Τετάρτη 27 Μαΐου 2020

Παραμύθι με…μουσική!


     Μια φορά κι έναν καιρό σ΄έναν τόπο μακρινό, όλα φέρονταν αλλιώς. Μια μάγισσα τα είχε μαγέψει κι όλη τη φύση είχε πλανέψει. Τα ψάρια είχαν στην πλάτη τους φτερά και στα ουράνια πέταγαν ψηλά. Τα λουλούδια και τα δέντρα πόδια έβγαλαν και περπατούσαν και σ΄όλους τους κάμπους τριγυρνούσαν. Τα πουλιά είχαν ανθρώπινη φωνή μα ακαταλαβίστικα μιλούσαν λες κι ήταν άγγλοι, ιταλοί άλλοι σαν να ήταν παριζιάνοι και κάποιοι άλλοι από την Αργεντινή. Μαζί τους ήθελε η μάγισσα να παίξει και βάλθηκε τις λέξεις να τους κλέψει. Γέμισε το στόμα τους με κελάηδισμα τρελό κι όλοι μιλούσαν έναν άγνωστο μελωδικό σκοπό.
     Τα πουλάκια όμως είχαν φοβηθεί. Οι λέξεις που ξεστόμιζαν ακούγονταν με προφορά βαριά μα και χωρίς θαρρείς καρδιά. Ένας θόρυβος ηχούσε στα ουράνια, ένα βουητό με ακαταλαβίστικες λέξεις και μια τρελή ηχώ. Η μελωδία τους είχε πια χαθεί. Φόβος τους έπιασε μα και θλίψη πολλή.  Έτσι αποφάσισαν μόνο τα φτερά τους να χρησιμοποιούν. Έκαναν νοήματα κι ακροβατικά κι έμαθαν να μιλούν χωρίς μιλιά.
     Οι άνθρωποι επίσης δυσκολεύονταν πολύ να μιλούν με μελωδική φωνή. Με τον καιρό όμως συνήθισαν με μουσική να επικοινωνούν. Ακόμα κι οι καυγάδες τους με ροκ συναυλία έμοιαζαν κι αντί στο τέλος να θυμώνουν και να κλαιν χόρευαν όλοι μαζί και τραγουδούσαν ένα θαρρείς τρελό ρεφραίν. Οι κακίες ελιγόστεψαν και τα μίση στέρεψαν. Είχε τη δύναμη η μουσική να μαλακώνει την ψυχή κι έμαθαν όλα να τα λύνουν πια με…μουσική!
      Σαν πέρασαν τα χρόνια τα μάγια λύθηκαν κι έγιναν πάλι όλα αλλιώς. Εκείνος ο τόπος ο τραγουδιστικός ήτανε πια βουβός. Η πλάση είχε αλλάξει κι η κανονικότητα τη θέση της είχε ξαναπιάσει. Όλοι ήταν ανάστατοι πολύ και δυσκολεύονταν να επανέλθουν στη φυσική τους τη ζωή. Τα ψάρια είχαν ξεχάσει να κολυμπούν, τα πουλιά να κελαηδούν κι οι άνθρωποι με λέξεις να μιλούν. Τα λουλούδια και να τα δέντρα μαράθηκαν μεμιάς. Δεν άντεχαν να στέκονται σ΄ένα μέρος μοναχά. Λύπη κυριαρχούσε σε εκείνον εκεί τον τόπο και το χαμόγελο ήταν πια σπάνιο φαινόμενο.
     Αποφάσισαν λοιπόν όλοι μαζί τη μάγισσα να επισκεφτούν και να την παρακαλέσουν μάγια να τους ξανακάνει μπας κι από τη θλίψη μπορέσει και τους βγάλει. Η μάγισσα τους άκουσε με προσοχή κι ύστερα θυμωμένη κούνησε το μαγικό ραβδί. «Κανέναν εγώ δε βοηθώ! Μα σαν είμαι στις καλές μου μια συμβουλή μονάχα θα σας πω:
    «Κάθετι για να αλλάξει χρειάζεται καιρό, χρειάζεται πίστη και πείσμα δυνατό. Θα τα μάθετε όλα από την αρχή και να έχετε μεγάλη υπομονή!» έτσι τους είπε και τους έδιωξε κακήν κακώς.
     Όλοι έφυγαν προβληματισμένοι. Δύσκολος τους περίμενε καιρός! Τα λόγια της μάγισσας σκέφτηκαν καλά και κανένας δεν αμφέβαλλε πως αν και κακιά μίλησε πολύ σοφά. Έτσι αποφάσισαν όλοι να συνεργαστούν, δάσκαλοι να γίνουν κι από την αρχή όλα να τα διδαχτούν. Τα πουλιά μάθαιναν στους ανθρώπους λέξεις και γραμματική κι οι άνθρωποι τους θύμιζαν κάθε νότα σπάνια και μελωδική. Τα ψάρια μάθαιναν στην αρχή να πλατσουρίζουν κι όταν πέρασε ο καιρός μπορούσαν άνετα και γρήγορα να κολυμπήσουν. Τα λουλούδια και τα δέντρα παρεούλες ρίζωναν σε κάθε γωνιά, έτσι την παλιά τους θέση αγάπησαν λες και ποτέ τους δεν περπάτησαν.
     Όλα είχαν επανέλθει στον κανονικό ρυθμό μα κανένας τους δεν είχε ξεχάσει εκείνο τον κόσμο τον μελωδικό. Όλοι μαζί βρισκόντουσαν κάθε Κυριακή και γλεντούσαν μέχρι το πρωί. Μέσα από αυτήν την ιστορία έμαθαν ο ένας τον άλλον να αγαπούν, να σέβονται και να εκτιμούν, γιατί κάποτε είχαν βρεθεί, θέλοντας και μη στη θέση του αλλουνού… Έτσι εκείνος εκεί ο τόπος ο παράξενος και μουσικός είχε βρει τον τρόπο όλα να τα λύνει αλλιώς…έκαναν σε όλα υπομονή  κι αν κάτι την ηρεμία τους χαλούσε το έλυναν με μουσική…!

