Σάββατο 20 Μαΐου 2017

Η βάρκα του Ράτα



Ο Ράτα περπατούσε μελαγχολικός στην ακροποταμιά. Ο πατέρας του είχε χαθεί εδώ και μια βδομάδα, ήταν σχεδόν σίγουρο πια ότι ήταν νεκρός. Το μόνο που έμεινε στον νέο ήταν να φτιάξει μια βάρκα και να πάει εκεί που είχαν δει τον πατέρα του για τελευταία φορά, να πάρει το πτώμα του για να του προσφέρει τις τιμές που δικαιούται κάθε νεκρός.

Με το μάτι του αναμέτρησε τα δέντρα ψάχνοντας για το πιο κατάλληλο. Αφού θα έφτιαχνε τη βάρκα έτσι κι αλλιώς, ας την έφτιαχνε όσο πιο μεγάλη μπορούσε, αν ήταν δυνατόν να χωρά πέντε και παραπάνω άτομα. Διάλεξε το ψηλότερο δέντρο του δάσους, ένα ίσιο, περήφανο και πανύψηλο δέντρο «τοτόρα» και άρχισε να το πελεκάει με το τσεκούρι του. Το δέντρο ήταν πολύ χοντρό, αλλά κι ο Ράτα νέος και δυνατός. Σε λίγο το τεράστιο δέντρο κειτόταν στο χώμα. Ο Ράτα το άφησε σ’ αυτό το σημείο για να συνεχίσει τη δουλειά το άλλο πρωί.

Όταν την άλλη μέρα βρέθηκε στο ίδιο σημείο η έκπληξή του ήταν απερίγραπτη: το δέντρο τοτόρα βρισκόταν όρθιο πάλι, περήφανο και εντελώς απείραχτο. Ο νέος δεν πίστευε στα μάτια του. Ξανάπιασε το τσεκούρι του και σε λίγο το δέντρο κειτόταν πάλι στο έδαφος. Ο Ράτα έκοψε τα κλαδιά, το ίσιαξε, μέτρησε πόσο μεγάλη θα φτιάξει τη βάρκα και χάραξε το γενικό περίγραμμα πάνω στο δέντρο. Είχε όμως περάσει η ώρα και αποφάσισε να συνεχίσει τη δουλειά την άλλη μέρα.

Το πρωί ξαναβρέθηκε στο ίδιο σημείο και τον περίμενε πάλι το ίδιο θέαμα. Το δέντρο τοτόρα ήταν πάλι όρθιο, όμορφο και περήφανο με τα κλαδιά του να αργοκινούνται στο πρωινό αεράκι. Πάλι ο Ράτα πήρε το τσεκούρι και άρχισε να δουλεύει όσο πιο γρήγορα μπορούσε: έριξε κάτω το δέντρο, το καθάρισε από τα κλαδιά του και άρχισε να σκάβει τον κορμό για να φτιάξει τη βάρκα. Νύχτωσε όμως και αναγκάστηκε να σταματήσει. 

Πήγε στο σπίτι του αλλά δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Ήθελε να δει τι συμβαίνει και ξαναγεννιέται το δέντρο τη νύχτα.

Καθώς πλησίαζε στο σημείο αυτό άκουσε μια παράξενη μουσική και είδε ένα μυστηριώδες φως να αναδύεται από το έδαφος. Κράτησε την ανάσα του και πλησίασε περισσότερο. Χιλιάδες πουλιά είχαν μαζευτεί και δούλευαν ακατάπαυστα να ξαναφτιάξουν το δέντρο. Κουβάλαγαν ξυλαράκια, κλαδιά, σχίζες, φλούδες, φύλλα και τα ξανάβαζαν στο δέντρο στο σημείο που ήταν το καθένα πριν να κοπεί. Σιγά σιγά η μισοφτιαγμένη βάρκα του Ράτα άρχισε να μεταμορφώνεται, να γίνεται πάλι δέντρο. Μαζί με τα πουλιά βοηθούσαν και αμέτρητα έντομα που κουβαλούσαν πελεκίδια, ξύσματα, ακόμα και τρίμματα και τα ξανάβαζαν στο δέντρο.

