Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2019

Μέσα από κόκκινο κουτί ξεπήδησε η αγάπη



«Μερικοί άνθρωποι είναι τόσο φτωχοί,
που το μόνο που έχουν είναι χρήματα.»

Καθισμένος άλλοτε στα σκαλοπάτια, άλλοτε κάτω από το μικρό σκέπαστρο της πλαϊνής πόρτας, άλλοτε στο πεζουλάκι του δρόμου, ήταν πάντα εκεί. Κάποιες φορές τον έδιωχναν. Κάποιες άλλες, όταν έβρεχε για παράδειγμα, ένας λίγο πιο συμπονετικός υπάλληλος τού επέτρεπε να μένει κάτω από τη σκεπούλα.
Τα μοναδικά του υπάρχοντα μία μακρόστενη χαρτόκουτα και μία τριμμένη κουβέρτα. Οι περισσότεροι άνθρωποι, όταν τον αντίκριζαν, γύριζαν τα κεφάλια τους αλλού. Τον προσπερνούσαν σαν να μην υπάρχει. Στα σπίτια τους θα είχαν σίγουρα ζέστη, ένα στρωμένο τραπέζι, μια αγκαλιά. Γιατί να τους απασχολεί εκείνος;
Ευτυχώς δεν ήταν όλοι έτσι. Ένα μικρό κοριτσάκι περνούσε κάπου κάπου και του χάριζε μια ζωγραφιά. Μία κυρία του πρόσφερε συχνά φαγητό. Ένας άντρας στην ηλικία του του έδωσε μια παγωμένη βραδιά τον σκούφο και τα γάντια που φορούσε. Και λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα άφησαν την ώρα που κοιμόταν ένα πακέτο με κόκκινο γυαλιστερό περιτύλιγμα στο προσκεφάλι του.
Εκείνη τη νύχτα είχε μείνει στο γραφείο ως αργά. Ήταν ένας απ’ αυτούς που γύριζε αλλού το κεφάλι όταν τον συναντούσε. Όμως ούτε στρωμένο τραπέζι τον περίμενε στο ζεστό σπίτι του, ούτε αγκαλιά. Δούλευε πολλές ώρες. Είχε μία από τις υψηλότερες θέσεις στην εταιρεία.
Εκείνη τη νύχτα είχε αποφασίσει να μείνει στη δουλειά ως αργά για να τακτοποιήσει ορισμένες εκκρεμότητες. Όλο το απόγευμα άκουγε τους συναδέλφους του να κανονίζουν πού και πώς θα περνούσαν τις γιορτές. Δεν τον πολυπλησίαζαν. Ήταν αυστηρός, ακατάδεκτος, αδίστακτος. Τελείωσε λίγο πριν ξημερώσει αδιαφορώντας για τον φύλακα που είχε εντολή να περιμένει μέχρι να φύγει. Βγαίνοντας το τσουχτερό κρύο τον αιφνιδίασε δυσάρεστα. Κατσούφιασε κι άλλο, σήκωσε τον γιακά του και προχώρησε. Το πρόσωπό του ήταν τόσο σκοτεινό. Λες και κουβαλούσε πάνω του τα προβλήματα όλου του κόσμου. Δυο απλωμένα χέρια τον σταμάτησαν. Του έτειναν ένα κόκκινο γυαλιστερό κουτί. Για λίγα δευτερόλεπτα οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν στα μάτια.
Μπορεί η αγάπη να ξεπηδήσει από ένα κόκκινο κουτί;
Κι όμως μπορεί!
Ο άνθρωπος που δέχτηκε εκείνο το τόσο απρόσμενο δώρο δεν ξαναείδε ποτέ τον άστεγο που ζούσε έξω από την εταιρεία. Πολλές φορές το σκέφτηκε: υπήρξε άραγε στην πραγματικότητα ή ήταν μία οπτασία που ήρθε να του δείξει τις αλήθειες της ζωής;
Κι όμως, παρόλο που δεν βρίσκεται πια εκεί, στη γνώριμη χαρτόκουτα με την τριμμένη κουβέρτα, τον συναντάει ακόμα και θα τον συναντάει για πάντα: στα βλέμματα όλων των ναυαγισμένων ανθρώπων που από εκείνη τη μέρα βοήθησε να αλλάξουν τις ζωές τους.
Ναι, μέσα από κόκκινο κουτί ξεπήδησε η αγάπη!

Γιώτα Κοτσαύτη
Το κείμενο γράφτηκε το 2016 για το παιχνίδι «Φωτογραφίες που εμπνέουν», με αφορμή μία φωτογραφία και τον τίτλο που έδωσε η Μαρίνα Τσικριτέα.

Το όνειρο του Πίκιου


Γεια σας είμαι ο Πίκιου το πιγκουινάκι και θα σας ταξιδέψω σε ένα ταξίδι στο παρελθόν.
Όταν γεννήθηκα ήμουν εσωτερικά σαν τους άλλους πιγκουίνους, αλλά εξωτερικά είχα κάτι διαφορετικό. Μαύρα πόδια αντί για φανταχτερά πορτοκαλί.
Όλα ήταν υπέροχα στη ζωή μου πριν έρθουν οι άνθρωποι. Με πήραν μακριά από την οικογένειά μου, σε έναν χώρο που τον έλεγαν ζωολογικό κήπο.
Δεν λέω ότι δεν πέρασα καλά. Οι άνθρωποι εκεί με αγαπούσαν και με πρόσεχαν.
Εγώ όλη τη μέρα έκανα βουτιές, κωλοτούμπες και μπουρμπουλήθρες αλλά αυτό που μου άρεσε πιο πολύ ήταν που έβλεπα τα ρούχα των ανθρώπων. Ήθελα και εγώ να αποκτήσω τέτοια ρούχα.
Μια μέρα πήρα απόφαση να το σκάσω. Εκείνο το βράδυ έκανα ένα σάλτο και βγήκα έξω από τον ζωολογικό κήπο. Εκεί έξω βρήκα και είδα πολλές βιτρίνες με ρούχα αλλά πώς θα έμπαινα μέσα; Μετά κάτω στον δρόμο βρήκα φυλλάδια με σχεδιασμένα ρούχα επάνω αλλά ούτε αυτά φοριούνται…
Ήταν ήδη πολύ αργά έπρεπε να επιστρέψω στον ζωολογικό κήπο. Όταν ξημέρωσε και με χτύπησε ο λαμπερός ήλιος δεν είχα καθόλου όρεξη να δω τους ανθρώπους γιατί θα έβλεπα αυτά τα φανταχτερά ρούχα.
Έκανα μια δεύτερη προσπάθεια. Το επόμενο βράδυ, ενώ περπατούσα, είδα ένα  σπίτι και είχε πάνω σε κάτι σύρματα ρούχα αμέτρητα. Αμέσως έτρεξα και άρχισα να τα φοράω. Μόλις βρήκα αυτά που μου αρέσουν κατευθείαν έφυγα για τον ζωολογικό κήπο. Ήμουν πολύ χαρούμενος!
Το σπίτι απ’ όπου πήρα τα ρούχα ήταν του Αι Βασίλη. Ήταν λιγουλάκι μεγάλα αλλά και πάρα πολύ κόκκινα.
Την επόμενη μέρα όλοι η άνθρωποι με κοιτούσαν και τα μάτια τους δεν ξεκολλούσαν  από επάνω μου γιατί τα φόρεσα, ανέβηκα σε έναν βράχο και άρχισα να γελάω σαν τον Αι Βασίλη:  « χο χο χο…».
Μετά όλα εξελίχτηκαν. Με πήγαν σε διαγωνισμούς, σε φεστιβάλ και σε άλλους ζωολογικούς κήπους οπού έκανα καινούργιους φίλους.
Το όνειρο μου ήταν να δω από κοντά τον Αϊ Βασίλη. Δεν έχει πραγματοποιηθεί αλλά τουλάχιστον έχω καταφέρει να γίνω σαν αυτόν -δηλαδή να κάνω τον κόσμο χαρούμενο.
Τώρα όμως πρέπει να σας πω κάτι. Ένα μυστικό ένα μεγάλο μυστικό. Ακόμα και σήμερα φοράω αυτά τα ρούχα και δεν θέλω να τα βγάλω από επάνω μου ποτέ…
Το παραμύθι έγραψε η μαθήτρια Ιωάννα Σουλτανίδου με αφορμή την παραμυθοκαρτέλα του Πιγκουίνου:

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019

Καρδιά από κουραμπιέ!