Ζωή Σ. Κοντόγιαννου


 (Τα κείμενα δημοσιεύονται στην αρχική τους μορφή, όπως τα λάβαμε, χωρίς καμία παρέμβαση)

Η πριγκίπισσα Χρυσάνθη


Μια φορά και ένα καιρό σε μία χώρα μαγική και μακρινή ζούσε ένας βασιλιάς. Ο βασιλιάς Χαρίτων μια μέρα του Μαγιού έζησε τη πιο ευτυχισμένη και ταυτόχρονα την πιο δυστυχισμένη μέρα της ζωής.  Η πολυαγαπημένη του βασίλισσα γέννησε ένα πανέμορφο κοριτσάκι. Μετά από λίγο έχασε τη ζωή της. Προς τιμή της αγαπημένης του βασίλισσας έδωσε το όνομα της στη πριγκιποπούλα κόρη του. Την ονόμασε Χρυσάνθη.
Οι κάτοικοι του βασιλείου αγαπούσαν το βασιλιά γιατί ήταν καλός και δίκαιος. Έδειξαν την αγάπη και τη συμπαράσταση τους στις δύσκολες στιγμές που πέρασε ο βασιλιάς. Ταυτόχρονα, η πριγκίπισσα Χρυσάνθη ήταν πολύ χαριτωμένη και έδινε μεγάλη χαρά στο βασιλιά. Έτσι ο βασιλιάς κατάφερε να ξεπεράσει το πένθος του. Η ζωή κυλούσε ήρεμα και όμορφα για όλους.
Η πριγκίπισσα καθώς μεγάλωνε γινόταν όλο και πιο αγαπητή από όλους. Επισκεπτόταν συχνά τους κατοίκους και ιδιαίτερα τη νονά της την καλή νεράιδα που ήταν και φύλακας του μαγικού δάσους εκεί όπου φυλάσσονται τα παραμύθια και τα όνειρα των παιδιών. Μία μέρα η νεράιδα προαισθάνθηκε ότι κάτι κακό θα συμβεί στη πριγκίπισσα. Γι’ αυτό της ζήτησε να προσέχει και για κανένα λόγο να κατέβει στο υπόγειο του παλατιού.
Η Χρυσάνθη επέστρεψε στο παλάτι και δεν έδωσε σημασία στη συμβουλή της νονάς της. Μάλιστα ήταν πολύ περίεργη να δει τι ήταν αυτό που υπήρχε στο υπόγειο. Κατέβηκε μόνη της κρατώντας ένα δαδί χωρίς να ενημερώσει κανένα. Μια αποθήκη με παλιά παιχνίδια της τράβηξε την προσοχή και μπήκε μέσα. Γέλασε όταν αντίκρυσε παλιές κούκλες και αλογάκια. Τίποτα δεν φαινόταν επικίνδυνο σε εκείνο το δωμάτιο. Φεύγοντας η ματιά της έπεσε πάνω σε ένα πίνακα που απεικόνιζε ένα δράκο. Περιεργάστηκε το κάδρο και καθώς χάιδευε το πίνακα ένα μυτερό μικρό αγκάθι μπήκε στο δάκτυλο της. Έπεσε αμέσως λιπόθυμη.
