Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

Αγγελία

 


Πολυεθνική εταιρεία, με έδρα τη Λαπωνία και σήμα τον τάρανδο, αναζητά για εποχιακή συνεργασία:

Ξωτικό

Απαραίτητα προσόντα

Τουλάχιστον τρία χρόνια προϋπηρεσία στο πακετάρισμα δώρων

Άριστη γνώση χριστουγεννιάτικων καλάντων από όλο τον κόσμο

Άριστη γνώση σε χαχανητά και χοροπηδητά

Πολύ καλή γνώση ξεσκονίσματος κουραμπιέδων

Πολύ καλή γνώση γυαλίσματος κεράτων

Δίπλωμα οδήγησης έλκηθρου θα θεωρηθεί πρόσθετο προσόν

Δεκτές γίνονται συστατικές επιστολές για πάσης φύσεως σκανταλιές

Παρέχεται

Ευχάριστο περιβάλλον ατέλειωτης διασκέδασης

Προοπτικές εξέλιξης για μόνιμη συνεργασία

Βonus παραγωγικότητας γέλιου

Χρήση χιονοτσουλήθρας έως δέκα φορές την ημέρα

Παροχή ζαχαρωτών εφόρου ζωής

Λόγω Covid 19 η συνέντευξη θα πραγματοποιηθεί μέσω τηλεδιάσκεψης με τον CEO της εταιρείας Μr. Santa Claus

Χριστίνα Μιχαηλίδου

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

Βράδυ Χριστουγέννων κι εγώ...

 


Ανθίμου Μαρία

Νύχτα Χριστουγέννων κι ως συνηθίζω κάθε βράδυ μονολογώ. Άλλωστε, δεν αλλάζει για μένα καμιά γιορτή. Κάποτε με συγκινούσαν τα Χριστούγεννα. Τα φώτα, τα δώρα, το πνεύμα αγάπης, η ανταλλαγή της χαράς, το μήνυμα της ειρήνης. Ώσπου αντιλήφθηκα ότι όλα σβήνουν και ο σκοταδισμός είναι ο μοναδικός φωτισμός του κόσμου που μας περιβάλλει. Τα Χριστούγεννα έγιναν το χειροκρότημα μιας φωτεινής παράστασης, που σαν κοπάσει, χάνονται ηθοποιοί και θεατές, και μαζί τους όλη η λάμψη. «Σκλήρυνα ή γέρασα;» αναρωτήθηκα. «Μου θυμίζω τον Εμπενίζερ Σκρουτζ στο γνωστό παραμύθι! Μάλλον να περιμένω και επίσκεψη από τα πνεύματα των Χριστουγέννων.» Ανατρίχιασα και κουκουλώθηκα στην πολυθρόνα μου.

«Βρε αεί στο καλό σου, ξεκούτα γυναίκα» φώναξα δυνατά Είναι όμορφα τα Χριστούγεννα! Τις σκέψεις μου διάκοψε το χτύπημα στην πόρτα.

- Μαμά, ήρθα! Τα παράτησα όλα, πήρα το πρώτο αεροπλάνο και ήρθα!

Άφησα τα δάκρυα να ξεπλύνουν κάθε αρνητική σκέψη, τα δικά μου Χριστούγεννα τώρα άρχιζαν.

Αργυροπούλου Βασιλεία

Η γιαγιά είχε αστέρι…

Βράδυ Χριστουγέννων και εγώ παίρνω τη θέση μου δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Τα λαμπιόνια κρέμονται σαν μικρά κρυσταλλάκια που έχουν κλέψει όλο το φως από το δωμάτιο. Τα στολίδια με κοιτάζουν προκλητικά όμορφα πάνω στο δέντρο διψώντας για την προσοχή μου. Το βλέμμα μου χαϊδεύει με φροντίδα κάθε ένα ξεχωριστά. Καθένα έχει και μια ιστορία κλειδωμένη μέσα του. Και εγώ καλούμαι κάθε φορά τέτοια εποχή καλή ώρα, να ελευθερώσω τις μνήμες…

Να εκείνος ο πάνινος Αϊ-Βασίλης ήρθε στη συντροφιά μας για πρώτη φορά πριν από πολλά χρόνια, τότε που πήγαινα γυμνάσιο ακόμη. Ήταν δώρο της κολλητής μου όταν ήρθε να με βοηθήσει να στολίσουμε το δέντρο. Άραγε τι να κάνει τώρα; Έχω καιρό να την πάρω τηλέφωνο. Εκείνο το ασημένιο ελαφάκι μπήκε στην παρέα μας όταν γεννήθηκε το πρώτο μου παιδί, ο Μάνος. Το πιο πολύτιμο στολίδι όμως το κρατάω ακόμη στα χέρια μου. Θέλει ειδική μεταχείριση. Είναι ένα ξεφτισμένο χρυσαφένιο αστέρι που συνήθιζε η γιαγιά μου να βάζει στην κορφή του δέντρου πριν ανάψουμε τα φωτάκια. Ύστερα με έπαιρνε στην αγκαλιά της και μου ψιθύριζε παραμύθια για σκανταλιάρηδες καλικάτζαρους στο αυτί. Έτσι για το καλό της μέρας. Είναι αστέρι η γιαγιά μου…

Αρμουτάκη Λία

Δεν είμαι πια εδώ

Βράδυ Χριστουγέννων κι εγώ χορεύω με σκιές. Συνομιλώ με απουσίες.

Γέμισε η καρδιά με ανείπωτα «Μου λείπεις». Μπούχτισα!

Δεν συνηθίζεται μάτια μου. Όση γιορτή και αν κάνει έξω, μέσα μου δεν γιορτάζει κάνεις.

Τι κι αν γέμισα κάθε γωνιά μου με μικρά λαμπάκια, εντός μου τίποτα δεν φωτίζεται. Ούτε ζεσταίνεται. Ακόμα κι αν μπω ολόκληρη μέσα στο τζάκι. Ας καώ.

Δεν συνηθίζεται, μάτια μου, δίχως εσένα δεν ξαποσταίνει πουθενά ο νους μου. Σαν παιδί χαμένο, τρέχει μόνο ξοπίσω σου μήπως σωθεί.

Βράδυ Χριστουγέννων και γω… δεν είμαι πια εγώ.

Βέρρου Μαρία

Βράδυ Χριστουγέννων κι εγώ κλεισμένος στο δωμάτιό μου περιμένω το σύνθημα για να κατέβω όπως κάθε χρόνο. Η μαμά κάθεται στην πολυθρόνα της και σκαλίζει τη φωτιά, η γάτα μας χουζουρεύει στα πόδια της, ο μπαμπάς βγήκε έξω να φέρει ξύλα, το τραπέζι είναι έτοιμο, ο φούρνος βγάζει ατμούς, η γαλοπούλα ψήνεται, ακούω το στομάχι μου να γουργουρίζει, όταν ξαφνικά βλέπω μια τεράστια τρύπα ν’ ανοίγει καταμεσής του σαλονιού, κι από μέσα κάτι χέρια λεπτά σαν ρίζες να πετάγονται και ν’ αρπάζουν πρώτα τη μαμά, ύστερα τη γάτα, μετά τη γαλοπούλα μαζί με την κουζίνα, τα κούτσουρα από το τζάκι που στο μεταξύ έχουν λιώσει σαν σοκολάτα και τέλος το δέντρο, περιμένω να μπει ο μπαμπάς για να μας σώσει, αλήθεια γιατί αργεί; μαζί με τα δώρα που εξαφανίζονται με θόρυβο μέσα στο σκοτεινό άνοιγμα…

Πετάγομαι πάνω, ανοίγω την πόρτα έντρομος, κατεβαίνω τρελαμένος τα σκαλιά, πέφτω στην αγκαλιά της μαμάς που με κοιτάζει με μάτια τεράστια σαν φεγγάρια.

