Ζούσε κάποτε ένα αγόρι
που ήταν πολύ βρώμικο και άτσαλο. Πετούσε τα βιβλία και τα πράγματά του στο
πάτωμα, ποτέ δεν καθάριζε τα παπούτσια του από τις λάσπες ή τα χιόνια όταν
έμπαινε στο σπίτι είχε πάντα τα ρούχα του βρώμικα από μπογιές, από σάλτσες και
χώματα.
— Δεν αντέχεσαι άλλο!
του είπε μια μέρα νευριασμένη μια μικρή νεράιδα. Αυτό το δωμάτιο βρωμάει
κυριολεκτικά. Και μ’ όλο που δεν είναι δική μου δουλειά, θα το καθαρίσω, γιατί
δεν αντέχω να το βλέπω τόσο βρώμικο. Πήγαινε στον κήπο να βρεις το αδελφάκι σου
μέχρι να τελειώσω.
— Ποιο αδελφάκι μου;
Δεν έχω αδελφάκι! είπε το παιδί.
— Έχεις, αλλά δεν το
ξέρεις, έκανε παράξενα η νεράιδα. Σε ξέρει αυτό όμως και θα σου μιλήσει όταν σε
δει.
— Δεν καταλαβαίνω τι
θες να πεις, είπε το παιδί, αλλά, παρ’ όλα αυτά, βγήκε στον κήπο.
Τη στιγμή εκείνη ένα
σκιουράκι πηδούσε σε ένα χαμηλό κλαδί.
— Μήπως είσαι το
αδελφάκι μου; ρώτησε το αγόρι.
— Ελπίζω όχι!
παραξενεύτηκε εκείνο. Η γούνα μου είναι καθαρή και μαλακιά, η φωλιά μου
πεντακάθαρη. Κάθε πράγμα βρίσκεται στη θέση του. Γιατί με βρίζεις λέγοντάς με
αδελφό;
Το σκιουράκι πήδησε από
κλαδί σε κλαδί και εξαφανίστηκε στο δέντρο.
Σε λίγο πέρασε μπροστά
του μια πάπια.
— Μήπως είσαι εσύ το
αδελφάκι μου; τη ρώτησε το αγόρι.
— Ασφαλώς όχι! έκανε
αυτή νευριασμένη. Δεν υπάρχει καθαρότερο πλάσμα στον κήπο από μένα. Τα φτερά
μου είναι πάντα καθαρά, γυαλισμένα και στρωμένα και τα αυγά μου ωραία και
πεντακάθαρα. Ακούς να με πει αδελφή του! κι έφυγε θυμωμένη.
Πιο κάτω είδε μια γάτα.
— Μήπως είσαι το
αδελφάκι μου; ρώτησε δειλά το παιδί.
— Θα ‘χεις καιρό να
κοιταχτείς στον καθρέφτη. Νίβομαι συνέχεια από το πρωί, ενώ εσύ ποιος ξέρει
πόσο καιρό έχεις να ