Γράφτηκαν με
αφορμή την ανάγνωση του παραμυθιού «Το δώρο της Παπλωματούς» (συγγραφέας: Τζεφ
Μπριμπό, εικονογράφος: Γκέιλ ντε Μάρκεν, μετάφραση: Κώστια Κοντολέων, στα
ελληνικά κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Άγκυρα), την κουβέντα μας και δύο
προτεινόμενες δραστηριότητες δημιουργικής γραφής, στα πλαίσια της διαδικτυακής
παιδικής λέσχης ανάγνωσης ενηλίκων των Εκδόσεων Αλάτι.
https://www.facebook.com/groups/621286497213511
Γιάννου
Μαρίνα
«Να σας ρίξω
αυτή την κουβέρτα;» ρώτησε.
«Μα αφού ξέρεις
πως με πιάνει φαγούρα με τα μάλλινα» απάντησε η κόρη της.
Στο βάθος της
ντουλάπας είδε κάτι χρωματιστό. Το τράβηξε για να το κοιτάξει καλύτερα. Ήταν
ένα πάπλωμα, με ζωηρά χρώματα, περίτεχνα μοτίβα και σχέδια, σαν να
μιλούσαν. Τα παιδιά φώναξαν πως αυτό θέλουν και μόλις τα σκέπασε, μια ζεστασιά
απλώθηκε όχι μόνο στα σώματά τους αλλά σε όλο το δωμάτιο.
«Ούτε που
θυμόμουν αυτό το πάπλωμα. Τι άλλο έχει φυλαγμένο στις ντουλάπες η γιαγιά μου;»
αναρωτήθηκε.
Μετά τον θάνατο
της ηλικιωμένης γυναίκας είχαν μετακομίσει βιαστικά στο σπίτι που κληρονόμησαν
και δεν είχε ξεκαθαρίσει όλα τα παλιά αντικείμενα.
Τα παιδιά
παρατηρούσαν τα τετράγωνα του παπλώματος. Αυτό είναι σαν «Ψάρι», τούτο μοιάζει
με «Πουλιά στον αέρα», αυτό σαν «Το πόδι της αρκούδας», «Το δέντρο του
παραδείσου», «Το δίχτυ»...
Βγήκε από το
δωμάτιο αφήνοντας τα παιδιά στη δίνη της φαντασίας τους. Ξάπλωσε στο κρεβάτι,
είχε πονοκέφαλο. Έκλεισε τα μάτια της, ομίχλη απλώθηκε. Χρώματα ανακατεμένα με
σχήματα άλλαζαν θέσεις, σαν να κοίταζε μέσα από καλειδοσκόπιο. Αφέθηκε στην
όμορφη εικόνα και παρασύρθηκε στα μονοπάτια του υποσυνείδητου που δεν μπορούσε
η ίδια να ορίσει. Είδε τον εαυτό της μικρό παιδί και τη γιαγιά της, που την
μεγάλωσε, να τη σκεπάζει στοργικά με το πάπλωμα. Άκουσε μια φωνή σαν
φθινοπωρινό θρόισμα φύλλων έτοιμων να πέσουν... Ένιωσε μια πρωτόγνωρη ζεστασιά.
«Θυμάσαι; Ήσουν
μικρή. Η γιαγιά σου σε μεγάλωσε, όταν οι γονείς σου αναγκάστηκαν να φύγουν.
Είχαν δωρίσει τα πάντα στον βασιλιά αλλά αυτός δεν είχε ικανοποιηθεί, τους
ζητούσε κι άλλο δώρο, καλύτερο. Σε άφησαν στη γιαγιά κι έφυγαν, να αναζητήσουν κάτι
που θα ευχαριστούσε τον βασιλιά. Εσύ έκλαιγες και τους αποζητούσες, σταμάτησες
να τρως, ήσουν χλωμή και αδύναμη. Αρρώστησες βαριά».
Η φωνή ερχόταν
από το πάπλωμα, αποκύημα της φαντασίας της, αποφάνθηκε. Δεν άνοιξε όμως τα
μάτια. Αφέθηκε...
