Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

Το τρελούτσικο Φεγγάρι



Σουρούπωσε. Ο Ήλιος άρχισε δειλά δειλά να δύει πίσω απ’ την ασημένια βουνοκορυφή. Του είχαν στρώσει οι κόρες του οι Ηλιαχτίδες χρυσοκέντητο πουπουλένιο πάπλωμα για να αποκοιμηθεί. Απόκαμε πια ολημερίς να λιάζει τη Γη. Έγειρε στο προσκέφαλο του δαντελωτού μαξιλαριού του κι αμέσως έπεσε γύρω του βαθύ πυκνό σκοτάδι.

«Άργησε απόψε να βγει το Φεγγάρι», είπε ένα μικρό άστρο. «Πάλι κάπου θα χαζολογάει», είπε ένα άλλο, «πάλι ξεμυαλισμένο θα ‘ναι -σίγουρα θα παίζει κρυφτό με τη νύχτα και ξέχασε πως έχει περάσει η ώρα».
 
Ο Ουρανός κοίταζε ανήσυχος το χρυσό ρολόι του κείνο που του είχε χαρίσει η αγαπημένη του γυναίκα, η πανέμορφη Αυγή. Πήγαινε κι ερχόταν στο γαλάζιο παλάτι του. Κι έπεφταν βροχές και καταιγίδες από την καταπακτή του στη μαύρη δίχως φως γη. Ο θρόνος του δεν τον χωρούσε πια, του φαινόταν άδειος, μισερός. «Χωρίς το ημίφως του γιου μου, του φεγγαριού, τίποτα δεν θα είναι το ίδιο πια. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν δίχως το χλωμό, θολό φως του. Κι οι λύκοι, οι λύκοι πού θα βρουν πανσέληνο να σεργιανίσουν; Τα καλοκαίρια πώς θα κάνουν βαρκάδα; Ποιος θα καθρεπτίζεται στη θάλασσα και θα την κάνει να μοιάζει με λιωμένο ασήμι; Και τα όνειρα ποιος θα τα ταξιδεύει στο φαράγγι των στεναγμών; Οι πυγολαμπίδες θα μαραζώσουν στο σκοτάδι, τα τζιτζίκια θα σωπάσουν, οι κουκουβάγιες θα κρυφτούν, όλα μα όλα θα αλλάξουν…».

Αυτά έλεγε και μονολογούσε στεναχωρημένος ο Ουρανός. «Πατέρα, μην του θυμώνεις», έλεγε η μικρή πούλια που ήταν πλουμιστή και στολισμένη με λογής λογής πολύχρωμα πετράδια, παρμένα από μέρη μακρινά και τα φτερά της καμωμένα από τα πιο όμορφα κι σπάνια παγόνια του Βορρά. «Κάπου θα ξεστράτισε, να, ίσως κάθισε να δει τις νεράιδες σαν πηγαίνουν στο πηγάδι της λήθης να ξεδιψάσουν. Αχ, πατέρα, λες να το κέρασαν να πιει απ’ το νερό της λησμονιάς; Αυτό το νερό όποιος το πιει ξεχνάει και μένει παντοτινά εκεί». «Κόρη μου», βρόντηξε ο Ουρανός και τα μάτια του συννέφιασαν «πρέπει να πάω να τον φέρω πίσω πριν ξημερώσει και ξυπνήσει η Αυγή…».

Δρασκέλισε γρήγορα και μπήκε στην άμαξα της Ανατολής. Έπιασε τα γκέμια απ’ τα Κόκκινα Άλογα της Φωτιάς, που τρέχουν πιο πολύ κι απ’ τον άνεμο, άνοιξαν τα πύρινα φτερά τους και τράβηξαν προς το πηγάδι της λησμονιάς. Από μακριά αστραφτερό φάνταζε το φαράγγι. Δυο πελώρια βράχια το αγκάλιαζαν δεξιά κι αριστερά κι ένα γεφύρι μισογκρεμισμένο οδηγούσε σε αυτό Τα άλογα έβγαζαν από το στόμα τους , μα ο Ουρανός δεν τα άφησε να πιούν στάλα νερό… Τα έδεσε με τις ατσάλινες αλυσίδες για να μην μπορούν να φύγουν και μοναχός του τράβηξε στο ξέφωτο. Στο δρόμο του απάντησε πολλά περίεργα, μα δεν έβγαλε λαλιά.

Περπατούσε ώρες πολλές, μα άφαντο, πουθενά το Φεγγάρι. Κι η Νύχτα άπλωνε σιγά σιγά τα δίχτυα της στη σιγαλιά. Ύφαινε τον μανδύα των αστεριών κάτω από ένα κερί που τρεμόσβηνε. Αναρωτιόταν κι εκείνη τι απέγινε απόψε το Φεγγάρι κι απλώθηκε τόση παγωνιά που κρυστάλλωσε κι έπεσε σαν άσπρη δαντέλα στη Γη.

 Και, ξαφνικά, να σου το Φεγγάρι μεθυσμένο, αλαφιασμένο να χορεύει και να τραγουδά!

