«Συγχώρα με αν ρωτάω
κάτι άπρεπο», είπε ο Σκρουτζ κοιτάζοντας επίμονα τον μανδύα του Πνεύματος. «Αλλά
βλέπω κάτι παράξενο, κάτι που δεν είναι δικό σου, να ξεπροβάλλει κάτω από το
ρούχο σου. Τι είναι; Κόκαλο; Νύχι;»
«Θα μπορούσες να το
πεις κόκαλο. Πετσί και κόκαλο», απάντησε λυπημένο το Πνεύμα. «Κοίτα!»
Κι από τις πτυχές του
μανδύα του τράβηξε δυο παιδιά, που ήταν γαντζωμένα πάνω του. Δυο πλάσματα
άθλια, αποκρουστικά.
«Άνθρωπε! Κοίταξέ τα!»
πρόσταξε το Πνεύμα. «Κοίτα τα εδώ να, στα πόδια μου! Κοίταξέ τα!»
Ήταν ένα αγόρι κι ένα
κορίτσι. Κατάχλωμα, κοκαλιάρικα, κουρελιασμένα, αγριεμένα από το φόβο και τη
στέρηση, άσχημα και κακότροπα μέσα στον εξευτελισμό τους. Εκεί όπου τρυφερή νιότη έπρεπε να γλυκαίνει τα πρόσωπά τους
και να τους χαρίζει τα πιο ρόδινα χρώματα, εκεί ένα χέρι ζαρωμένο και γέρικο τα
είχε σημαδέψει και σκοτεινιάσει. Εκεί που θα’ πρεπε να έχουν το θρονί τους,
παραμόνευαν σατανάδες μορφάζοντας απειλητικά. Καμιά κακία, καμιά διαστροφή της ανθρώπινης
φύσης, κανένα ανθρώπινο ελάττωμα, όσο σοβαρό κι άσχημο κι αν είναι, δε θα
μπορούσε να ‘χει όψη πιο φριχτή, πιο τρομαχτική απ’ αυτά τα δυο δυστυχισμένα
πλάσματα.
Ο Σκρουτζ έκανε ένα
βήμα πίσω, ταραγμένος. Μιας και του τα ‘χε δείξει το Πνεύμα, θα ‘θελε να του
πει πως ήταν αλά κι όμορφα και συμπαθητικά παιδάκια. Τα λόγια, όμως πνίγηκαν
στο λαρύγγι του, ανήμπορα να πάρουν μέρος σ’ ένα τόσο κραυγαλέο ψέμα.
«Είναι τα παιδιά σου,
Πνεύμα;» τραύλισε με κόπο ο Σκρουτζ.
«Είναι τα παιδιά των
Ανθρώπων», απάντησε το Πνεύμα κοιτάζοντας τα δυο άθλια πλάσματα στα πόδια του. «Και
γαντζώθηκαν πάνω μου, για να ξεφύγουν απ’ τους πατεράδες και τις μανάδες τους.
Αυτό το αγόρι είναι η Αμορφωσιά. Και το κορίτσι η Φτώχεια. Να φυλάγεσαι κι από
τα δυο. Μα πιο πολύ απ’ τ’ αγόρι. Γιατί στο μέτωπό του είναι γραμμένη η
καταδίκη. Εκτός κι αν σβηστεί το γραμμένο. Και για να σβηστεί, πρέπει εσύ να τ’
αρνηθείς!» φώναξε το Πνεύμα απλώνοντας το χέρι του τεντωμένο προς τη μεριά της πόλης.
«Μην ακούς όσους σου τα λένε αλλιώς! Όσους εκμεταλλεύονται αδίσταχτα τον πόνο
και τη στέρηση των άλλων για δικό τους κέρδος! Όσους αφήνουν τα πράγματα να
πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο! Όσους περιμένουν αδιάφορα το τέλος!»
ΚΑΡΟΛΟΣ
ΝΤΙΚΕΝΣ, Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία, εκδόσεις Αίσωπος, εικονογράφηση:
Π.Τζ.Λιντς, μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου.
Πόσο σοφό!
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπέροχο βιβλίο!
Διαγραφή