«Η γιαγιά σου
φώναξε πολλούς γιατρούς αλλά κανείς δεν μπορούσε να βρει τι έχεις. Κανένα
φάρμακο, καμιά γιατρειά δεν είχε αποτέλεσμα. Εκείνο το βράδυ ανέβασες υψηλό
πυρετό. Η γιαγιά, απελπισμένη, πήγε να φωνάξει τον γιατρό. Το σκοτάδι πηχτό, το
κρύο τσουχτερό. Ξαφνικά ένιωσε ένα ζεστό σύννεφο να την τυλίγει. Κοντοστάθηκε.
Μια σκιά πλησίαζε. Ήταν μια γυναικεία φιγούρα, δεν μπορούσε να διακρίνει
χαρακτηριστικά, μόνο τα άσπρα μαλλιά που έλαμπαν στο λιγοστό φως. Της έδωσε ένα
πακέτο. Εξαφανίστηκε χωρίς να πει λέξη. Ένα πάπλωμα. Ήσουν πολύ άρρωστη, τύλιξα
το σώμα σου αλλά και τη μικρή, πληγωμένη καρδιά σου...»
Η γυναίκα
πετάχτηκε, τα μάγουλα της ήταν υγρά. Θυμήθηκε... Το πάπλωμα, η ζεστασιά, η
αγάπη... Η αγάπη, η κινητήριος δύναμη αυτού του κόσμου.
Καραβασίλη
Πόπη
Ο θρόνος της
εξουσίας στη δύναμη των παραμυθιών
Ο άνδρας μπήκε
στο σπίτι φουριόζος, με μαλλιά ανακατωμένα, μάτια δακρυσμένα και κόκκινα
μάγουλα. Η γυναίκα τού φώναξε από την κουζίνα.
«Τελείωσε η
διαδήλωση, αγάπη μου;»
Πριν προλάβει να
απαντήσει, ο επτάχρονος γιος του έτρεξε στην αγκαλιά του.
Αυτός τον έβαλε
να καθίσει στα πόδια του και είπε με σοβαρό ύφος.
«Παιδί μου,
αυτός ο κόσμος πρέπει να γίνει καλύτερος. Όταν μεγαλώσεις, να προσέξεις σε ποιο
κόμμα θα ανήκεις».
«Μπαμπά, με
μπερδεύουν τα κόμματα αλλά μου αρέσουν τα θαυμαστικά».
Οι γονείς
χαμογέλασαν, η μητέρα πλησίασε και απευθυνόμενη στον άντρα της είπε:
«Προσπάθησε να
του το πεις με διαφορετικό τρόπο».
«Πώς να πω σε
ένα επτάχρονο ότι η εξουσία είναι καλή μόνο όταν υπηρετεί τη δικαιοσύνη και
προστατεύει τους αδύναμους;»
Η γυναίκα χαμογέλασε,
πλησίασε τη βιβλιοθήκη πήρε το παραμύθι «Το δώρο της Παπλωματούς» του Τζεφ
Μπριμπό και άρχισε να διαβάζει. Ο πατέρας άκουσε την ιστορία της Παπλωματούς,
που χάριζε τα παπλώματά της σε όσους τα είχαν ανάγκη και για έναν άπληστο
βασιλιά. Όταν αυτοί οι δυο συναντιούνται, αρχίζουν οι περιπέτειες . Στο τέλος ο
βασιλιάς χαρίζει τον θρόνο του στην Παπλωματού, για να συνεχίζει να ράβει με
άνεση τα παπλώματα.
Όταν τελείωσε το
παραμύθι, ο άντρας πλησίασε τη γυναίκα και ψιθύρισε:
«Είσαι σίγουρη
ότι τώρα κατάλαβε αυτό που ήθελα να του πω;»
«Απολύτως, με
τον καλύτερο τρόπο» απάντησε χαμογελαστά.
Κιζιρίδου
Γεωργία
1.
Αγαπημένη μου Παπλωματού,
Σου γράφω από μια
πολύ μακρινή χώρα, άγνωστη στον περισσότερο κόσμο, τη λένε «Ουράνιο τόξο».
