Κουρέτα Μαρία
Μια φορά κι έναν καιρό ο Ζίγκι και ο Ντίγκι, τα δυο μικρά ποντικάκια, προσπαθούσαν να βρουν ένα μέρος για να προστατευτούν από την παγωνιά. Η φωλιά τους ήταν πολύ κρύα και σκοτεινή. Η κουζίνα και η αποθήκη του σπιτιού όπου ζούσαν είχαν αρχίσει να έχουν πολύ κόσμο γιατί πλησίαζαν Χριστούγεννα και όλοι προετοιμάζονταν για τις γιορτές. Πολύ γρήγορα θα τους ανακάλυπταν…
Ένα βράδυ έστεκαν απογοητευμένα σε μια άκρη του σαλονιού. Τότε το είδαν μπροστά τους∙ φωτεινό, στολισμένο και ζεστό. Θα κρύβονταν μέσα στα κλαδιά του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Φοβερή ιδέα! Ακόμα κι αν τους έβλεπαν, θα έμεναν ακίνητα και θα τα περνούσαν για στολίδια.
Τις πρώτες μέρες περνούσαν τέλεια.
Ανεβοκατέβαιναν στα κλαδιά και ξεκουράζονταν όπου ήθελαν. Κάπου εκεί είδαν δύο
στολίδια που έμοιαζαν με χειμωνιάτικα μπλουζάκια. Ο Ζίγκι δεν κρατήθηκε κι
έτρεξε να φορέσει το ένα. Είχε πάνω του ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. «Έλα,
Ντίγκι» φώναξε στον φίλο του. «Έχει και για σένα, με έναν χιονάνθρωπο». Ο
Ντίγκι το δοκίμασε και είδε ότι του ταίριαζε γάντι.
Ο Ζίγκι χάιδεψε την μπλούζα του και τότε συνέβη κάτι μαγικό. Τα φωτάκια του δέντρου άρχισαν να αναβοσβήνουν! Επανέλαβε την κίνησή του κι έγινε πάλι το ίδιο. «Περίμενε» είπε τότε και ο Ντίγκι. «Μήπως είναι και η δική μου μπλούζα μαγική; Ας την τρίψω…» Δεν πρόλαβε να τελειώσει την κίνησή του και τα στολίδια του δέντρου άρχισαν να ζωντανεύουν. Νεράιδες χόρευαν, στρατιωτάκια παρήλαυναν, άγγελοι τραγουδούσαν.
Ο Ζίγκι και ο Ντίγκι ανεβοκατέβαιναν στο δέντρο τρελοί από χαρά, χαϊδεύοντας συνεχώς τις μπλούζες τους. Έτσι όμως δεν είδαν τον Χάρη και την Ελπίδα, τα παιδιά που ζούσαν στο σπίτι και είχαν ξυπνήσει από τη φασαρία, να έχουν πλησιάσει το δέντρο και να παρατηρούν αποσβολωμένα το θέαμα.
Κάποια στιγμή, που σταμάτησαν να πάρουν μια ανάσα, είδαν δύο ζευγάρια τεράστια γουρλωμένα μάτια να τα κοιτάζουν περίεργα. «Τώρα την πατήσαμε» σκέφτηκαν ενώ άρχισαν να τρέμουν, όχι από το κρύο αυτή τη φορά αλλά από τον φόβο τους. Ο Χάρης κι η Ελπίδα χειροκρότησαν. «Συνεχίστε, συνεχίστε!» φώναζαν. «Είναι καταπληκτικό! Μικρά μας ποντικάκια, πώς το κάνατε αυτό; Δείξτε μας…»
Όλο το βράδυ έπαιζαν αδιάκοπα. Όταν
άρχισε να ξημερώνει και φοβήθηκαν ότι θα ξύπναγαν οι μεγάλοι, τα παιδιά έτρεξαν
στα κρεβάτια τους και τα παιχνίδια του δέντρου πήραν πάλι τη θέση τους. Είχαν
δώσει ραντεβού, όμως, για το επόμενο βράδυ και για πολλά βράδια ακόμα για τα
επόμενα χρόνια.
Λαμποβιτιάδη Ιωάννα
Η ποντικοπαρέα
Μια φορά κι έναν
καιρό, σε μια χειμωνιάτικη πόλη κοντά στα Χριστούγεννα, ζούσαν δυο φίλοι
ποντικοί. Τον έναν τον έλεγαν Πιπίκο. Ήταν έξυπνος, ζωηρός, λίγο μεγαλύτερος
από τον άλλον, που τον έλεγαν Φιφίκο. Εκείνος ήταν ήρεμος, γλυκός και
ευαίσθητος. Του Πιπίκου τού άρεσε πολύ το κόκκινο χρώμα και πάντα τα
Χριστούγεννα ντυνόταν με πουλόβερ και σκούφο κόκκινο σαν τον άγιο Βασίλη. Του
Φιφίκου τού άρεσε το πράσινο και το μπλε χρώμα.
Οι
δυο φίλοι ξεκίνησαν τη βόλτα τους. Πήγαν στο αγαπημένο τους μαγαζί, αγόρασαν
κρουασάν και από μια ζέστη σοκολάτα. Όλη η πόλη ήταν πανέμορφη! Στολισμένη με
φώτα, ένα μεγάλο δέντρο και στολίδια από ζαχαρωτά. Ο Πιπίκος ήθελε να κάνει ένα
δώρο στον φίλο του. Ενώ έβλεπαν τις βιτρίνες, του είπε ότι κάτι ξέχασε και να πάει
να τον περιμένει μπροστά στο δέντρο.
Στο
μεταξύ βρήκε κάπου ένα πουλόβερ που ήταν μαγικό κι όταν το άγγιζες, μπορούσες
να πετάς ψηλά. Το αγόρασε, γύρισε στον φίλο του και πρόσφερε το δώρο του. Ο Φιφίκος, ενθουσιασμένος, το άνοιξε και
είδε το πουλόβερ. «Δεν είναι ένα απλό πουλόβερ. Το φοράς και πετάς ψηλά» είπε ο
Πιπίκος. Τότε ο Φιφίκος το φόρεσε και πράγματι άρχισε να πετάει ψηλά. Μπορούσε
να δει όλη την πόλη στολισμένη και πανέμορφη.
Οι
δυο φίλοι σκέφτηκαν κάτι. Κι αν πήγαιναν στον Άγιο Βασίλη; Να τον βοηθήσουν με
τα δώρα, για να τα παραλάβουν εγκαίρως όλα τα παιδιά; Έτσι κι έκαναν! Βρήκαν
τον αγαπημένο Άγιο, του εξήγησαν για το πουλόβερ και δέχτηκε πρόθυμα τη βοήθειά
τους. Σε λίγη ώρα ήταν πανέτοιμοι να ξεκινήσουν
το μεγάλο ταξίδι! Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…
Ρομπέσκου Μάουρα
Το δώρο της αγάπης
Ο Κλάιβ έψαχνε εδώ και μέρες, να βρει το καλύτερο δώρο για τον φίλο του. «Πόσο
δύσκολο» μονολόγησε καθώς τίναζε τη γούνα του από το χιόνι που έπεφτε απαλά.
Εντόπισε τον Ριφ κοντά στο δέντρο που είχαν στολίσει τα ζωάκια, μικρά και
μεγάλα, για να υποδεχτούν την ωραιότερη γιορτή του χρόνου. Σήκωσε το χέρι και
ετοιμάστηκε να τον φωνάξει όταν τον είδε να πατά τη μακριά ουρά του και να
σωριάζεται στο έδαφος. Έτρεξε αμέσως να τον βοηθήσει. «Είσαι καλά;» ρώτησε με έγνοια. «Τι καλά να είμαι; Αυτή η ατυχία
μου δεν με αφήνει να ησυχάσω». Ο Κλάιβ ετοιμάστηκε να του πει πως είναι παράλογος,
όταν μια μεγάλη μπάλα χιονιού έπεσε από το χριστουγεννιάτικο δέντρο πάνω στο
κεφάλι του Ριφ. Μια ιδέα άστραψε στο μυαλό του Κλάιβ. «Περίμενε εδώ!» είπε κι
έφυγε τρέχοντας. Δεν πέρασε πολύ ώρα και γύρισε λαχανιασμένος κρατώντας ένα κουτί
δεμένο όμορφα με μια κορδέλα. «Έι, Ριφ» φώναξε. «Δες τι σου έφερα για τα
Χριστούγεννα». Ο Ριφ άνοιξε το δώρο κι έβγαλε από μέσα ένα μπλε πουλόβερ με έναν
χιονάνθρωπο. Το αναγνώρισε αμέσως. «Μα, Κλάιβ, αυτό είναι το τυχερό σου
πουλόβερ». «Ναι, φίλε μου και θα ήθελα να το έχεις εσύ». «Μα αν το έχω εγώ,
μήπως η καλή σου τύχη σε εγκαταλείψει;» «Μη φοβάσαι, καλέ μου Ριφ, αν η τύχη
μου με εγκαταλείψει, θα έχω πάντα εσένα στο πλευρό μου κι αυτό είναι το πιο
σημαντικό». Τα δυο ποντικάκια αγκαλιάστηκαν κι ετοιμάστηκαν να υποδεχτούν τα
Χριστούγεννα.
Η ζωγραφιά είναι απ’ το pinterest. Αν κάποια/ος γνωρίζει πηγή και δημιουργό, ας αφήσει
σχόλιο, για να το προσθέσουμε.
Γράφτηκαν στα πλαίσια του εργαστηρίου «Σύντομα
παραμύθια για τα Χριστούγεννα» των Εκδόσεων Αλάτι, με συντονίστρια τη Γιώτα
Κοτσαύτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;