Στο παλάτι ήταν όλοι ανήσυχοι από την εξαφάνιση της πριγκίπισσας. Όταν την ανακάλυψαν στο υπόγειο του παλατιού την μετέφεραν στη κάμαρα της. Φαινόταν σαν να κοιμάται και τίποτα δε μπορούσε να την ξυπνήσει. Κανένας γιατρός του βασιλείου δε μπορούσα να την κάνει καλά. Παρόλο που βγάλανε προσεκτικά το αγκάθι από το δάκτυλο της η πριγκίπισσα παράμενε κοιμισμένη. Ο βασιλιάς ήταν απελπισμένος και απαρηγόρητος. Δεν άντεχε να χάσει τη μονάκριβη κόρη του. Κάλεσε τη νεράιδα να τον συμβουλέψει.
Η νεράιδα είπε ότι ένας κακός μάγος είχε ζηλέψει τη Χρυσάνθη και γι’ αυτό την δηλητηρίασε. Το αντίδοτο το φυλούσε ένας φοβερός δράκος σε μια σπηλιά βαθιά μέσα στο μαγικό δάσος. Έπρεπε να βρεθεί ένας γενναίος ιππότης που θα κατάφερνε να σκοτώσει το δράκο και να πάρει το αντίδοτο. Ο καιρός περνούσε όμως κανένας ιππότης δεν τα είχε καταφέρει. Όλο το βασίλειο ήταν βουτηγμένο στο πένθος.  
Μια μέρα έφτασε ένας ιππότης γιατρός που είχε ακούσει για την όμορφη πριγκίπισσα που παρέμενε σε κώμα. Ήταν ψηλός, αδύνατος και κανείς δε πίστεψε ότι θα μπορούσε να τα καταφέρει. Κανείς δεν ήξερε ότι έκρυβε ένα μυστικό στο μπαουλάκι που είχε μαζί του. Ένα μαγικό φίλτρο για να κοιμίσει το δράκο και να πάρει το αντίδοτο. Επέστρεψε σε τρεις μέρες από το μαγικό δάσος με το αντίδοτο. Μαζί με τη νεράιδα και το βασιλιά ο ιππότης πήγε στη κάμαρη της πριγκίπισσας και έσταξε μερικές σταγόνες στα χείλη της Χρυσάνθης. Προς απογοήτευση όλων η πριγκίπισσα δεν συνήλθε.  Τότε ο ιππότης φίλησε απαλά τα χείλη της. Η πριγκίπισσα Χρυσάνθη ξύπνησε και αγκάλιασε τον ιππότη της. Τον αναγνώρισε. Βρισκόταν στα όνειρα της τόσο καιρό που κοιμόταν.
Οι δύο νέοι με τη συγκατάθεση του βασιλιά παντρευτήκαν. Ο γάμος τους ήταν αξέχαστος. Σαράντα μερόνυχτα κράτησαν τα πανηγύρια. Από τότε όλοι ζήσανε με χαρές και ευτυχία. 

Το παραμύθι γράψανε μαζί μαμά, γιαγιά και εγγονός!

