Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

Ελπίδα



Με την ψυχή στα δόντια τρύπωσε ο μικρός σκίουρος στον ελαιώνα. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Είχε βρει καταφύγιο επιτέλους. Όλα εδώ έμοιαζαν ήσυχα και ειρηνικά. Κανένας κίνδυνος. Πεινούσε ωστόσο και διψούσε πολύ. Στην αγκαλιά του έσφιγγε δυο καρύδια και τρία κάστανα που δεν έφταναν ούτε για κολατσιό. Αυτά μονάχα μπόρεσε να σώσει από την ξαφνική πυρκαγιά που ξέσπασε στο δάσος που κατοικούσε. Όλα τα υπόλοιπα, η φωλιά, οι προμήθειες, τα υπάρχοντά του, είχανε γίνει στάχτη. Είχε δραπετεύσει κυριολεκτικά από μια κόλαση. Ήτανε όμως γερός και ζωντανός. Τι άλλο ήθελε; Το μόνο καρφί στην καρδιά του ήταν που μέσα στον πανικό της φυγής έχασε τη φιλενάδα του. Μια σκιουρίνα καστανοκόκκινη με μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια... Αχ... Ποιος ξέρει αν θα την ξανάβλεπε ποτέ...

   Το φθινόπωρο είχε ήδη μεσοκοπήσει. Η ζέστη όμως κρατούσε. Σκούπισε τις  σταγόνες του ιδρώτα που κυλούσαν στο μέτωπό του και κοίταξε τη γούνα του. Από καστανή είχε γίνει γκρίζα κι αυτό σήμαινε πως ερχόταν ο χειμώνας.

   «Θα πρέπει  να βρω ένα καινούργιο σπίτι» συλλογίστηκε. Κι άρχισε να ψάχνει. Τα σπίτια όμως ήταν τόσο πολλά,  που δεν ήξερε ποιο να διαλέξει. «Θα κλείσω τα μάτια και θα μπω στην πρώτη κουφάλα που θα βρω μπροστά μου». Προχώρησε  στα τυφλά. Ώσπου «μπαμ»... Μια κουτουλιά σ’ έναν κορμό και το κεφάλι του στολίστηκε μ’ ένα ολοστρόγγυλο καρούμπαλο.

   «Με τις υγείες σου» τον κορόιδεψε μια κουρούνα από ψηλά. Και φρρρρτ κατέβηκε και θρονιάστηκε δίπλα του γυρεύοντας κουβέντα. Ο τρόπος της τον θύμωσε. Του φάνηκε αντιπαθητική και κουτσομπόλα. Πόσο λάθος όμως είχε κάνει... Όταν της διηγήθηκε την περιπέτειά του, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα συμπόνιας.

   «Μην κλαις μικρούλη μου, το κλάμα δεν βοηθάει πουθενά» τον παρηγόρησε. «Δεν είσαι ο μοναδικός που έχασε το σπίτι του... Τι να πω κι εγώ η κακομοίρα;»

«Μη μου πεις πως είσαι κι εσύ από το δάσος με τις καστανιές. Μη μου πεις πως κάηκε και το δικό σου σπίτι...» Η κουρούνα όμως κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.

  «Κάθε άλλο. Απλώς αναγκάστηκα να το εγκαταλείψω. Να ξέρεις πως υπάρχουνε κι άλλες φωτιές  εκτός από εκείνες που καίνε...»

   Την άλλη στιγμή βρέθηκε να διηγείται το πάθημά της. Πως ένα απόγευμα δηλαδή, στα καλά καθούμενα, κάτι  παιδιά, ήρθανε κάτω από τη φωλιά της και χαλούσαν τον κόσμο. Φωνές, κακό, τρεχαλητά, πανδαιμόνιο...  Την τρέλαναν. Δεν την άφηναν να κλείσει μάτι. Κι όταν τόλμησε να διαμαρτυρηθεί, θύμωσαν. Την έβρισαν, την έβαλαν στο σημάδι και την πήραν με τις πέτρες. Φοβήθηκε τόσο πολύ, που λούφαξε  στη φωλιά της τρέμοντας. Το πετροβόλημα όμως συνεχίστηκε μαζί με σκληρά λόγια και κοροϊδίες για το χρώμα της, για την καταγωγή, ακόμα και για την τροφή της. Λόγια... λόγια... λόγια... Πολλά και διάφορα και κάτι άλλα που δεν μπόρεσε ποτέ της να εξηγήσει... «Κουρούνα κουτσοκώλα, τον άντρα σου Νικόλα. Κουρούνα κουτσομύτα, τον άντρα σου Νικήτα.» Τι εννοούσαν; Πάντως όχι κάτι καλό... Πανικοβλήθηκε. Σκέφτηκε ωστόσο πως το πιο σωστό θα ήταν να περιμένει να σκοτεινιάσει, να φύγουν τα παιδιά και να ξαναβρεί την ησυχία της. Έτσι κι έγινε. Μα ήταν τόσος ο φόβος της και τέτοιες οι συμβουλές της νύχτας, που αποφάσισε να πάρει τα μπογαλάκια της, να εξαφανιστεί και να επιστρέψει όταν πια θα είχε ξεχαστεί το πράγμα. Τα μάζεψε λοιπόν και μετακόμισε. Μα πόσο θ’ άντεχε στην ξενιτιά; Κι αν η φυγή της τελικά ήταν ένα μεγάλο λάθος; Αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Όταν όμως έφτασε στο δέντρο της, κατάλαβε πως τα πράγματα μάλλον είχαν χειροτερέψει. Στη θέση της φωλιάς της υπήρχαν μόνον ερείπια. Κι από το φουντωτό κλαδί που τη δρόσιζε κάποτε, κρεμόταν ένα τρομακτικό κουβάρι πολύχρωμα κουρέλια κι ένα τσαμπί άδεια τενεκεδάκια που κουδούνιζαν στο ανεμοφύσημα δαιμονισμένα. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, χαμηλά στο έδαφος ήταν στημένο κι ένα πεντάσχημο σκιάχτρο που της έκοψε τη χολή...

    Η καλόκαρδη κουρούνα έκλαιγε τώρα με λυγμούς.

   «Φωτιά στα μπατζάκια μας» βρήκε πρώτος την ψυχραιμία του ο σκίουρος. «Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Πρέπει να βρούμε φωλιά. Έρχεται χειμώνας».

  Δρόμους πήραν και δρόμους άφησαν. Έψαξαν παντού και δεν βρήκαν ούτε γωνιά. Τους είχαν προλάβει άλλοι. Με την κουβέντα είχαν χασομερήσει πολύ. Στο τέλος αναγκάστηκαν να χτυπήσουν την πόρτα της κουκουβάγιας, της αλεπούς, της αγριόγατας, ακόμα και της οχιάς,  ταράζοντάς της τον ύπνο.

   «Πάρτε δρόμο από εδώ, γιατί μαύρο φίδι σας έφαγε» σφύριξε εκείνη φαρμακερά τινάζοντας τη διχαλωτή της γλώσσα μέχρι έξω.

    Απογοήτευση. Σαν την οχιά τούς έδιωχναν όλοι. Με κακία και δίχως συμπόνια. Το να βρει κάποιος ξένος μια φωλιά ήτανε μια κουβέντα και μόνο. Σαν να μην έφτανε αυτό, με το ψάξε ψάξε, ολόκληρος ο ελαιώνας σηκώθηκε στο πόδι. Οι κάτοικοι αναστατώθηκαν. Στην αρχή έριξαν παντού σκόνη από κόκκινη πιπεριά. Πασάλειψαν τα πάντα. Ύστερα  μαζεύτηκαν μπουλούκια μπουλούκια κι άλλος έλεγε το κοντό του κι άλλος το μακρύ του. Με λίγα λόγια, αποφάσισαν πως δεν έπρεπε να μείνουν με σταυρωμένα χέρια. Κινδύνευαν τα υπάρχοντά τους, τα σπίτια και οι προμήθειές τους. Ποιός δεν το ήξερε άλλωστε τι σήμαινε να έχεις γείτονα έναν πεινασμένο σκίουρο και μια λιμάρα κουρούνα; Δίχως να χάσουν καιρό, μια και δυο έτρεξαν και βρήκαν τους γυμνοσάλιαγκες. Τους ζήτησαν να γράψουν πάνω σε χίλια πλατανόφυλλα λίγες λέξεις. «Σκίουρος στον ελαιώνα. Φυλαχτείτε». Να τα πετάξουν στο ξέφωτο, να τα πάρει ο αέρας και να τα σκορπίσει παντού. Να μη μείνει ούτε ένας που να μην το μάθει.

