι, μόνο που το κουτάβι δεν τον ακολούθησε. Είχε γυρισμένη την πλάτη και κοιτούσε μέσα στο δάσος.

«Τι είναι, αγόρι μου; Τι είδες;» είπε και πλησίασε. Εκεί, ανάμεσα σε δυο ψηλά δέντρα, ήταν πεσμένο ένα μικρό δεντράκι. Ο Ορέστης σκέφτηκε ότι θα το έριξε ο χθεσινός αέρας. Το ανέβασε στο έλκηθρό του και στον δρόμο μέχρι το σπίτι σκεφτόταν πώς θα κατάφερνε να το πάει στο δωμάτιό του. Όταν έφτασε, το έκρυψε κάτω από την σκάλα της εισόδου.

«Εσύ, Σπίθα, μείνε εδώ. Η μαμά θυμώνει όταν σε βάζω στο σπίτι» είπε βγάζοντας τα παπούτσια του.

Έφαγαν, βοήθησε τον μπαμπά στις δουλειές του και ύστερα έκανε το μπάνιο του. Ήταν τόσο κουρασμένος που απόψε δεν θα τρύπωνε κρυφά τον Σπίθα στο δωμάτιό του. Όταν άνοιξε την πόρτα, πολύχρωμα φώτα τον θάμπωσαν και δυο χέρια τον σήκωσαν ψηλά

«Καλά Χριστούγεννα, σπόρε!» φώναζε ο μπαμπάς του κι η μαμά τού έδωσε ένα από εκείνα τα ρουφηχτά φιλιά της στο μάγουλο. Άλλες φορές το σκούπιζε με μανία αλλά αυτή τη φορά ήταν τόσο χαρούμενος που το ξέχασε. Ήταν τα καλύτερα Χριστούγεννα! Το δεντράκι στολισμένο δίπλα στο παράθυρο του κι ο Σπίθας κουλουριασμένος στο κρεβάτι του. Όταν ξάπλωσε ο Ορέστης εκείνο το βράδυ, τα όνειρά του ήταν γεμάτα πολύχρωμες περιπέτειες για ένα αγόρι, τον σκύλο του κι ένα μικρό χριστουγεννιάτικο δέντρο.

 

Ρηγάτου Βασιλική

Ερχομός ελπίδας

Ξύπνησε νιώθοντας μια μουσούδα με υγρή μύτη δίπλα στο πρόσωπό του. Τρίβοντας τα μάτια του συνειδητοποίησε ότι ακόμα δεν είχε ξημερώσει. Έκανε να γυρίσει πλευρό, αλλά ο σκύλος ήταν ανυπόμονος, φαινόταν από το κούνημα της ουράς του. «Άσε με, Μπάκι, θέλω να κοιμηθώ!» φώναξε, αλλά ο εκείνος τράβηξε το πάπλωμα με τα δόντια του και τα πόδια του δεκάχρονου αγοριού έμειναν εκτεθειμένα. Ανακάθισε νευριασμένο στο κρεβάτι, μα σαν τα μάτια του κοίταξαν έξω από το παράθυρο, του έφυγε όλος ο θυμός. Έτρεξε γρήγορα προς τα εκεί κι αγκαλιά με τον Μπάκι, έμειναν να κοιτάζουν χαρούμενοι το τοπίο. Το χιόνι, που έπεφτε όλη τη νύχτα, είχε ζωγραφίσει λευκά τα κυπαρίσσια. Επιτέλους, θα μπορούσαν να παίξουν χιονοπόλεμο και να φτιάξουν χιονάνθρωπους!

Κατέβηκαν στο σαλόνι προσεχτικά για να μην ξυπνήσουν τους υπόλοιπους. Επικρατούσε ησυχία, μα τα φώτα ήταν όλα αναμμένα, στο τζάκι η φωτιά έκαιγε τα ξύλα κι από την κουζίνα μοσχομύριζαν κουλουράκια και καφές. Το σπίτι ήταν στολισμένο, μα έλειπε το χριστουγεννιάτικο δέντρο για να συμπληρώσει την εορταστική ατμόσφαιρα. «Όχι για πολύ!» σκέφτηκε και χαμογέλασε παιχνιδιάρικα, περιμένοντας να ξημερώσει για να εκπληρώσει ο πατέρας του την υπόσχεσή του. «Έλα, Μπάκι! Να έχεις δυνάμεις για το χιόνι!» είπε στον σκύλο, καθώς του έδινε μια λιχουδιά. «Εσύ πως πας από δυνάμεις;» είπε γλυκά μια φωνή πίσω του. «Θεία, τι κάνεις εδώ;» αναφώνησε το αγόρι κι έτρεξε να αγκαλιάσει τη χαμογελαστή γυναίκα. «Τη νύχτα ήρθε το μωράκι μας! Ένα υπέροχο κοριτσάκι! Η αδερφή σου!» απάντησε και τον χάιδεψε τρυφερά στο πρόσωπο. Το αγόρι καταχάρηκε. «Δεν το πιστεύω ότι γεννήθηκε Χριστούγεννα! Είναι το δώρο μας από τον Άγιο Βασίλη! Γρήγορα! Πάω να φέρω χριστουγεννιάτικο δέντρο! Δεν γίνεται να έρθει σπίτι και να μη το βρει στολισμένο. Θα είμαι ο καλύτερος αδερφός του κόσμου! Τι ευτυχία!» μονολόγησε γεμάτο ελπίδα για τις ερχόμενες μέρες.


Οι ιστορίες γράφτηκαν με αφορμή την εικόνα (πηγή: διαδίκτυο, αν κάποια/ος γνωρίζει δημιουργό, ας επικοινωνήσει, για να το προσθέσουμε) από μέλη της Αλατοπαρέας