«Παιδάκι μου, τι έπαθες;»

«Μαμά μου, μαμάκα μου, πόσο χαίρομαι που είσαι εδώ! Τους έδιωξες τους καλικάτζαρους;»

«Τι λες, παιδάκι μου, ποιους καλικάτζαρους;»

«Αυτούς που ήρθαν από τη μαύρη τρύπα και πήραν εσένα, τη γάτα, τη γαλοπούλα, το δέντρο και όοολα τα δώρα μου!»

«Ησύχασε, μωρό μου! Όλοι εδώ είμαστε, τα δώρα σου επίσης, κάτω από το δέντρο. Όσο για τους καλικάτζαρους μην ανησυχείς, αργούν ακόμα.»

«Κι η μαύρη τρύπα πού πήγε;» σκέφτηκα χωμένος στον κόρφο της.

Γεωργιάδης Αβράαμ

Η νύχτα των μαύρων αμνών

Ο ουρανός ήταν ξάστερος. Η παγωνιά της υπαίθρου κοφτερή σαν λεπίδα χόρευε τάνγκο με την απόκοσμη σιγαλιά την οποία διέκοπταν αραιά και που τα κρωξίματα κάποιας κουκουβάγιας. Σωριάστηκα ξέπνοος στην καρδιά του μαύρου πυκνού δάσους. Τα πόδια μου είχαν βγάλει φτερά καθώς οι νυχτοφύλακες με είδαν να ξεγλιστρώ από τη σιταποθήκη. Στάσου, αλήτη, ούρλιαξαν και άρχισαν να με κυνηγούν σαν μανιασμένα σκυλιά. Ήταν τρεις, αλλά μόνο ο πιο νέος από δαύτους κατάφερε να με έχει στο κατόπι μέχρι που μπήκα στο δάσος. Κρύφτηκα πίσω από μια δρυ κι άρπαξα ένα χοντρό πεσμένο κλαδί και μόλις πλησίασε κατά το μέρος μου τον κοπάνησα με το αυτοσχέδιο ρόπαλο στο κεφάλι. Πρέπει να τον σκότωσα. Οι άλλοι δύο εν τω μεταξύ πλησίαζαν επικίνδυνα. Δεν προλάβαινα να σκεφτώ τι έχω κάνει αυτή τη νύχτα. Τούτη τη νύχτα που όλοι αποκαλούν Άγια. Το ξανάβαλα στα πόδια, αλλά παγωνιά δεν καταλάβαινα. Καιγόμουν. Τώρα αφουγκραζόμουν στη σιγαλιά. Νεκρική ησυχία. Γονάτισα στο λασπωμένο χώμα και σιγά-σιγά στάθηκα όρθιος. Κοίταξα προς το βορρά όπου ανοιγόταν ένα ξέφωτο και ξέκρινα ένα μακρύ ψηλό μαντρότοιχο. Πλησίασα. Μοναστήρι ήταν τελικά. Βαριά και πολυκαιρισμένη η ξύλινη πόρτα. Σκέφτηκα μερικά δευτερόλεπτα. Ύστερα έπιασα το βαρύ χάλκινο ρόπτρο και το χτύπησα με δύναμη. Λες και περίμενε ένας ξερακιανός, μεσήλικας μοναχός με ασκητική μορφή άνοιξε τα θυρόφυλλα και κάρφωσε το βλέμμα του πάνω μου. Έτοιμος λες από καιρό να ρωτήσει: «Γιατί; Γιατί το έκανες αυτό τέκνο μου;»... Ακούω καλά; Χτυπάει η πόρτα; Να πάρει! Βράδυ Χριστουγέννων κι εγώ έχω αποκοιμηθεί πάλι στον καναπέ και τα λαμπιόνια απέναντι μου αναβοσβήνουν σαν τρελά! Κι όμως η πόρτα χτυπά κι εγώ σκέφτομαι μακάρι να χτυπά ο Γιάννης Αγιάννης της γειτονιάς. Εδώ δεν είχαμε και δεν θα έχουμε ποτέ τόπο για τους κάθε λογής Ιαβέρηδες ιδιαίτερα τώρα που ο κόσμος και η εποχή μας έχει πλημμυρίσει από δαύτους...

Γεωργίου Σόφη

Βράδυ Χριστουγέννων και εγώ στο μικρό διαμέρισμα αναπολώντας τα πάρτι που διοργάνωνα έτσι καιρό στο παλιό σπίτι μας, πριν το κούρεμα, που τώρα ανήκει στην Τράπεζα. Δεν με ενοχλούσε ότι τώρα μας έχουν ξεχάσει όλοι οι «φίλοι» που δεν έλειπαν ποτέ από τα πάρτι, ούτε ότι είμαι μόνη βράδυ Χριστουγέννων, με ενοχλεί η προδοσία του πιο αγαπητού μου προσώπου που νόμιζα ότι η αγάπη μας ήταν αμοιβαία, του Αντώνη. Ήμασταν μαζί εδώ και πέντε χρόνια και μου έλεγε ότι ήμουν η μοναδική του αγάπη και με έπεισε να επενδύσω όλα όσα είχα για να κτίσει ένα μικρό ξενοδοχείο που θα μας έκανε πιο πλούσιους και ως αποτέλεσμα έχασα ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας μου. Τι κάνω τώρα βράδυ Χριστουγέννων, μόνη; Λεφτά ακόμα είχα. Ετοίμασα μερικές τσάντες από φαγητό και τις κουβάλησα στο αυτοκίνητο. Κατευθύνθηκα προς το χωριό της Μαρίας, της πιστής οικιακής μου βοηθού. Όταν έφθασα στο σπίτι της, δεν μπορείς να φανταστείς τη χαρά της και της οικογένειάς της. Να, αυτά τα Χριστούγεννα ήταν ξεκαθάρισμα λογαριασμών, έφυγαν οι ψεύτικες αγάπες και έμεινε η ουσία.

Γιανναδάκη Μαρία

Βράδυ Χριστουγέννων κι εγώ κάθομαι στην αγαπημένη μου πολυθρόνα. Κοιτώ το δέντρο με τα κόκκινα στολίδια και τα λαμπερά φωτάκια. Η καρδιά μου ζεστή και συνάμα παγωμένη.

«Πώς γίνεται αυτό;» αναρωτιέμαι.