   Ο μικρός σκίουρος με τούτα τα καμώματα πικράθηκε πολύ. «Θα τα μαζέψω και θα φύγω. Δεν με χωράει αυτός ο τόπος...». Τι να μαζέψει όμως ο φτωχός που δεν είχε τίποτα απολύτως; Και πού να πήγαινε εφόσον δεν ήξερε κανέναν; Η νοσταλγία  για το δάσος του το δροσερό τον έπνιξε. Λιγουρεύτηκε τραγανά βελανίδια και κάστανα,  καρύδια και φουντούκια, το καθαρό νεράκι της πηγής, τη γαλήνη. Ονειρεύτηκε και τη σκιουρίνα με τα καφετιά τα’ αμυγδαλωτά της μάτια. Αχ... Και να τα δάκρυα πάλι...

   «Σου βρήκα φωλιά. Ποιός μπορεί να ξέρει καλύτερα από την αράχνη σκέφτηκα. Και δεν έπεσα έξω. Χρυσή καρδιά. Έλα τι κάθεσαι... πάμε να σου τη δείξω.» Η φιλενάδα του η κουρούνα είχε καλά νέα.

   Ήταν μια κατασκότεινη κουφάλα παγωμένη, βρώμικη, γεμάτη αράχνες, σκουπίδια και υγρασία. «Φοβάμαι» κλαψούρισε τρομοκρατημένος ο μικρός σκίουρος μόλις την είδε. «Δεν μπορώ να μείνω εδώ ολομόναχος...»

   «Και βέβαια μπορείς. Δεν έχεις κι άλλη επιλογή. Θα μείνεις. Μα δεν θα είσαι ολομόναχος. Τι κουβέντα... Κανείς δεν είναι ολομόναχος αν θες να ξέρεις. Για όλους υπάρχει ένας πολύτιμος σύντροφος...»

   «Σύντροφος; Ποιος; Δεν βλέπω κανέναν»

   «Η ελπίδα, κουτέ. Που βέβαια δεν τη βλέπεις.»  Και δίχως άλλη κουβέντα το καλόψυχο πουλί  πέταξε ψηλά γυρεύοντας ένα ήσυχο μέρος να κουρνιάσει.

  Εκείνο το βράδυ ο σκίουρος δείπνησε με κάτι σκαθάρια και κάτι μυρμήγκια που ανακάλυψε να σεργιανούν στον κορμό του δέντρου. Κουλουριάστηκε σε μια γωνιά, αλλά δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι. Φοβόταν, πεινούσε, κρύωνε. «Ελπίδα, πού είσαι;. Έλα να μου κάνεις συντροφιά.». Ελπίδα. Τι να  ήταν άραγε αυτό το πράγμα; Όλο το φώναζε και ποτέ εκείνο δεν ερχόταν...

   Η μέρα που ξημέρωσε ήταν γλυκιά και ζεστή. Χάρηκε το απαλό φθινοπωρινό φως και η χαρά του έγινε ακόμα πιο μεγάλη, όταν στην είσοδο της κουφάλας του βρήκε λίγα βατόμουρα, ένα μικρό καρύδι και μπόλικα ζουμερά κούμαρα. Η κουρούνα ορκίστηκε πως δεν ήξερε ποιος τα είχε φέρει. Με χαρά όμως τα μοιράστηκε μαζί του. Τι καλά... Κι όπως δεν είχε ανάγκη για την ώρα να ψάξει για τροφή βάλθηκε να καθαρίζει σκεφτικός τη φωλιά του. Κάποιος τον νοιάστηκε... Μα ποιος; Άρα δεν ήταν όλος ο κόσμος εχθρός του. Να ήταν άραγε η ελπίδα; Ναι. Ναι. Μάλλον αυτή. Και χαμπάρι δεν πήρε κάτι ανήσυχα ματάκια που τον παρακολουθούσαν άγρυπνα, τον συμπονούσαν και κρυφά απ όλους πάσχιζαν να τον βοηθήσουν. Ελπίδα.

   Η βοήθεια συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες. Καθημερινά στην πόρτα του έβρισκε χρειαζούμενα πράγματα, ολόκληρο νοικοκυριό. Στο τέλος το σπιτικό του δεν χωρούσε άλλα. Για το ποιος τα έφερνε δεν αναρωτήθηκε ποτέ. Μονάχα την αόρατη σύντροφό του δεν σταμάτησε να ψάχνει ούτε στιγμή. Αχ ελπίδα.

   Ώσπου την είδε μια μέρα βροχερή να περνάει από μπροστά του. Επιτέλους. Ήτανε λίγο πιο αδύνατη, θλιμμένη και η γούνα της η καστανοκόκκινη τού φάνηκε θαμπή σαν να είχε ξάφνου παλιώσει. Το πηδηχτό της πάντως περπάτημα ήταν πιο χαριτωμένο από ποτέ.

   «Ελπίδα» φώναξε με όλη τη δύναμή του κι έτρεξε μαλλιά κουβάρια να την προφτάσει... «Ελπίδα» επανέλαβε και κλείνοντας τον δρόμο της. Εκείνη ανοιγόκλεισε της μακριές βλεφαρίδες της και του χάρισε το πιο γλυκό της χαμόγελο. «Ελπίδα;» παραξενεύτηκε. «Ελπίδα... Ναι... Εσύ θα είσαι κι άλλη καμιά...» Για λίγο δεν μιλούσε κανένας. Κοιτάζονταν μονάχα ώρα πολλή. «Ελπίδα» παραδέχτηκε κάποτε αυτή σπάζοντας πρώτη τη σιωπή. «Ελπίδα» συμφώνησε στο τέλος.

    Του έδωσε το χεράκι της κι εκείνος το έσφιξε στη φούχτα του απαλά. Τι ευτυχία. Περπάτησαν μαζί σ’ εκείνα τα άγνωστα μονοπάτια χωρίς να μιλούν.  Έκλαιγαν μόνο και οι δυο από χαρά τώρα πια και τα όμορφα καστανά τους μάτια έλαμπαν πιο πολύ κι από τον ήλιο.

ΝΙΤΣΑ ΚΙΑΣΣΟΥ



Γεννήθηκα το 1962 στον Όρμο Μαραθοκάμπου της Σάμου και ζω πάντα εκεί. Εμφανίστηκα στον χώρο της λογοτεχνίας το 1990 μ’ ένα θεατρικό έργο για παιδιά που τιμήθηκε με το Β’ Κρατικό βραβείο. Στη συνέχεια βραβεύτηκα επίσης από τη ΓΛΣ για μια ποιητική συλλογή και δυο μυθιστορήματα. Συνεργάστηκα για πολλά χρόνια με τοπικές εφημερίδες και περιοδικά. Συνεχίζω να γράφω παραμύθια για παιδιά και ιστορίες για μεγάλους. Τα βιβλία μου κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, ΨΥΧΟΓΙΟΥ KAI ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ.

Ζωγραφιά: Αθηνά Πετούλη





2 σχόλια :

  1. Ενα θέμα δύσκολο που συνήθως σκοντάφτει. Ο πέλεκυς της φοβίας πέφτει επι δικαίων και αδίκων. Δεν γίνεται όμως στις μέρες μας να σιωπά ο ποιητής. Για να μη χάσουμε την ανθρωπιά μας τουλάχιστον. Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;