Μια φορά κι έναν καιρό,
στα πολύ χρονιά, υπήρχε ένα μικρό χωριό που το λέγανε Αγαθοχώρι. Στο Αγαθοχώρι όλοι
οι άνθρωποι ήταν καλοί κι αγαπούσαν πολύ ο ένας τον άλλο.
Είχε απ’ όλα τα καλά το
Αγαθοχώρι, εκτός από αμπέλια και κληματαριές. Σταφύλι δεν είχαν δει ποτέ στα
μάτια τους οι Αγαθοχωρίτες, και κρασάκι, που γίνεται απ’ τα σταφύλια, δεν
είχανε ποτέ τους πιεί.
Μια μέρα, ένας γέρος,
που πήγε με το γαϊδουράκι του σ’ ένα άλλο χωριό, έφερε γυρίζοντας μια μικρή
ρίζα κληματαριά και τη φύτεψε στην αυλή του.
Η κληματαριά μεγάλωσε,
κι όταν ήρθε ο Αύγουστος, είχε κιόλας έτοιμο το πρώτο τσαμπί σταφύλι. Το ‘κοψε
γεμάτος χαρά ο καλός Αγαθοχωρίτης, το ‘πλυνε στη βρυσούλα, αλλά πριν το φάει,
σκέφτηκε: «Δεν είναι κρίμα να το φάω μοναχός μου, ενώ μπορώ να καλέσω και το
γείτονα μου να το φάε μαζί;» Μια και δυό πλησίασε το φράχτη και φώναξε:
-Γείτονα, έλα να φάμε
μαζί το σταφύλι μου.
Ήρθε ο γείτονας
χαρούμενος, μαζί με τη γυναίκα του, αλλά πριν αρχίσουν να το τρώνε, είπε η καλή
γυναίκα:
-Τι κρίμα να το φάμε
μόνοι μας, αφού μπορούμε να καλέσουμε και τους άλλους μας γείτονες, που έχουν
και μικρό παιδί.
Ήρθαν λοιπόν κι οι γείτονες οι άλλοι με το παιδί. Εκείνοι
με τη σειρά τους σκέφτηκαν τους δικούς τους γείτονες, που ‘χαν μάλιστα τρία
παιδιά, ήρθαν και κείνοι με τα τρία παιδιά. Εκείνα κάλεσαν άλλους, οι άλλοι
άλλους, και έτσι σιγά σιγά η αυλή του καλού Αγαθοχωρίτη γέμισε ανθρώπους και
παιδιά.
Όταν άρχισε η μοιρασιά,
ήταν τόσοι πολλοί άνθρωπο μαζεμένοι, όσες κι οι ρώγες του σταφυλιού. Έτσι θα
‘παιρνε ο καθένας από μια ρώγα μονάχα.
Μόλις όμως έκοψε ο
γέρος την πρώτη, για να τη δώσει στον καλό του γείτονα, αμέσως η ρώγα
μεταμορφώθηκε σε ολόκληρο τσαμπί. Έκοψε τη δεύτερη, κι αυτή το ίδιο. Χαρές που
κάνανε οι Αγαθοχωρίτες! Και η τρίτη και η τέταρτη έγιναν κι αυτές με τη σειρά
τους μεγάλα, ωραία τσαμπιά.
Ξετρελαμένοι από χαρά
οι χωρικοί έπαιρναν ο καθένας το τσαμπί του κι έφευγαν ευχαριστημένοι. Όταν και
η τελευταία ρώγα που κράτησε ο γέρος για τον εαυτό του έγινε κι αυτή, με τη σειρά
της, μεγάλο κι όμορφο τσαμπί, ο γέρος σκέφτηκε: «Καλύτερα να μην το φάω, να το
κάνω κρασάκι».
Το έστυψε λοιπόν καλά
καλά, έβγαλε ζουμί όσο χωράει ένα ποτήρι, το ‘βαλε ύστερα σ’ ένα μικρό μικρό
βαρελάκι, και περίμενε. Όταν πέρασαν οι μέρες και το κρασί ήταν έτοιμο, φώναξε
πάλι το γείτονά του να το πιούνε μαζί.
Εκείνος θυμήθηκε το
δικό του γείτονα και τον κάλεσε, αυτός κάλεσε έναν άλλο, ο άλλος άλλον, και
σιγά σιγά μαζεύτηκαν πάλι όλοι οι Αγαθοχωρίτες στην αυλή του καλού γέρου, για
να δοκιμάσουν το κρασάκι του. Όμως έγινε και πάλι το ίδιο παράξενο πράγμα, που
είχε γίνει με τις ρώγες του σταφυλιού.
Το βαρελάκι δεν
άδειαζε, όσο κι αν έπιναν. Έπιναν, έπιναν, κι αυτό ήταν πάντα γεμάτο. Ήταν
ευλογία του Θεού, είχε πει ο καλός γέροντας. Κι ήθελε μ’ αυτό ο Θεός να τους
δείξει, ότι όποιος μοιράζεται μ’ άλλους τα καλά που έχει, αυτά δεν λιγοστεύουν,
αλλά όλο και πιο πολλά γίνονται.
Από τότε το βαρελάκι με
το γλυκό κρασί στο Αγαθοχώρι είναι πάντα γεμάτο. Όποιος θέλει, πάει, πίνει, και
είναι τόσο γλυκό, όσο κανένα κρασί σ’ όλο τον κόσμο.
Φίλι φίλι καριοφύλι
σαν οι ανθρώποι ‘ναι
φίλοι
στην καρδιά τους και
στα χείλη
έχουν γλύκα από
σταφύλι.
Είναι πάντα
ευτυχισμένοι
γελαστοί κι
ευλογημένοι.
ΜΑΡΙΑ
ΚΟΥΒΑΛΙΑ-ΓΟΥΜΕΝΟΠΟΥΛΟΥ
…
Κάθε βδομάδα η
νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας
(παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.
Ένας εικονογράφος ή
ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.
Περιμένουμε τις
εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
…
Την εικόνα έκανε η Μαρία Καλαϊτζίδου.
Γεννήθηκα στις 2
Ιανουαρίου 1980 στη Θεσσαλονίκη. Μένω στον Παντελεήμονα του Κιλκίς με τον
σύζυγο και τα δυο μας παιδιά.
Σπούδασα γραφιστική στο
ΙΕΚ Κιλκίς, στο τμήμα ΓΡΑΦΙΣΤΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ
ΣΧΕΔΙΑΣΗΣ ΕΝΤΥΠΟΥ
1999-2001.
Έχω παρακολουθήσει
μαθήματα ζωγραφικής και αγιογραφίας στα τμήματα του δήμου Ελευθερίου-Κορδελιού.
…
Με αγάπη από τη
Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.
…
Η σελίδα του «Ένα
κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;