Ποιος μέθυσε απόψε το Φεγγάρι και το ‘σκασε απ’ τα αμπάρια του Ουρανού; 

Έξαλλος ο Ουρανός έσυρε προς τα εκεί και θυμωμένα φώναξε τόσο δυνατά που σείστηκε το πηγάδι ολάκερο και τρόμαξαν οι καημένες νεράιδες… «Δεν φταίει εκείνο», είπαν, «διψούσε, φαινόταν εξαντλημένο απ’ τη ζέστη της ημέρας και το φιλέψαμε μια σταγόνα νερό. Μα κείνο μέθυσε και δεν έβρισκε το μονοπάτι του γυρισμού… Το στολίσαμε με πολύτιμα διαμάντια να ‘ναι όμορφο σαν θα βγει απ’ τη γωνιά του, για να το λιμπιστούν οι άνθρωποι και, μαγεμένοι, να, από εκεί χαμηλά να το θαυμάζουν. Και τα παιδιά να κρύβονται στο θολό φως του και χαρούμενα πίσω απ’ τις ξερολιθιές να στολίζουν με αστέρια τα μαλλιά τους. Μα δεν γνωρίζαμε πόσο άσχημος, ασήμαντος, σκοτεινός μοιάζει ο κόσμος δίχως το Φεγγάρι. Λάμπει σαν μαργαριτάρι στο βάθος του ουρανού. Δίνει αυτή τη γκρίζα πινελιά του στη βραδιά και τη μεταμορφώνει σε πανέμορφο μαύρο κύκνο. Χορεύει ασταμάτητα στην παγωμένη λίμνη του Χειμώνα…».
Χάραξε κι η Αυγή άνοιξε τα μάτια της κι αντίκρισε τον Ουρανό, μα της φάνηκε κάπως απόμακρος, μουντός, κάπως κουρασμένος -λες κι όλο το βράδυ δεν ξαπόστασε σταλιά. Κοίταξε γύρω της γεμάτη ανησυχία, μα ηρέμησε σαν είδε τον Ήλιο να ετοιμάζεται να ρίξει τις ζεστές αχτίδες του στη Γη. Το Φεγγάρι και την Πούλια να κοιμούνται αποκαμωμένοι στην αγκαλιά της. «Α, Φεγγάρι μου, τρελούτσικο Φεγγάρι,  πού έμπλεξες πάλι; Κι όμως, δεν μπορώ να σε μαλώσω. Σου έχω, βλέπεις, αδυναμία, είσαι τόσο χλωμό κι αδύναμο, μα συνάμα τόσο λαμπερό…», είπε η Αυγή και στράφηκε με ένα βλέμμα γεμάτο στοργή κι αγάπη στον μοναχογιό της...

ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΟΛΙΑΣΤΑΣΗ (ανέκδοτο κείμενο)

Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας παιδικών βιβλίων Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τη σημερινή εικόνα έκανε Ιωάννα Αθανασοπούλου.



Η Ιωάννα γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε κυρίως στον Αρδηττό και ‘’μετανάστευσε’’ στη Φλώρινα το 2008, απ’ όπου γύρισε 4 χειμώνες αργότερα έχοντας αποφοιτήσει από το Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας για να συνεχίσει τις σπουδές της πάνω στην παιδική ηλικία σε σχολή Βρεφονηπιοκομείας στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, από την οποία πήρε πτυχίο το 2014.

Αυτοδίδακτη, με μοναδικούς δασκάλους στο σχέδιο τα κόμικς που συλλέγει από το 1998, παλεύει μόνη της με πενάκια, γραφίδες, μολύβια και γενικά οτιδήποτε μπορεί να αφήσει αποτύπωμα σε χαρτιά και τοίχους!

Βραχυπρόθεσμο σχέδιο, η ολοκλήρωση ενός βιβλίου εκμάθησης σκακιού για μαθητές Νηπιαγωγείου. Μακροπρόθεσμος στόχος, η επαγγελματική ενασχόληση με την εικονογράφηση και τη συγγραφή παιδικών παραμυθιών.

Η παραπάνω εικόνα (όπως όλα: από τα παιδικά βιντεάκια στο youtube μέχρι το πτυχίο της Νηπιαγωγού!) είναι αφιερωμένη στη μικρή της αδερφή, Άννα-Ελισάβετ.

Στοιχεία επικοινωνίας:

Ioanna  Athanasopoulou (facebook)



Το κείμενο έγραψε η Δήμητρα Κολιαστάση.



Ημερομηνία γέννησης: 28 Μαΐου 1973.

Απόφοιτη Γενικού Λυκείου Μίκης Θεοδωράκης-Ωρωπός Αττικής.

Σπούδασα στο Executive Secretary Γραμματέας (απόφοιτη της σχολής Didacta) και στη σχολή PAN-SIC Stylistas.

Τόπος διαμονής: Oρωπός Αττικής.

Τόπος καταγωγής: Κάλαμος Aττικής
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.


Η σελίδα «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:











Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;