Ο κύριος Κουραμπιές περιμένει κάθε χρόνο να γεμίσει το φεγγαρόσχημο κορμάκι του απ’ άκρη σ’ άκρη με τη λευκή σκόνη που τον κάνει σκέτη γλύκα. Πάντα το καταφέρνει με λίγο σπρώξιμο, με λίγο τράβηγμα και λίγο κρύψιμο και μένει τελευταίος στον δίσκο. Τότε η Άννα, η ζαχαροπλάστισσα, τον πιάνει προσεκτικά με τα μακριά λεπτά της δάχτυλα και τον τοποθετεί σε έναν λευκό λόφο γλυκιάς νοστιμιάς που τον περιτυλίγει ολότελα. Προηγουμένως τον ραντίζει με ροδόνερο κι έτσι εκτός από τραγανός γίνεται και μοσχομυριστός.
Η διαδικασία έχει ξεκινήσει και τα αμύγδαλα έχουν μετατραπεί σε μικρά ποδαράκια που τον σηκώνουν ψηλά και τον μεταφέρουν όσον το δυνατόν πιο μακριά από τα χέρια της Άννας. Περιμένουν μαζί του αναπαυτικά και με αγωνία να βουτήξουν στη λαχταριστή άχνη. Ο χρόνος περνάει πολύ γρήγορα. Φεύγουν και οι τελευταίοι κουραμπιέδες και έρχεται η σειρά του να μπει αρχηγός στην κορυφή της πυραμίδας. Με τον πλούτο της άχνης του θα σκορπίσει τη γυαλιστερή του σκόνη και στους υπόλοιπους κουραμπιέδες της πιατέλας.
-Ωχ, όχι, ακούγεται έντρομη η φωνή της Άννας.
Τη βλέπει που τρέχει γρήγορα προς τα ντουλάπια. Τα ανοίγει ένα ένα. Ψάχνει με αγωνία. Φαίνεται πως δεν βρίσκει αυτό που θέλει. Μα τι θέλει; Ας τελειώσει μαζί του και μετά ας ασχοληθεί με άλλα. Επιστρέφει κοντά του με ταχύτητα και τον πιάνει στα χέρια της. Μα δεν τον ραντίζει με ροδόνερο. Τον τοποθετεί μοναχό του σ’ έναν μικρό δίσκο. Και τον εγκαταλείπει. Αυτόν που κάθε χρόνο την κάνει περήφανη με την κορμοστασιά του. Που προσελκύει τους περαστικούς πελάτες με τη ζωντάνια των ματιών του.
Νιώθει την καρδιά του να πονάει. Και η Άννα εξαφανίζεται. Καλύτερα να τον πετούσε στα σκουπίδια. Καλύτερα να μην τον έπλαθε ποτέ. Το τρυφερό κορμί του μαλακώνει καθώς κυλούν πάνω του τα δάκρυα. Και τα αμύγδαλα παίζουν στον ρυθμό του πόνου του. Ακούει τα βήματά της. Βιαστικά και γρήγορα. Το αποφάσισε θα της δώσει την καρδιά του. Τον πλησιάζει. Εκείνος απλώνει το χέρι του κρατώντας την μικρή του καρδούλα, κλείνει τα μάτια του και αργά αργά σβήνει.
-Τυχερός είσαι κύριε Κουραμπιέ. Είχα τελικά λίγη άχνη στην αποθήκη. Παραλίγο να την πατήσουμε ε;
Νιώθει τώρα τα δάχτυλά της που τον χαιδεύουν, ενώ τελειοποιούν το σχήμα του. Το δροσερό νερό πιτσιλάει το κορμί του και άρωμα τριαντάφυλλου τον περιτυλίγει. Ανοίγει τα μάτια του και βουτάει ως κολυμβητής με πόζα πρωταθλητή στην αστραφτερή άχνη. Και η καρδιά του; Εκείνη έχει γίνει πελώρια και καλεί τους περαστικούς σε μία χριστουγεννιάτικη ξεχωριστή γευστική απόλαυση.
Την ιστορία έγραψε η Ζωή Καραγεωργίου με αφορμή την παραμυθοκαρτέλα του Κύριου Κουραμπιέ:

Σπούδασε Εφαρμοσμένη Πληροφορική στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και είναι πτυχιούχος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Γραφικών Τεχνών και Πολυμέσων στο Ε.Α.Π. Σήμερα εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και είναι υποψήφια Διδάκτωρ της Σχολής Εφαρμοσμένων Τεχνών του Ε.Α.Π. Το ερευνητικό της πεδίο εστιάζεται στην συνδυαστική αξιοποίηση των εργαλείων της τεχνολογίας, της θεατρικής γραφής και του θεάτρου στην εκπαίδευση.
Βραβεύτηκε για «Βέλτιστο ψηφιακό διδακτικό σενάριο» από το ΥΠΕΘ (11-2015) και πήρε το 1ο βραβείο για παραμύθι της σε πανελλήνιο διαγωνισμό παραμυθιού-διηγήματος (11-2018). Πρόσφατα βραβεύτηκε από την ΕΕΠΕΚ (Επιστημονική Ένωση Προώθησης της Εκπαιδευτικής Καινοτομίας) για τη διάκρισή της σε θέματα εκπαιδευτικής καινοτομίας (10-2019).
Ασχολείται με τη δημιουργία και την ανανέωση ιστοσελίδων, με την επιμόρφωση εκπαιδευτικών σε ΤΠΕ, καθώς επίσης και με τη δημιουργία και ενσωμάτωση ηλεκτρονικών μαθημάτων σε πλατφόρμες τηλεκπαίδευσης.
Δραστηριοποιείται ενεργά στη δημιουργική γραφή για το παιδικό και νεανικό βιβλίο, στη θεατρική γραφή και στις αφηγήσεις. Παρουσίαζε παιδική ραδιοφωνική εκπομπή στο Δημοτικό Ραδιόφωνο Κατερίνης και σήμερα συνεργάζεται με παιδική ραδιοφωνική εκπομπή της Κατερίνης.
Έχει εκδώσει παραμύθια σε έντυπη και σε ψηφιακή μορφή. Είναι μέλος της Ένωσης Συγγραφέων Πιερίας, του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, του Θεάτρου στην Εκπαίδευση καθώς και των Φιλοτελιστών Πιερίας.
Συνεργάζεται με σχολεία, μουσεία, θεατρικές σκηνές, βιβλιοθήκες, όπου παρουσιάζει ωριαία διαδραστική παράσταση με τη χρήση κινουμένου σχεδίου και σεναρίου της ίδιας. Εδώ και δύο χρόνια το έργο της «Παραμυθοπαίχνιδα» εγκρίθηκε και υλοποιείται ως παιδαγωγικό πρόγραμμα συνεργασίας με το Βαφοπούλειο.
Είναι ιδρυτικό και βασικό μέλος ομάδας παραστάσεων μικτής τεχνικής (αφήγηση, θέατρο, κουκλοθέατρο, κινούμενο σχέδιο – της ίδιας). Συμμετέχει ως ηθοποιός ή ως εμψυχώτρια σε θεατρικές ομάδες, παρακολουθεί μαθήματα υποκριτικής, δημιουργικής γραφής, δημιουργίας παιχνιδιών (serious games) στον υπολογιστή, χορού και είναι μέλος της δημοτικής χορωδίας. Παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής, μουσικής.




Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019

Ο Χαρουμενάκος


Κάποτε, σ’ ένα πολύ κρύο χωριουδάκι κοντά στην Ανταρκτική, μύρισαν για τα καλά τα Χριστούγεννα. Παρά τον τσουχτερό χειμώνα οι κάτοικοί του δεν πτοήθηκαν. Φόρεσαν τα γιορτινά τους, στόλισαν τα σπίτια τους και φώτισαν με χρωματιστά λαμπιόνια ολόκληρο το χωριό.
Αυτό το χωριό δεν έμοιαζε στις συνήθειές του με κανένα άλλο. Τα παιδιά εκεί έλεγαν κάθε μέρα τα κάλαντα σε όποιον το επιθυμούσε και για όσο κρατούσαν οι γιορτές. Αντί να παίρνουν όμως χρήματα, έπαιρναν πότε γλυκά και πότε στολίδια για το δέντρο τους.
Σε μιαν ακρούλα σκοτεινή, πίσω από κάτι παγωμένα ξερόχορτα, ένα μικρό και άτακτο πιγκουινάκι παρακολουθούσε την εορταστική ατμόσφαιρα. Κάθε φορά που έβρισκε ευκαιρία το έσκαγε από τη μαμά του, χωνόταν στην κρυψώνα του και ανυπομονούσε για το θέαμα της ημέρας. Πλημμύριζε από χαρά όταν έβλεπε τα παιδιά να τραγουδούν χαρμόσυνα από πόρτα σε πόρτα. Φούσκωνε το μυαλό του με το όνειρο τάχα πως πάει και αυτό τα κάλαντα να πει. Εκείνο βέβαια που πιότερο λαχταρούσε δεν ήταν τόσο τα γλυκά, όσο τα στολίδια. Τα χρώματα και οι ασημόσκονες  πανηγύριζαν στα μάτια του και ταξίδευαν την αθώα του καρδιά.
Μια μέρα που βρισκόταν στη γνωστή μεριά, μία παρέα παιδιών πέρασε από δίπλα του. Τότε, ένα μεταλλικό τρίγωνο γλίστρησε από τα χέρια ενός κοριτσιού, κύλησε πάνω στο χιόνι και έφτασε μπρος στη μυστική φωλίτσα. Η μικρούλα έσκυψε και παραμέρισε με τα χέρια της τα ξερόχορτα για να το πιάσει. Προς έκπληξή της, ένα ζευγάρι μάτια λαμπερά σαν άστρα καρφώθηκαν πάνω της. “Τι κάνεις εδώ, μικρούλη μου; Είσαι τόσο γλυκός! Το ξέρεις;!”, είπε αμέσως το κορίτσι στο φοβισμένο πιγκουινάκι. Ο γλυκός πιγκουίνος, μόλις κατάλαβε πως είναι ασφαλής, σήκωσε το τρίγωνο από τα πόδια του και πλησίασε με αυτό τη μικρή. Όμως αντί να της το δώσει, έδειξε με τα χεράκια του το μεταλλικό μπαστουνάκι που κρατούσε το κορίτσι. Η μικρή του το έδωσε και ο πιγκουίνος έλαμψε από χαρά. Άρχισε να το χτυπά ρυθμικά μέσα στο τρίγωνο και να χοροπηδά τόσο που έλεγες θα έφτανε στον ουρανό. Ολόκληρη η παρέα του κοριτσιού μαζεύτηκε γύρω από τη μυστήρια φωλιά. Δεν πίστευαν σε αυτό που έβλεπαν και δεν ήθελαν να στρέψουν το βλέμμα τους αλλού. Δίχως αμφιβολία αυτός ο πιγκουίνος είχε ταλέντο μοναδικό!
Από εκείνη τη μέρα, όταν τα παιδιά έβγαιναν για τα κάλαντα, έπαιρναν πάντα μαζί τους τη μαγική τους μασκότ, τον Χαρουμενάκο. Δεν ήταν άλλη φυσικά από τον γλυκύτατο πιγκουίνο. Τον έβαζαν μπροστά μπροστά να χτυπά το τρίγωνο και να κλέβει την παράσταση. Γέμιζαν έτσι τα καλάθια τους φιλέματα, τόσα που έφταναν και για όλους τους φτωχούς του χωριού. Μια γιαγιά μάλιστα έπλεξε στον Χαρουμενάκο ρούχα ζεστά για να έχει να φοράει στη βαρυχειμωνιά. Με αυτά ο μικρός έγινε ακόμη πιο γλυκός.
Όταν τελείωσαν οι γιορτές ο Χαρουμενάκος έπρεπε να επιστρέψει στο πιγκουινοχωριό του. Χαιρέτησε τους φίλους του και έφυγε περήφανος κρατώντας ένα στολίδι σε σχήμα καρδιάς. Θαρρούσε πως κράταγε ολάκερο θησαυρό. Και ίσως τον κράταγε τελικά. Άλλωστε, πως αλλιώς να ονομάσεις τόση ευτυχία;
Το παραμύθι έγραψε η Κάτια Βέρρα, με αφορμή την παραμυθοκαρτέλα του Πιγκουίνου:


Γεννήθηκα το 1985 και μεγάλωσα στην Πάτρα. Σπούδασα Επικοινωνία και Δημόσιες Σχέσεις στο ΤΕΙ της Κεφαλονιάς και έπειτα αποφοίτησα από το Παιδαγωγικό τμημα Νηπιαγωγών του ΑΕΙ Πατρών.
Η αγάπη μου για τη ζωγραφική και τα βιβλία αναδύθηκε από μικρή ηλικία. Έβρισκα πάντα χρόνο να πειραματίζομαι με χρώματα και πινέλα, να διαβάζω ή ακόμη και να γράφω κάτι.
Η ιδιαίτερη αδυναμία μου για τα παραμύθια εντάθηκε με τον ερχομό του γιού μου. Μία από τις πιο απολαυστικές στιγμές της μέρας είναι εκείνη που τον κρατάω αγκαλιά και τα διαβάζουμε παρέα.
Αυτή την περίοδο συμμετέχω στο Εργαστήριο Συγγραφής των Εκδόσεων Αλάτι - που συντονίζει η συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη - κυνηγώντας την έμπνευση και το όνειρο.