Καρακούτα Κατερίνα
Καρακούτα Μαρία
Παντελίδης Σταμάτης

 (Τα κείμενα δημοσιεύονται στην αρχική τους μορφή, όπως τα λάβαμε, χωρίς καμία παρέμβαση)

Τρίτη 12 Μαΐου 2020

Το μικρό χεράκι

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό χεράκι. Ήταν μόνο του... Ένιωθε λυπημένο και θυμωμένο πολλές φορές. Επειδή δεν ήξερε τι του έφταιγε, έκανε συχνά ζημιές και αταξίες. Μουντζούρωνε ζωγραφιές, μουντζούρωνε ακόμα και τους τοίχους... Χτυπούσε άλλα χεράκια, έσπαγε παιχνίδια...

Ώσπου, κάποια στιγμή ήρθε ένα μεγάλο χέρι και χάιδεψε το μικρό χεράκι και το αγκάλιασε. Το μικρό χεράκι ένιωσε μια γλυκιά ζεστασιά. Του άρεσε πολύ. Ένιωσε καλά. Αισθάνθηκε ασφάλεια και αγάπη. Κατάλαβε τι του έλειπε τόσον καιρό. Όλα αυτά που ζητούσε, τα βρήκε στο μεγάλο χέρι που το κράτησε σφιχτά.

Το μεγάλο χέρι του είπε τότε «Σε αγαπώ, μικρό μου!». Το μικρό χεράκι απάντησε «Κι εγώ σε αγαπώ... μαμά!» και από τότε έζησαν τα χεράκια καλά κι εμείς καλύτερα...

Ο Γιώργος και η μαμά του
(κείμενο και φωτογραφία)

Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Είσαι τ’ αστέρι μου!


Μάνα χαϊδεύει το μωρό της
στην κούνια του και του μιλά.
-Είσαι τ’ αστέρι μου! του λέει
και το φιλάει τρυφερά.

Σ' ένα-δυο χρόνια περπατάει
με τα μικρά του ποδαράκια.
-Είσαι τ’ αστέρι μου! του λέει
κι αυτό χτυπάει παλαμάκια.

Περνούν τα χρόνια πρώτη μέρα
πάει σχολείο το παιδάκι.
-Είσαι τ’ αστέρι μου! του λέει
και το κρατάει απ’ το χεράκι.

Ώρες ατελείωτες μαζί του
κάθεται η μάνα στα θρανία.
-Είσαι τ’ αστέρι μου! του λέει
βιβλία, ξενύχτια, αγωνία.

Ώρες ατελείωτες μαζί του,
ώσπου τελειώνει το σχολείο.
-Είσαι τ’ αστέρι μου! του λέει
και καμαρώνει το πτυχίο!

Δεύτερη Κυριακή του Μάη
κρατάν λουλούδια τα παιδάκια
περνάνε κάτω απ’ το μπαλκόνι
που κάθεται η μάνα μόνη.

Ξάφνου ακούει τη φωνή του
και, να, σκιρτάει η καρδιά της.
-Είσαι τ’ αστέρι μου! της λέει.
Δάκρυα κυλούν στα μάγουλα της.

ΖΩΗ ΡΑΛΛΗ


Γεννήθηκα το 1969 στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσα στον Φοίνικα, μια απλή και λαϊκή γειτονιά.
Από μικρή ηλικία, αγάπησα τα βιβλία και το διάβασμα, γιατί με τη βοήθειά τους άντεξα δύσκολες καταστάσεις.
Μεγαλώνοντας σπούδασα νηπιαγωγός και εργάζομαι σε ένα δημόσιο νηπιαγωγείο της πόλης μου.
Δεν έπαψα στιγμή να αγαπάω το διάβασμα και να προσπαθώ να κάνω και τα παιδιά να το αγαπήσουν.
Πολύ συχνά τις σκέψεις μου για όσα συμβαίνουν γύρω μου τις κάνω ποιήματα για μικρά και μεγάλα παιδιά.

Εικόνα: AggieNara (Αγγελική Ρελάκη)
Η AggieNara (Αγγελική Ρελάκη) είναι εικονογράφος και δασκάλα χορού που σπούδασε αρχιτεκτονική. Αγαπά να δημιουργεί εικόνες για παιδικά παραμύθια και κινούμενα σχέδια.
Δουλειά της θα βρείτε εδώ: