Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

Μία ζωγραφιά, πόσες ιστορίες;

 


Αλεξανδρή Ευσταθία

Τα παιδιά των ευχών

Μια φορά κι έναν καιρό,  σ’ έναν άλλο ουρανό, ζούσαν στη Συννεφούπολη δύο αγαπημένα αδέλφια, η Ροζουλίτα κι ο Ευχούλης. Περνούσαν τη μέρα τους ταξιδεύοντας στα σύννεφα, απολαμβάνοντας τη μεταξένια τους απαλότητα. Σαν δύο φωτεινά αγγελάκια είχαν αποστολή από το Νεφέλωμα τ’ ουρανού να ραίνουν με ευχές τους ανθρώπους, τα σπίτια, τις θάλασσες κι όλα τα πλάσματα της φύσης.

Μια μέρα, εκεί που ταξίδευαν ανέμελα, τους πλησίασε η μικρή Πρασινοσουραδίτσα, το πουλάκι τ’ ουρανού που έφερνε το μήνυμα των Χριστουγέννων.

Τα παιδιά μόλις την είδαν κατάλαβαν ότι πλησιάζουν Χριστούγεννα.

«Ροζουλίτα, Ευχούλη, ελάτε στο δικό μου σύννεφο, σε λίγες ώρες γεννιέται ο Χριστός. Να προλάβουμε, να στείλουμε ευλογίες στους ανθρώπους.»

Η Ροζουλίτα κι ο Ευχούλης ξάπλωσαν στο πουπουλένιο σύννεφό της και μ’ ένα λευκό κερί και το σεντούκι των ευχών κίνησαν με το φως των αστεριών για τη γη.

Στο ταξίδι τους χαιρέτησαν όλους τους πλανήτες και, λίγο πριν το ρολόι χτυπήσει δώδεκα, στάθηκαν πάνω από το χωριό του Αϊ Βασίλη όπου δέσποζε η εκκλησία, στη μέση της πλατείας.

«Ευχούλη, άνοιξε το σεντούκι» είπε η Ροζουλίτα. «Είναι ώρα για ευλογίες.» Κι ενώ οι άνθρωποι προσεύχονταν και υποδέχονταν τον Χριστούλη, τα δυο παιδιά έριχναν βροχή τις ευλογίες με τα χεράκια τους.

Αγάπη, υγεία, αφθονία, χαρά, ελπίδα, υπομονή, ειρήνη, αρμονία, δημιουργικότητα, ελευθερία, έμπνευση, θάρρος, πίστη, αισιοδοξία, τρυφερότητα, πληρότητα, σεβασμός στη φύση.

Την τελευταία ευλογία την έριξε η Πρασινοσουραδίτσα. Χριστότητα: να μοιάσουν οι άνθρωποι στην πραότητα και ταπείνωση του Χριστού.  Τότε ολόκληρο το χωριό καλύφθηκε από ένα φως μοναδικό.

 

Αργυροπούλου Βασιλεία

Το ταξίδι του Πάρη και της Λενούσκας

Μια φορά κι έναν χειμωνιάτικο καιρό, σε μια πόλη βορινή, ζούσαν δύο δίδυμα αδέρφια, ο Πάρης κι η Λενούσκα, που είχαν μία και μόνη επιθυμία: να ταξιδέψουν σαν τα πουλιά. Ήθελαν να δουν την πόλη τους από ψηλά. Γι’ αυτόν τον λόγο αποφάσισαν να στείλουν ένα γράμμα στον Άγιο Βασίλη. Και τι νομίζετε πως του ζήτησαν αντί για δώρο; Δύο ξύλινα φτερά για να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους.

Ο Άγιος Βασίλης διάβασε το γράμμα  και προβληματίστηκε πολύ για το πώς θα τα βοηθούσε να πετάξουν ψηλά στον ουρανό. Έξυνε, έξυνε το κεφάλι του μέχρι που βρήκε τη λύση. Σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό και ρώτησε ένα νεαρό λευκό σύννεφο:

«Θα μπορούσες, Συννεφούλι μου, να με ακολουθήσεις όταν θα πάω να μοιράσω τα δώρα στα παιδιά της γης; Σε έχουν ανάγκη δύο παιδιά» και του διάβασε το γράμμα.

«Και βέβαια, το συζητάς; Πολύ θα ήθελα να βοηθήσω» απάντησε το σύννεφο.

Ήρθαν επιτέλους τα Χριστούγεννα κι ο Άγιος Βασίλης έβαλε τα δώρα στο άρμα του. Το σύννεφο, συνεπές στον λόγο του, τον ακολούθησε μέχρι το σπίτι των παιδιών. Μπρος ο Άγιος, πίσω εκείνο, μέχρι που έφτασαν στο σπίτι του Πάρη και της Λενούσκας. Τον περίμεναν στο παράθυρο με ένα κερί αναμμένο.

Ο Άγιος Βασίλης τα χαιρέτησε, έκανε τις συστάσεις, άφησε τα υπόλοιπα δώρα κάτω απ’ το δέντρο κι έφυγε. Το σύννεφο κατέβηκε χαμηλά και τα πήρε μια μεγάλη αγκαλιά. Το όνειρό τους έγινε πραγματικότητα! Το συννεφάκι, μάλιστα, τα άφησε να σκορπίσουν νιφάδες χιονιού παντού. Κα έζησαν από εκείνη τη στιγμή ευτυχισμένα κι εμείς ακόμα πιο πολύ.

 

Νίκου Μαρία

Οι ορεσίβιοι κι η κατάρα των Χριστουγέννων

Σ’ ένα μακρινό χωριό, χτισμένο μέσα στα βουνά, ο χρόνος περνούσε μοναχά με τον καιρό.

Ρολόγια πουθενά. Οι άνθρωποι τις μέρες μετρούσαν απ’ τον ήλιο τα καλοκαίρια, το γαλάζιο τ’ ουρανού την άνοιξη, τη βροχή του φθινοπώρου και το χιόνι του χειμώνα. Λογάριαζαν έτσι τις εποχές και τις δουλειές.

Ένα φθινόπωρο, μάγισσα μοχθηρή ταξίδι ήρθε. Πέρα απ’ τα πέρατα της γης. Τους ορεσίβιους ζήλεψε. Πώς χάνονταν στον χρόνο, πώς γλεντούσαν στη στιγμή, πώς χαίρονταν την κάθε εποχή. Κι έριξε προτού φύγει κατάρα βαριά.

«Στον τόπο αυτόν χειμώνας μη φανεί.

Χριστούγεννα οι άνθρωποι να μη γιορτάσουν.

Ο κόσμος ξανά να μη χαρεί.

Και την κατάρα μου μονάχα οι βοηθοί του Αϊ Βασίλη να τη σπάσουν.»

Κι οι χωριανοί κόλλησαν στη βροχή. Οι μέρες περνούσαν, μα το φθινόπωρο εκεί. Άρχισαν τότε όλοι να κατσουφιάζουν, γίνονταν νευρικοί και μεταξύ τους μάλωναν. Όχι μόνο οι μεγάλοι. Και τα παιδιά δεν ’παιζαν, από φίλους χωρίσαν, τις γιορτές ξεχάσαν κι ούτε δώρα περιμέναν. Κι οι γονείς εντολή βαριά είχαν δώσει.

«Αν το χιόνι δεν φανεί, γράμμα κανένα στον Αϊ Βασίλη δε θα σταλεί.»

Όμως, υπήρξε ένα παιδί, ένα αγόρι, μικρότερο απ’ όλους, που ακόμη τίποτα άλλο παρά να γελά δεν γνώριζε κι απ’ την κατάρα ξέφυγε!

Άμαθο καθώς ήταν, ζωγραφιά σκοτεινή με τη μάγισσα τη μοχθηρή στον Αϊ Βασίλη έστειλε.

Κι ο Άγιος θύμωσε πολύ κι έδιωξε την κακιά μάγισσα απ’ τη γη. Όμως τα Χριστούγεννα ήταν ήδη εκεί και καθώς είχε δουλειά πολλή, έστειλε στο χωριό τους βοηθούς του, να σώσουν την κατάσταση, έστω και την τελευταία στιγμή.

Εκείνοι μόλις έφτασαν, σε σύννεφα ξαπλώσαν και, νιφάδα στη νιφάδα, με χιόνι το μακρινό χωριό απ’ άκρη σ’ άκρη στρώσαν.

Ο χειμώνας φάνηκε. Τα δέντρα στολιστήκαν. Οι άνθρωποι αγκαλιαστήκαν. Τα παιδιά με παιχνίδια λουστήκαν.

Κι εκείνος ο μικρός σωτήρας ακόμη δεν έμαθε τίποτ’ άλλο παρά μόνο να γελά.

 

Οι ιστορίες γράφτηκαν με αφορμή την εικόνα (πηγή: διαδίκτυο, αν κάποια/ος γνωρίζει δημιουργό, ας επικοινωνήσει, για να το προσθέσουμε) από μέλη της Αλατοπαρέας

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;