Μα η απάντηση είναι μπροστά στα μάτια μου. Τα φωτεινά λαμπιόνια και η χριστουγεννιάτικη διακόσμηση ρίχνουν ξύλα στο τζάκι της καρδιάς. Μιας καρδιάς που ένα μεγάλο κομμάτι της είναι παγωμένο από το χιόνι της απώλειας. Η νοσταλγία για τους αγαπημένους που λείπουν μοιάζει με δυνατό βοριά που τρίζει το τζάμι του παραθυριού και κάνει τις χιονονιφάδες να χορεύουν ολόγυρα.

«Άραγε θα νιώσω ποτέ καλύτερα;» ρωτώ τον εαυτό μου.

Όλοι λένε πως ο χρόνος κλείνει τις πληγές. Εγώ δεν το πιστεύω! Απλώς τις επουλώνει. Αρκεί ένας ήχος, μια μυρωδιά και να τες, αρχίζουν και πάλι να αιμορραγούν.

Πρέπει όμως να παραδεχτώ πως υπάρχουν άνθρωποι που μ’ ένα τους βλέμμα, ένα τους άγγιγμα μπορούν να γλυκάνουν τις δύσκολες στιγμές.

Πόσο τους ευγνωμονώ!

Δολιανίτου Γεωργία

Βράδυ Χριστουγέννων και κάθομαι μόνη μπροστά από το αναμμένο τζάκι, βλέποντας τις φλόγες να χορεύουν. Τα τελευταία χρόνια δεν στολίζω χριστουγεννιάτικο δέντρο ούτε πηγαίνω σε κάποιο ρεβεγιόν. Μου αρέσει να κάθομαι μόνη στο σπίτι και να αναπολώ. Σαν σήμερα, πριν από εφτά χρόνια, έχασα τον πολυαγαπημένο μου πατέρα. Από τότε τα Χριστούγεννα μόνο θλίψη μου φέρνουν. Οι αναμνήσεις πολλές και ο πόνος μεγάλος παρόλο που έχει περάσει τόσος καιρός.

Αγαπημένη μου συντροφιά είναι το παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα». Μου έχει γίνει συνήθεια να το διαβάζω κάθε χρόνο τέτοια μέρα. Λένε πως ο χρόνος γιατρεύει τις πληγές, όμως στη δική μου περίπτωση δεν συμβαίνει αυτό.

Νοσταλγώ με αγάπη όλα τα Χριστούγεννα που έζησα μαζί του και τα μάτια μου δακρύζουν. Κάθε χρόνο αυτή την ημέρα ο πόνος γίνεται αβάσταχτος. Τα Χριστούγεννα σηματοδοτούν τη λύπη αλλά και τη χαρά της γέννησης του Χριστού. Μέσα από τον πόνο γεννιέται πάντα μια μικρή ελπίδα όπως κάποιο αγριολούλουδο που φυτρώνει στον βράχο. Μου αρέσει να βάζω νέους στόχους για την καινούργια χρονιά που έρχεται. Με αυτά τα ανάμεικτα συναισθήματα πηγαίνω στο παράθυρο και βλέπω έξω τα στολισμένα σπίτια, τους ανθρώπους που γιορτάζουν την ολόφωτη αυτή νύχτα. Και πάντα κάνω μια ευχή: από εκεί ψηλά που βρίσκεται ο πατέρας μου να μου δώσει τη δύναμη να συνεχίσω με χαρά τη ζωή μου και να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου.

Ιωακειμίδου Αναστασία

Βράδυ Χριστουγέννων κι εγώ σκέφτομαι πότε ήρθαν κιόλας τα Χριστούγεννα. Πώς έχει αλλάξει η ζωή μας με την κωλοαρρώστια. Πώς τρέχει ο χρόνος ...και δεν σε ρωτάει. Πώς θα ήταν τα πράγματα, αν ήταν αλλιώς. Όλα. Σκέφτομαι όλα αυτά κι άλλα ακόμη. Παίρνω το τετράδιο μου. Να γράψω. Η διαφυγή μου από την πραγματικότητα. Ποια πραγματικότητα; Είναι αυτό που ζούμε η πραγματικότητα; Δεν νομίζω. Με φωνάζει και η κόρη μου από μέσα. Θέλει να παίξουμε επιτραπέζιο. Θα παίξω επιτραπέζιο τώρα. Παρατάω το γράψιμο. Μπλιγκ, μπλιγκ... μηνύματα για Καλά Χριστούγεννα και ευχές. Α, να και φωτογραφίες. Και πολλά από αυτά τα έτοιμα του Facebook. Πίσω στην πραγματικότητα. Δεν κοιμήθηκα χθες. Φυσικά ούτε και προχθές αλλά το παίζω άνετη. Χθες όμως είχα και άλλο λόγο που δεν κοιμήθηκα. Το «Αστέρι της Βηθλεέμ» επέστρεψε στον ουρανό μετά από 800 χρόνια. Ναι, και εγώ ήθελα να το δω και να κάνω μια ευχή! Γι' αυτό έμεινα ξάγρυπνη. Για μια ελπίδα!

Καούρου Φρόσω

Τα λατρεύω τα Χριστούγεννα! Για κανένα συγκεκριμένο λόγο και για χίλιους δυό ταυτόχρονα. Μ’ αρέσουν τα λαμπάκια, τα στολισμένα δέντρα, οι ευφάνταστες διακοσμήσεις σε δρόμους και πλατείες, τα δώρα, τα τραγούδια και τα νόστιμα γλυκά. Μα πάνω απ’ όλα, λατρεύω την αίσθηση που κουβαλούν. Τη χαρά στα πρόσωπα των παιδιών όταν ανοίγουν τα δώρα τους, την ευτυχία των μεγάλων όταν μαζεύονται όλοι για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, τη μαγεία της προσμονής για το νέο έτος. Φέτος όμως, όλα είναι αλλιώς. Είναι βράδυ Χριστουγέννων κι εγώ, όπως κι όλοι οι συνάνθρωποι μας, είμαι μόνη με την οικογένεια μου στο σπίτι μας. Γιορτάζουμε μοναχικά, χωρίς πολλά πολλά. Αγκαλιαζόμαστε στον καναπέ και βλέπουμε εορταστικά προγράμματα και ταινίες με Άγιους Βασίληδες και ξωτικά. Έτσι για να μπούμε στο κλίμα. Γιατί τα φετινά Χριστούγεννα είναι διαφορετικά, όλη η χαρά πηγάζει από μέσα μας. Που είμαστε ακόμα εδώ, μαζί. Μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα...

Καρακούτα Κατερίνα

Χριστουγεννιάτικη μαγεία

Βράδυ Χριστουγέννων και εγώ κάθομαι με κλειστά τα φώτα δίπλα από το παράθυρο. Παρατηρώ τους άδειους δρόμους. Με μόνη παρέα τα λαμπάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου που φωτίζουν τις σκέψεις μου. Αυτές οι γιορτές είναι οι πιο παράξενες, συνοδευόμενες από μοναξιά, άγχος και φόβο. Έχουμε κλειστεί στα σπίτια μας γιατί εκεί έξω παραμονεύει ένας αόρατος εχθρός. Αυτές οι σκέψεις μου φέρνουν μελαγχολία. Τα Χριστούγεννα είναι μία γιορτή γεμάτη συναντήσεις με αγαπημένα πρόσωπα. Τα εορταστικά τραπέζια μας φέρνουν κοντά και δίνουν τη δυνατότητα για επικοινωνία και ανταλλαγή ευχών. Όμως στις φετινές γιορτές η τεχνολογία έχει αντικαταστήσει την ανθρώπινη επαφή. Τα μάτια μου κλείνουν εκεί κουρνιασμένη στη πολυθρόνα δίπλα από το παράθυρο. Ένα κουδουνάκι αντηχεί μέσα στα αυτιά μου. Μια φωνή μου ψιθυρίζει «Η μαγεία των Χριστουγέννων βρίσκεται παντού, αρκεί να αφήσουμε τη φαντασία μας ελεύθερη». Ανοίγω τα μάτια μου. Δεν είναι κανείς. Όμως ξέρω ότι και φέτος μπορούμε να ζήσουμε τη μαγεία των Χριστουγέννων.

Κοντόγιαννου Ζωή

Βράδυ Χριστουγέννων κι εγώ παίρνω αγκαλιά τις σκέψεις μου κι αρχίζω ένα ανεπανάληπτο ταξίδι. Όλα γύρω μου έχουν μια ανεξήγητη γαλήνη. Κλείνω τα μάτια και περιμένω να βρεθώ σε εκείνη τη νύχτα που στον κόσμο ακούστηκε για πρώτη φορά το κλάμα του μικρού Χριστού. Λαχταρά η ψυχή μου να ζεσταθεί με εκείνη τη φωτιά που δεν καίει τη σάρκα μα κατακαίει την καρδιά από τη θεία χάρη.

Μια νύχτα σαν κι αυτή όλοι ονειρεύονται μια μικρή φάτνη σαν καταφύγιο, σαν μικρή κρυψώνα από τον πόνο της ζωής και το κρύο της ψυχής.

Μια νύχτα σαν κι αυτή λαχταρώ να γίνει το θαύμα. Όχι δεν θέλω πλούτη, δεν θέλω δόξα! Θέλω αυτή η ζεστασιά του Χριστού να φτάσει σε κάθε παγωμένη καρδιά. Θέλω να ξυπνήσει ο κόσμος από τον λήθαργο του εγωισμού και της μοναξιάς και να αρχίσει να δίνει παντού χαμόγελα αληθινά… σαν εκείνα που ξεκινούν από τα βάθη της ψυχής…

Λούη Μαρία

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν…

Βράδυ Χριστουγέννων κι εγώ... δρασκελίζω τις μέρες, φτάνω στο τέλος της χρονιάς, σε βλέπω επιτέλους αυτάρκη να σκαρφαλώνεις στην καμινάδα των παιδικών σου χρόνων να κρυφοδείς το τελευταίο βήμα του Άγιου Βασίλη πριν σου αφήσει το δώρο. Κι εκεί που βήμα δεν υπάρχει ούτε δώρο κοιτάς τα σχήματα στη στάχτη και φτιάχνεις κόκκινα παλάτια με ξύλινους πρίγκιπες που’ χουν μεγάλη μύτη σαν του Πινόκιο αλλά είναι όμορφοι και σου λένε «Έλα, πάμε να φύγουμε!».

Ξάφνου σου ‘ρχεται να φτιάξεις το παραμύθι σαν άλλη Σταχτοπούτα και παίρνεις στα χέρια σου γλυκά και σοκολάτες και χρώματα και περπατάς στη στάχτη, δεν μπορεί κάπου θα το βρεις το δώρο. Αλλά οι πρίγκιπες περιμένουν, πρέπει να βιαστείς θέλουν να σε πάρουν μαζί τους. Τινάζεις τη στάχτη απ’ τα πόδια σου κι εμφανίζεται κόκκινο βελούδινο το βήμα.

Τώρα μπορείς να φύγεις για το παλάτι, να προλάβεις τα Χριστούγεννα.

Μακαριάν Μαριάννα

Έκλεισαν τα στόρια, η ταμπέλα έγραφε «Κλειστόν». Πόσο περίεργη νύχτα ετούτη, διαφορετική. Ο ουρανός καθαρός, τα αστέρια χιλιάδες μικρές καρφίτσες κολλημένες πάνω του. Βράδυ Χριστουγέννων και εγώ στέκομαι στη μέση του πεζόδρομου, να κοιτάζω ψηλά σαν να περιμένω να μου έρθει ουρανοκατέβατη μια ιδέα. Δύο παιδιά έτρεξαν γελώντας στο πλάι μου. Έκοψαν την ονειροπόληση στη μέση. Κοίταξα το μικρό μου βιβλιοπωλείο και χαμογέλασα, «Γωνία ονείρου»...

«Δεν μπορείς να το πιστέψεις ακόμα;»

Γύρισα στην αδελφή μου ξαφνιασμένη.

«Δεν μπορώ να το πιστέψω ακόμα...» της είπα και ξεκινήσαμε για το σπίτι. Μας περίμεναν όλοι άλλωστε για το τραπέζι.

Μάνος Σπύρος

Βράδυ Χριστουγέννων κι εγώ... μπροστά στο τζάκι χαζεύω το Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Είναι στολισμένο με πολύχρωμες γυαλιστερές μπάλες και διάφορα μικρά και μεγάλα στολίδια, με χρωματιστές γιρλάντες που το αγκαλιάζουν και τα λαμπάκια που αναβοσβήνουν το κάνουν ομορφότερο. Το Αστέρι στην κορυφή του δέντρου οδηγεί στη φάτνη του νεογέννητου Χριστούλη. Οι σκιές απ’ τη φωτιά χορεύουν στους τοίχους και ζωντανεύουν τους καλικάντζαρους, τα ξωτικά και τα άλλα πλάσματα των Χριστουγέννων που ξεπηδούν μέσα από παραμύθια. Τα Χριστούγεννα είναι η αγαπημένη μου γιορτή. Ας ανοίξουμε την καρδιά μας κι ας αφήσουμε το υπέρλαμπρο Άστρο να φωτίσει την ψυχή μας. Ας αφεθούμε στη μαγεία Χριστουγέννων κι ας γίνουμε παιδιά, έστω για λίγο. Χαμογελάω κι αναρωτιέμαι πως να περνάει ο Αϊ Βασίλης αυτό το βράδυ…

Μανωλά Κατερίνα

Βράδυ Χριστουγέννων κι εγώ κοιτάζω μια το ρολόι και μια το στολισμένο γιορτινό τραπέζι. Στρωμένο από νωρίς με το καλό τραπεζομάντηλο, που 'χει ξεφτίσει λίγο στις άκρες απ’ την πολυχρησία. Το καλό σερβίτσιο που δεν είναι πια σετ μιας κι ‘σπασαν διάφορα απ’ τα ταίρια του. Τα ποτήρια που μοιάζουν κρυστάλλινα, μα δεν είναι, τα ‘χα βρει σε τιμή προσφοράς. Θαμπώσανε λίγο, μα δε βαριέσαι. Το δέντρο μοιάζει φορτωμένο απ’ τα τόσα στολίδια -κάποια όμοια, κάποια διάσπαρτα από στιγμές και ενθύμια μέσα στον χρόνο. Στη κορυφή το άστρο γέρνει λιγάκι. Σε κάνει να πιστεύεις πως θα πέσει από ώρα σε ώρα -όχι όμως, για να κάνεις ευχή. Τα παιδικά γέλια ακούστηκαν στην εξώπορτα. Το κουδούνι χτύπησε κι αμέσως ξεχύθηκαν στο σαλόνι φουριόζοι. Πίσω τους οι φίλοι κρατούν σπιτικά μελομακάρονα και κρασιά. Παραπίσω οι γονείς μου, ακόμη αντέχουν να φτιάχνουν γεμιστή γαλοπούλα και να τη φέρνουν στη γάστρα. Εδώ, λοιπόν. Δίπλα στο θαμπό γυαλί και στο ξεφτισμένο τραπεζομάντηλο, βρίσκεται το αστέρι. Τι κι αν γέρνει λιγάκι; Φωτίζει κι έτσι ακόμη, τις καρδιές των ανθρώπων, γεμίζοντας τες με αγάπη και φως.