Ο Ράτα ένιωσε ντροπή και βγήκε από το σημείο που κρυβόταν. Ξαφνικά η μουσική σταμάτησε και τα πουλιά και τα ζουζούνια έμειναν ακίνητα.

— Συνεχίστε σας παρακαλώ, μη σταματάτε! είπε ο Ράτα. Λυπάμαι που έκοψα το δέντρο σας, σας ζητώ συγγνώμη. Δεν το έκανα από κακία, αλλά για να μεταφέρω το πτώμα του πατέρα μου. Ελάτε, θα σας βοηθήσω κι εγώ να αναστήσουμε το δέντρο.

Πλησίασε και αγκάλιασε τον κορμό και μετά από πολλή προσπάθεια τον έστησε όρθιο. Η μουσική ξανάρχισε και τα πουλιά και τα έντομα συνέχισαν το έργο τους. Ο Ράτα, καθώς κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του τον κορμό του δέντρου, ένιωσε για μια στιγμή σαν να ήταν ένα με το δέντρο, σαν να είχε κι αυτός ρίζες και κλαδιά και φύλλα. Ένιωσε τα χιλιάδες πουλιά και ζουζούνια σαν να ήταν κι αυτά ένα μαζί του, μέρος από το μεγάλο κορμί της μάνας Γης.

Όταν ξημέρωσε το δέντρο βρισκόταν πάλι όρθιο και περήφανο και λικνιζόταν στο πρωινό αεράκι. Η μουσική είχε σταματήσει, όλα τα πουλιά και τα ζουζούνια είχαν εξαφανιστεί.

— Δεν πρόκειται να ξανακόψω δέντρο, υποσχέθηκε στον εαυτό του ο νέος.

— Μπορείς να κόβεις, ακούστηκε μια τρυφερή φωνή κοντά του σαν να έβγαινε από το δάσος. Αλλά πρέπει πρώτα να πάρεις άδεια από την Τάνε Μαχούτα, τη θεά των πουλιών, των ζώων και του δάσους. Αυτή έφτιαξε τα δέντρα και τα έδωσε στην Μητέρα Γη. Ζήτησέ της την άδεια, εξήγησε τον λόγο και δεν θα σου αρνηθεί αν είναι λογικό το αίτημά σου.

Η φωνή σταμάτησε και ο Ράτα ξεκίνησε πάλι για στο σπίτι του. Λίγα μέτρα πιο πέρα είδε μπροστά του μια ολόφρεσκη μικρή βάρκα θα μπορούσε να χωρέσει δυο άτομα, αλλά όχι περισσότερα.

— Είναι δικιά μου; ρώτησε δισταχτικά.

— Ασφαλώς! είπε η φωνή που φαινόταν να έρχεται από πουθενά και από παντού.

(Μαόρι Νέας Ζηλανδίας)

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΓΓΟΥΤΑΣ, Η Σοφία των Λαών, εκδόσεις Σαΐτα.


Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Την εικόνα έκανε η Μαρία-Έφη Καριώτογλου.


Γεννήθηκα το 1967 στην Αμερική. Από πολύ μικρή ηλικία αγάπησα τη ζωγραφική και σε ηλικία 10 χρονών διακρίθηκα σε παγκόσμιο διαγωνισμό.  Σπούδασα Διοίκηση Επιχειρήσεων και παράλληλα  ζωγραφική και πιάνο.

Σήμερα ζω και εργάζομαι στη Σάμο με τον σύζυγο και τα τέσσερα παιδιά μου, ασχολούμαι με τη ζωγραφική και το πλέξιμο amigurumi, συμμετέχοντας σε ομαδικές εκθέσεις. 

Το διαδικτυακό μου «σπίτι» είναι το http://mariaeffie.blogspot.gr
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα του «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:






Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;