Ξέρω πολύ καλά ότι
τον τελευταίο καιρό εξαφανίστηκα χωρίς να υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος. Η αλήθεια
είναι ότι δεν έπαψα στιγμή να σε σκέφτομαι, εσένα και όσα περάσαμε μαζί. Σου είμαι
βαθιά ευγνώμων γιατί αν δεν ήσουν εσύ, δεν θα μου περνούσε ποτέ από το μυαλό να
παραιτηθώ από Βασιλιάς και να ζήσω πλέον ελεύθερος, ως μουσικός του δρόμου, σε
ένα μέρος που κυριαρχεί η αισιοδοξία και η ελπίδα. Θέλω να ξέρεις ότι πάντα θα σε
έχω στο μυαλό και στην καρδιά μου ασχέτως αν δε μιλάμε, πλέον, συχνά.
Με αγάπη κι εκτίμηση,
Ο πρώην αλαζόνας
βασιλιάς
2.
Γεια σας! Είμαι το
πολύχρωμο πάπλωμα που έφτιαξε με τα ίδια της τα χέρια η περίφημη Παπλωματού. Η
αλήθεια είναι πως όταν με δημιούργησε, δεν ήταν τόσο γνωστή στον κόσμο και μάλιστα
ήμουν από τα πρώτα της παπλώματα. Εμένα με έφτιαξε μέσα σε ένα βράδυ, χρησιμοποιώντας
την αντανάκλαση του φωτός από το είδωλο του φεγγαριού στη Μαγική Λίμνη των Μυστικών.
Ούτε στιγμή δεν παραπονέθηκε η καλή μας Παπλωματού ότι κουράστηκε. Η αποστολή της
ήταν ιερή: Με αυτό το πάπλωμα θα μπορούσαν να νιώσουν ξανά ζεστασιά τα τρία ορφανά
της Νικούλας. Δυστυχώς οι γονείς των παιδιών είχαν ένα σοβαρό ατύχημα κι από τότε
έγιναν αχώριστα, δίνοντας κουράγιο και δύναμη το ένα στο άλλο. Όταν με ετοίμασε
η καλή μας χειροτέχνισσα κι ακούμπησα πάνω στα κορμάκια των παιδιών, συγκινήθηκα.
Ένα απαλό χάδι ήμουν για τα άτυχα πλάσματα. Γνωριστήκαμε μέσα από το άγγιγμα και
δεν άργησε να τους πάρει ο ύπνος. Από εκείνη την ημέρα είμαστε αχώριστοι. Έχουν
περάσει πόσα χρόνια κι ακόμα με φροντίζουν ώστε να είμαι καθαρό και απαλό. Είναι
τόσο ωραίο να συνυπάρχουμε όλοι μαζί!
Πετροπούλου
Ιωάννα
Το Τρελό Πάπλωμα
Το όνομά μου
είναι Βίκτωρας, δηλαδή Νικητής. Αυτό είναι το κανονικό μου όνομα, γι’ αυτό η
μαμά μου, η παπλωματού, έχει κεντήσει πάνω μου ένα μεγάλο «V», όμως, με φωνάζει
χαϊδευτικά «Τρελό Πάπλωμα». Η μαμά μου με λέει έτσι επειδή κάνω ασυνήθιστα
πράγματα. Τι ασυνήθιστα πράγματα κάνω δεν ξέρω. Ξέρω όμως ότι εγώ αγαπάω πολύ
τη μαμά, τον μπαμπά μου και τα αδέλφια μου. Κι αυτοί με αγαπούν. Όλη η
οικογένειά μου με αγαπάει, γι’ αυτό κι εγώ στεναχωριέμαι πολύ κάθε φορά που
ακούω κρυφά το βράδυ τη μαμά με τον μπαμπά να συζητάνε το ενδεχόμενο να με
δώσουν στον βασιλιά. Εγώ τότε βάζω τα κλάματα και η μαμά στεναχωριέται πολύ το
πρωί, που με βρίσκει ξάγρυπνο και λυπημένο και τελικά δεν με δίνει. Ένα βράδυ
είχα φοβηθεί κι είχα κρυφτεί στην αποθήκη για να μη με δώσουν. Το πρωί η μαμά
με έψαχνε ταραγμένη. Όταν με βρήκε, δεν με μάλωσε. Της είπα κλαίγοντας ότι δεν
θέλω να φύγω ποτέ από το σπίτι μας. Αν και η μαμά κάθε πρωί μου λέει ότι δεν θα
με δώσει ποτέ, εγώ δεν την πιστεύω. Ξέρω ότι μόλις βρουν έναν καλό άνθρωπο, θα
με δώσουν, όπως έκαναν και με τα αδελφάκια μου και θα πρέπει να τους
αποχωριστώ. Αυτό λέει η μαμά ότι είναι το σωστό και το ονομάζει «Ενηλικίωση».