Μιχαηλίδου Χριστίνα

Αποχαιρετισμός εραστών

Βράδυ Χριστουγέννων κι εγώ προσπαθώ να μετατρέψω τη φυγή σου σε παρουσία. Αραδιάζω τις αναμνήσεις μας στο πάτωμα μία προς μία. Θυμάμαι με λεπτομέρειες την ημέρα, τα λόγια τα γέλια ακόμα και τους ψίθυρους. Είναι σαν παιγνίδι του μυαλού. Είναι σαν αποχαιρετισμός. Πίνω ένα ποτήρι κρασί μπροστά στις φλόγες του τζακιού, ανάμεσα στα πολύχρωμα λαμπιόνια του δέντρου. Τίποτα δεν θα είναι θλιβερό αυτή τη νύχτα. Στο πικ απ ακούγεται η αγαπημένη μας μουσική και ας μην είσαι εσύ ο παρτενέρ μου. Στο είπα! Ο έρωτας είναι εγωιστής, τον χρησιμοποιείς όπως εσύ θες, όπως και εγώ άλλωστε. Είναι βασανιστικό και μαζί λυτρωτικό να σε καλώ στο τηλέφωνο, να μην απαντάς. Φαντάζομαι να χάνεσαι σε νέες αγκαλιές και εγώ στα ερωτηματικά μου. Στο είπα; Θα μάθω να ζω χωρίς εσένα, θα μάθω να περπατώ ξανά στα βήματα μου. Χρόνια Πολλά, μωρό μου, χρόνια χωριστά.

Μπαφούτσου Χρύσα

Βράδυ Χριστουγέννων κι εγώ... Σε προσμένω.

Καθισμένη στη θαλπωρή του τζακιού με το παραμύθι του μπάρμπα Πανώφ.

Τα λαμπιόνια του δέντρου απόψε λάμπουν περισσότερο. Τα δώρα ανυπομονούν να δοθούν στους αγαπημένους μου.

Κι εγώ εκεί, Σε καρτερώ...

Δε γίνεται να μου αρνηθείς...

Τόσος υπέροχος στολισμός, τόσα λαμπιόνια τόσα γλυκά, όμορφα ρούχα και αστερόσκονη παντού....

Ήρθε το μεσημέρι. Ακολούθησε ένα πλούσιο γεύμα με τους αγαπημένους μου και τα "βιαστικά" δώρα παραδόθηκαν..

Και... Εσύ πουθενά..

Το απόγευμα μια απαλή ασημένια βροχή χάιδεψε την πόλη.

Σκοτείνιασε, μα το άστρο της Βηθλεέμ επιμένει να στέκεται ψηλά…

Το χτύπημα στην πόρτα με επανέφερε στην πραγματικότητα μετά από ένα σύντομο ονειροπόλημα...

Η φιγούρα μιας λεπτής γυναικείας σιλουέτας με το μωρό της αγκαλιά με... ξάφνιασε.

«Περάστε» ψέλλισα δειλά.

Το κρύο είχε αποτυπωθεί στα μελανά της χείλη και στα αδύνατα χεράκια του μωρού.

Η θαλπωρή του σπιτιού φώτισε το πρόσωπο της μητέρας που βιαστικά μα ευγενικά ζήτησε γάλα για το παιδί της.

Η αμηχανία μου ήταν μεγάλη.

Τα φώτα, ο στολισμός, τα γλυκά, τα ακριβά μου ρούχα όλα έγιναν βαρίδια μα πιο πολύβάρυνε η καρδιά μου.

Σαν εξιλέωση, της ζήτησα να δειπνήσει μαζί μου.

Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη, σαν είδα λίγο αργότερα τα φωτεινά τους χαμόγελα να "στολίζουν" το σπίτι.

Μαζί τους ένιωσα το αληθινό νόημα των Χριστουγέννων μακριά από φώτα, στολίδια και υλικές υπερβολές.

Πόσο μας λείπει η ταπείνωση της φάτνης του μικρού Ιησού.

Αργότερα σαν έφυγαν, αφού μου υποσχέθηκαν πως θα ξανάρθουν, στάθηκα πάλι στο παραθύρι... εκεί που σε περίμενα...

Τίποτα. Έξω ερημιά...

Κοντοστάθηκα στη φάτνη Σου.

Μονολόγησα... «Μικρέ μου Χριστέ, δεν ήρθες...»

Πόσο σε περίμενα!

 

....μόλις έφυγα… ακούστηκε μια φωνή από ψηλά.

Ύψωσα το βλέμμα.

Το ολόλαμπρο αστέρι έστεκε ακόμα πιο φωτεινό... στον μαγικό ουρανό...

Μπόικου Θεοδώρα

Βράδυ Χριστουγέννων και εγώ κρατώ με λαχτάρα και συγκίνηση τα καινούρια κόκκινα γοβάκια μου! Το μεντί διώροφο ξεπρόβαλλε στη δεξιά γωνία του κυπαρισσώνα! Στολισμένο με ρυθμιζόμενα λαμπάκια που έστεκαν περήφανα στα κάγκελα της περιβόλου! Ένας Άγιος Βασίλης ανεβασμένος στο παραδοσιακό όχημα του που με χάρη το οδηγούσε ο Ρούντολφ δέσποζε στη νυχτερινή αυλή! Η Νικολαΐδα χωμένη στη ζεστασιά του κόκκινου καναπέ της με το τζάκι να κρατά πύρινη παρεούλα και τα ξύλα να δίνουν τη δύναμή τους στη φλόγα, απολάμβανε τον νυχτερινό ουρανό που είχε φορέσει τη γιορτινή φορεσιά του! Τα άστρα λαμπρότερα συνέτειναν στη χαρμόσυνη είδηση! Ξαφνικά ένα απαλό χτύπημα διέκοψε τη θέαση του ουράνιου θόλου! Άνοιξε την πόρτα και στο χριστουγεννιάτικο χαλάκι βρισκόταν ένα πακέτο δεμένο με πράσινη κορδέλα! Τα έχασε! Άφαντος ο αποστολέας! Το σήκωσε και το άνοιξε με περιέργεια! Από μέσα γυάλισαν τα κόκκινα γοβάκια! Μέσα τους μια καρτούλα που έγραφε «Σε ευχαριστώ» και ένα κουδουνάκι! Το κούνησε και ξεχύθηκαν μελωδίες! Συγκινημένη κοίταξε τον φωτεινό ουρανό και ευχαρίστησε τον άγνωστο για το δώρο του! Είναι η Μαγεία των Χριστουγέννων! Χριστός γεννήθηκε να φέρει Φως στο Σκοτάδι, Αλήθεια στο Ψέμα, Καλοσύνη στην Κακία, Αγάπη στο Μίσος! Χρόνια πολλά!

Νάνη Παρασκευή

Απόψε ξαναγεννιόμαστε

Βράδυ Χριστουγέννων κι εγώ έχω κολλήσει στα κατακάθια της σκέψης μου με την ελπίδα να γευτώ την ευδαιμονία της λησμονιάς τρώγοντας το μοναδικό φρούτο που βρίσκεται πάνω στο τραπέζι, έναν λωτό. Άραγε ξοφλούνται οι κακοτοπιές τρώγοντας το φρούτο της λησμονιάς ή μήπως ξεχνά κανείς όταν χάσει την αγάπη; Κι αυτή η ψυχή μέσα στη σιωπή της αχόρταγη, δε σταματά πουθενά, ψάχνει και συνεχώς αναζητά. Δεν τη νοιάζουν ούτε οι στολισμένες βιτρίνες ούτε τα γιορτινά τραπέζια ούτε καν τα δώρα με τις κατακόκκινες κορδέλες. Μιαν έννοια έχει μόνο, να φτάσει σ' αυτό το φως που αιώνες τώρα την προσκαλεί...

«Όλο το μυστικό είναι στην αγάπη» της ψιθυρίζω.

«Βράδυ Χριστουγέννων» μου ψιθυρίζει, «απόψε ξαναγεννιόμαστε».

Ξούρη Αντιγόνη

Βράδυ Χριστουγέννων κι εγώ καθισμένος στο μικρό καφέ της γειτονιάς. Διανυκτερεύει και αυτό το βράδυ, όπως πάντα. Εγώ και η σερβιτόρα, μοναδικός πελάτης μες το μαγαζί, να κοιτάμε έξω από τη τζαμαρία. Το χιόνι που πέφτει με ορμή θυμίζει κάτι από τα παλιά. Τότε που η οικογένεια μου καθόταν μαζεμένη γύρω από τη φωτιά. Όλοι μαζί σφιχταγγαλιασμένοι. Πλέον είναι αργά, αλλάζουν οι καιροί. Ερημωμένοι οι δρόμοι, παγωνιά και εγώ μόνος πίνοντας το ποτό της παρηγοριάς. Αλλά, ο πόνος δεν περνά, εκεί συνεχίζει να χτυπά. Ποτέ δεν είχα φανταστεί στα 70 μου πως θα έμενα μόνος, εγκαταλειμμένος. Ξέρω πως τα παιδιά μου κάναν οικογένειες, ζούνε μακριά. Αλλά ούτε ένα τηλέφωνο; Τι αξία έχει να σηκώσουν το ακουστικό, να πούνε ένα: «Μπαμπά, είσαι καλά;» Και αυτή τη γιορτή θα την περάσω παρέα με τα φαντάσματα του παρελθόντος. Μέσα μου όμως ακόμα σιγοκαίει κρυφή ελπίδα πως θα με θυμηθούν. Δεν πήγε ακόμα δώδεκα, ας περιμένω…

Ράπτη Μαρία

Βράδυ Χριστουγέννων και εγώ τα έχω όλα έτοιμα. Η περσινή μας χρόνια δύσκολη με φόβο, μακριά από όλους, δίχως αγκαλιές, φιλιά, βλέμματα. Ένας χρόνος, αλλιώτικος, που κανείς από τη δική μας γενιά δεν είχε ξαναζήσει. Έπρεπε να μείνουμε μέσα στα σπίτια μας, τα παιδιά να σταματήσουν το σχολείο, εμείς χωρίς τις δουλειές μας, πόσο τρομερά όλα αυτά όσο τα σκέφτομαι, στιγμές, στιγμές νομίζω πως ήταν ένα κακό όνειρο που το έβλεπα κάθε βράδυ.

Σήμερα όμως, αυτό το βράδυ, το βράδυ Χριστουγέννων είμαστε όλοι μαζί περισσότερο όμορφοι από κάθε άλλη χρονιά οι γονείς μας, τα αδέλφια μας, τα παιδιά μας. Στο μεγάλο τραπέζι με γέλια, με αγκαλιές, με την ελπίδα πως όλα τα υπόλοιπα Χριστούγεννα της ζωής μας θα είναι έτσι.

Σταματίου Λέττα

Το τραπέζι είναι έτοιμο. Δίπλωσε τις πετσέτες. Μαχαιροπίρουνα στη θέση τους. Το φαγητό γέμισε μυρωδιές τη μικρή γκαρσονιέρα. Έχει νευρικότητα. Κοιτάζει έξω τα στολισμένα γκρίζα μπαλκόνια. Είναι Χριστούγεννα και οι άνθρωποι μοιράζονται. Ένα χαμόγελο, μια καλή ευχή, ένα δώρο. Δυσκολεύεται.

Σπάνια υποδέχεται φίλους στο σπίτι της. Το άβατο. Δε θυμάται τι θα πει βράδυ Χριστουγέννων. Ξέρει μόνο από φωνές, φασαρία και τους δείκτες ρολογιού να μοιάζουν εχθρικοί. Έτσι είναι η δουλειά στη λάντζα ενός εστιατορίου. Σε έναν τέτοιο κακό χαμό τραυμάτισε το χέρι της, ράμματα και να η αναρρωτική άδεια. Είναι βράδυ Χριστουγέννων και εγώ αναρωτιέμαι ποιες ατυχίες σε φέρνουν πιο κοντά στα μαγικά τα αυτονόητα της ζωής.

Ταμουρατζή Έλενα

Ο κύκλος της ζωής

Βράδυ Χριστουγέννων κι εγώ μιλάω με τους δικούς μου στο τηλέφωνο για ευχές. Η ώρα δείχνει δέκα και μισή. Κλείνουμε βιαστικά και ξεκινάω για την υπηρεσία μου. Φτάνοντας στο νοσοκομείο αντικρίζω ένα θέαμα τόσο γνώριμο πια. Τα φιλαράκια μου στα επείγοντα τρέχουν μανιωδώς για να σώσουν όποιους μπορέσουν. Το «ετήσιο» τροχαίο είναι και πάλι εδώ. Πατεράδες αναζητούν τα παιδιά τους. Μανάδες προσεύχονται. Αλλά ο Χάρος έστησε πάλι καρτέρι και κάποιοι δεν τα κατάφεραν.

Με βαριά βήματα συνεχίζω για το τμήμα μου, όπου ενημερώνομαι πως υπάρχει επίτοκος. Η γυναίκα ουρλιάζει, ίσως πιο δυνατά κι από εκείνη που έχασε το παιδί της. Και ξάφνου μια ηρεμία επικρατεί παντού. Κανείς δε μιλάει. Το μόνο που ακούγεται είναι το κλάμα του μωρού. Όπως όταν γεννήθηκε ο Χριστός και σώπασε η πλάση. Ο κύκλος της ζωής μέσα σε λίγα τετραγωνικά. Η ζωή πάλι νίκησε το θάνατο. Κι εγώ εκεί να βιώνω ένα Χριστουγεννιάτικο θαύμα.

Τοσουνίδου Δέσποινα

Αυτόφωτος έρωτας

Βράδυ Χριστουγέννων κι έχω την τιμητική μου. Βρίσκομαι στο κέντρο, τα μάτια όλων πάνω μου. Ομολογουμένως φέτος είμαι πιο λαμπερός. Βέβαια η ψυχούλα μου το ξέρει πώς αντέχω να κουβαλάω τέτοιο βάρος. Καμπανούλες, ξύλινα στρατιωτάκια, χρυσές μπάλες και πολύχρωμα λαμπιόνια συμπληρώνουν την ωραία μου κορμοστασιά. Στα πόδια μου έχουν φέρει δώρα και όταν δεν κοιτούν ακουμπάω λίγο γιατί πιάνεται η μέση μου να στέκομαι τόσες ώρες έτσι κορδωμένος για να για να φαίνομαι ψηλός. «Σσσς» ακούω τη φωνή της, πιο γλυκιά απ’ την ηλιαχτίδα που με ξυπνούσε το πρωί, πιο κελαριστή κι από το ποταμάκι που έβρεχε παλιά τα πόδια μου. «Ω έλατο, ω έλατο, μ' αρέσεις, πώς μ’ αρέσεις». Πόσο θα ήθελα να της φωνάξω κι εγώ ότι την αγαπώ και κάθε φορά που μπαίνει στο σαλόνι νιώθω αυτό το τράνταγμα στο σώμα σαν να νιώθω τη λεπίδα του τσεκουριού μπηγμένη στον κορμό μου. Την είδα πάλι στο όνειρό μου χθες. Ήταν Χριστούγεννα κι εγώ ήμουν το πιο όμορφο έλατο του δάσους. Αυτή νεράιδα του χιονιά αποκοιμιόταν στην αγκαλιά μου κι απ’ τον έρωτά μας έλαμπα ολόκληρος. Δεν χρειαζόμουν λαμπάκια…

Τρίψα Νικολέτα

Βράδυ Χριστουγέννων κι εγώ γυρεύω λίγη από τη χρυσόσκονη που ξέμεινε στο βάθος του σκούφου μου. Ένα φύσημα της και θα βρεθώ να περπατώ στους κρύους κόκκους της μακρινής Βηθλεέμ. Γίνομαι πάλι εκείνο τ’ αγόρι που φορτωμένο στο σβέρκο τ’ αρνάκι του, θ’ αντικρύσει τον πραγματικό αμνό. Ν’ ακούσω για λίγο τη ψαλμωδία των Χερουβείμ κοιτώντας το λαμπρότερο αστέρι που θα φωτίζει για πάντα το δρόμο της ψυχής μου. Βράδυ Χριστουγέννων και είμαι πάντα εκεί!

Τσιπούρα Μάντυ

Νύχτα φωτός

Βράδυ Χριστουγέννων κι εγώ μόνη κάθομαι στην μπερζέρα πλάι στο αναμμένο τζάκι ακούγοντας το « Holly night» και απολαμβάνοντας το κόκκινο κρασί μου. Η φλόγα που τρεμοπαίζει και τα λαμπάκια που αναβοσβήνουν μου προκαλούν μελαγχολία. Αναπολώ τη συντροφιά αγαπημένων που παλιότερα χαμογελαστοί ανταλλάσσαμε δώρα, ευχές, φιλιά, αγκαλιές.

Όπως έγειρα στην πολυθρόνα, αντίκρισα έναν τεράστιο σταυρό. Στη βάση έβλεπα ανθρώπους σκυφτούς, άλλους λυπημένους, άλλους ν’ ανεβαίνουν μια σκάλα. Δεξιά και αριστερά του σταυρού, υπήρχαν άλλοι να στέκονται, να κάθονται, να κρεμιούνται, να αγωνιούν, να χαμογελούν. Όποιοι συνέχιζανπρος την κορφή, μόλις έφταναν εκεί, ήταν γελαστοί, χαρούμενοι, ιλαρείς, ευτυχείς.

Κοιτάζοντας το σταυρό παρατήρησα ότι όλοι κρατούσαν από ένα αστέρι. Όσο πιο χαμηλά βρίσκονταν, το φως του ήταν αχνόαμυδρό. Όσο πιο πάνω ανέβαιναν, γινόταν πιο έντονο, πιο φωτεινό. Όσοι είχαν φτάσει στην κορφή, το φως ήταν υπέρλαμπρο.

Καθώς ήμουν συνεπαρμένη, ένα δυνατό φύσημα του αέρα τράνταξε το τζάμι. Σαν τράβηξα τις κουρτίνες, μια εκτυφλωτική δέσμη φωτός διαχύθηκε στο δωμάτιο και το έλουσε με ζεστασιά. Θαλπωρή και αγαλλίαση πλημμύρισε η ψυχή μου. Ένα γλυκό ρίγος με διαπέρασε παντού.

Ναι! Το Άγιο αστέρι ακτινοβολούσε όλη τη νύχτα έξω απ’ το παράθυρο.

Φλογερά Ελένη

Το θαύμα

Βράδυ Χριστουγέννων και εγώ σου κρατώ το χέρι. Με δάκρυα στα μάτια προσεύχομαι να σε δω να ξυπνάς, να μου χαμογελάς και πάλι. Κάπου έξω από το θάλαμο της εντατικής μια ομάδα παιδιών τραγουδά τον μικρό τυμπανιστή.

«Μου ‘παν έλα να πάμε να δεις Χριστός γεννήθηκε στην άκρη της γης…

ραπαπαπαμ ραπαπαπαμ»

Χωρίς να το θέλω ένωσα και εγώ τη φωνή μου με τις παιδικές φωνούλες, γιατί είναι το τραγουδάκι που σου άρεσε να σου τραγουδάω.

«Μες στη νύχτα παιδί μοναχό, τι δώρο να του φέρω, που ‘μαι φτωχό. Φέρνω το τύμπανο που μόνο κρατώ…

ράπαπαπαμ ραπαπαπαμ»

Σου τραγουδάω και ο νους μου τρέχει σ’ εκείνον τον μεθυσμένο οδηγό που πριν ένα μήνα ανέβηκε στο πεζοδρόμιο, σε άρπαξε βίαια από το χέρι μου και σ’ άφησε σε κώμα.

«Το πιο ωραίο τραγούδι θα πω, για το Χριστό…

ραπαπαπαμ ραπαπαπαμ»

Μέσα στο χέρι μου το μικρό σου χεράκι σκιρτά, άνοιξες τα μάτια σου και με κοίταξες γλυκά.

Το θαύμα έγινε! Βράδυ Χριστουγέννων και είσαι πάλι κοντά μου.

Φραϊδάκη Μαίρη

Βράδυ Χριστουγέννων κι εγώ καθισμένη στον καναπέ παρακολουθώ τις ειδήσεις. Πόσα τα σημερινά νέα κρούσματα, πόσοι οι νεκροί, πόσοι οι διασωληνωμένοι; Απογοήτευση. Τα προβλήματα στην αγορά, η ανεργία, η φτώχεια. Μαζί τους κι εγώ. Ανησυχώ για το μέλλον. Θα ανοίξουν τα μαγαζιά; Υπάρχει ο ιός; Παράπονα για τις μάσκες. Πότε θα πέσουν; Κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Πέρυσι τέτοια μέρα, εξαντλημένη από την κούραση των ημερών, ετοίμαζα τραπέζι για συγγενείς και φίλους, βλαστημώντας που δεν έχω μια στιγμή ησυχίας, που δεν καταλαβαίνει κανείς την κατάστασή μου. Φέτος είναι αλλιώς. Μοναξιά, αποξένωση. Παιδιά χωρίς φίλους και παιχνίδια.

Νιώθω ότι νοσταλγώ τα περσινά Χριστούγεννα. Τότε που υπήρχε ζωή. Που έτρεχα πανικόβλητη να τα προλάβω όλα, σπίτι, δουλειά, παιδιά. Φέτος παλεύω και να αναπνεύσω. Ο άντρας μου ευτυχώς δουλεύει. Έχουμε ένα πιάτο φαγητό.

Ξαφνικά, ένα φιλί στο μάγουλο και ένα «Μαμά, σ’ αγαπώ». Χαμογελώ. Είμαστε καλά. Προχωράμε και θα τα καταφέρουμε…

Χατζηχάννα Έλενα

Βράδυ Χριστουγέννων κι εγώ χαζεύω τα λαμπιόνια.

Το Δέντρο μας φέτος είναι πολύχρωμο και καθόλου βαρετό. Χρώματα ζωηρά κι αλλοπρόσαλλα. Κυρίως αλλοπρόσαλλα. Λογής κορδέλες και παιχνιδιάρικες χάρτινες κατασκευές των αγοριών.

Αρέσει και στη γιαγιά.

«Μην ξεχάσεις να βάλεις και τα λαμπιόνια. Δέντρο χωρίς λαμπιόνια είναι σαν ουρανός δίχως αγγέλους».

«Θα τα βάλω, γιαγιά, μην ανησυχείς».

Κάποια ανάβουν με σιγουριά και παραμένουν φωτεινά για ώρα. Υπάκουα κι υποτακτικά. Έτσι όπως ακριβώς αρμόζει σε κάθε καθώς πρέπει λαμπιόνι που επιτελεί ταπεινά το καθήκον του.

Άλλα πάλι αναβοσβήνουν βεβιασμένα, νευρικά κι απειθάρχητα. Αντάρτικα κι ελεύθερα. Έτοιμα για παντός είδους μάχη, εφόσον, όταν και εάν προκύψει.

Είναι κι αυτά που μένουν μονίμως αναμμένα. Παλιά λαμπιόνια σε σχήμα κεριού που εμπνέουν σιγουριά και σταθερότητα. Αυτά που ακόμα κι αν όλα τα άλλα σβήσουν συνεχίζουν να φεγγοβολούν χαράζοντας την πορεία προς το Δέντρο.

Λες κι εξιστορούν τα μονοπάτια της.

Πριν λίγες μέρες χάσαμε τη γιαγιά.

Βράδυ Χριστουγέννων κι εγώ κάθομαι παγωμένη μπροστά στο Χριστουγεννιάτικο Δέντρο. Κι ας τρέμουν οι φλόγες του τζακιού μανιασμένα.

Χριστοφόρου Χριστόφορος

Βράδυ Χριστουγέννων κι εγώ έχω ξεπαγιάσει επιστρέφοντας από το μοναστήρι στην καρδιά του δάσους. Δέκα χρόνια πριν κι ακόμη έρχεται η ανάμνηση των λυπητερών Χριστουγέννων. Εκείνη τη χρονιά σαν να ήθελα να αποφύγω να τα γιορτάσω, σαν να ήθελα να κρυφτώ σε ένα καταφύγιο της Φύσης και του Θεού, να μιλήσω με έναν άγνωστο και να βυθιστώ στις σκέψεις μου. Μετά από διαδρομή δύο ωρών πυκνού δάσους και σκοταδιού έφτασα στην πόλη. Ο άγνωστος μοναχός μού μίλησε και του είπα πώς ένιωθα. Νομίζω άλλαξα και τα δικά του Χριστούγεννα. Φτάνω στην ολόφωτη γιορτινή πόλη, αλλά δεν φωτίζεται η καρδιά μου. Θυμάται που μάτωσε την προηγούμενη μέρα όταν έφυγε ο πατέρας μου. Πήρα μιαν ανάσα για την επόμενη μέρα. Όμως η αγάπη των Χριστουγέννων ήταν εκεί και την έστειλα όλη στον ουρανό..

Χρυσοπούλου Βέτα

Βράδυ Χριστουγέννων, τα πολύχρωμα φωτάκια στολίζουν τις βεράντες των σπιτιών χαρίζοντας τη λάμψη τους, τα κλαδιά των δένδρων γεμάτα με χιόνι, το κρύο τσουχτερό και τα αστέρια λάμπουν από ψηλά φωτίζοντας τους άδειους δρόμους. Κλεισμένοι όλοι στα σπίτια τους λόγω απαγόρευσης κυκλοφορίας, γιορτάζουν οικογενειακά την όμορφη αυτή νύκτα κι εγώ συμμετέχω μέσω ίντερνετ στο γιορτινό τραπέζι ανταλλάσοντας ευχές και χαμόγελα. Βλέπω τα αγαπημένα μου πρόσωπα αισθάνομαι την αγάπη τους, αισθάνονται τη δική μου και ας είμαστε μακριά. Οι ευχές αντηχούν στο χώρο γεμίζοντάς τον ζωή. Το πνεύμα των Χριστουγέννων κυριαρχεί και η ευχή από τα χείλη όλων είναι η ίδια.

Ευτυχία και υγεία, αγάπη στον κόσμο.

Ανοίγω το παράθυρο και βλέπω τ’ αστέρια να λάμπουν, μοιάζουν να μου χαμογελούν, γιορτάζει η γέννηση αυτό το βράδυ, γεννιέται αγάπη, γιγαντώνεται η ελπίδα!

Ψυχομάνη Βάσω

Φέτος ή πέρσι;

Βράδυ Χριστουγέννων κι εγώ αναρωτιέμαι αν χάθηκαν τα Χριστούγεννα φέτος. Το σπίτι είναι γιορτινό, στολισμένο και τα λαμπάκια αναβοσβήνουν. Είχα χρόνια να το δω έτσι. Αναπολώ τι έκανα πέρσι και συγκρίνω. Είναι μαγικό ότι καμία χρονιά δεν είναι ίδια. Άλλοι άνθρωποι, άλλα μέρη, άλλες εμπειρίες. Μου αρέσουν αυτές οι σταθερές γιορτές του χρόνου. Κάθε στιγμή είναι μοναδική. Στην περίοδο του κορονοϊού αυτό έχω μάθει περισσότερο από όλα. Δεν φοβάμαι να αγκαλιάσω, δεν φοβάμαι να χαϊδέψω, δεν φοβάμαι να μοιραστώ. Σήμερα είναι Χριστούγεννα. Μια ευχή στον ουρανό κι ελπίδα τα όνειρά μας να πραγματοποιηθούν. Και να ξαναγεννηθούμε.