Εγώ δεν ξέρω τι είναι αυτό. Σαν αρρώστια μου ακούγεται. Το κίτρινο χρώμα μου το
οφείλω στον μπαμπά μου, αυτός έφερε στη μαμά τις κίτρινες κλωστές από το ταξίδι
του. Αχ, πόσο αγαπώ τον μπαμπά μου! Όταν στεναχωριέμαι και κλαίω, έρχεται στο
προσκεφάλι μου και μου λέει πάντα ένα παραμύθι να αποκοιμηθώ. Το αλογάκι στην
ύφανσή μου ήταν ιδέα του μεγάλου μου αδερφού, του Ψαριού, αυτός ζήτησε να μου
το κεντήσει η μαμά, για να μπορώ να κάνω με ασφάλεια τις περιπλανήσεις μου στο
δάσος. Ο πετεινός ήταν ιδέα της μικρής μου αδερφής, της Ειρήνης με τα Πλούτη. Ήθελε
να ξυπνάω χαρούμενα το πρωί, αφού με έβλεπε ότι κάθε βράδυ έκλαιγα γοερά. Η
μαμά, τέλος, όταν με βλέπει πολύ στεναχωρημένο, μου λέει ότι δεν πρέπει να
φοβάμαι και πως στο τέλος εγώ θα είμαι ο Νικητής της Ζωής. Αυτό είναι, εξάλλου,
το όνομά μου! Μερικές φορές την πιστεύω, μερικές φορές όχι.
Πλιάτσικα
Βάσω
Αγαπημένη μου Παπλωματού,
Πέρασε καιρός από
την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε. Ήταν η ώρα που με σκέπασες με το πανέμορφο
πάπλωμα που έραψες για εμένα. Ένιωσα να με τυλίγει το νοιάξιμό σου και ταυτόχρονα
να ξελαφρώνω, έτοιμος να πετάξω.
Πόσο πολύ με βοήθησες!
Με τράβηξες μέσα από τη μεγάλη δίνη της απληστίας. Έτσι είχα μάθει. Μόνο να παίρνω
δώρα, μόνο να ζητάω πράγματα από τους άλλους και δεν νοιαζόμουν για κανέναν. Μόνο
για μένα…
Εσύ με έκανες να
βρω τον αληθινό μου εαυτό. Κάθε φορά που ήθελα να σε τιμωρήσω και να σε πληγώσω,
τύψεις με βασάνιζαν και επέστρεφα να σε βοηθήσω. Πίστεψα τελικά πως δεν είμαι τόσο
κακός, όσο οι άλλοι ήθελαν να φαίνομαι.
Πόσο πολύ με άλλαξες!
Με οδήγησες να βρω εκείνο το μονοπάτι που φέρνει τη χαρά, το μονοπάτι της προσφοράς.
Στην αρχή δυσκολεύτηκα. Όμως το παιχνίδι των παιδιών με τα άλογα με συγκίνησε.
Πόσο ανάλαφρα νιώθω
τώρα, που μου έμαθες ότι η χαρά βρίσκεται στο μοίρασμα. Ο καθένας χρειάζεται να
δίνει και όχι μόνο να παίρνει από τους άλλους. Γι’ αυτό χαίρομαι που δέχθηκες κι
εσύ το δικό μου δώρο.
Σε ευχαριστώ για
ό,τι έκανες για εμένα!
Ο βασιλιάς σου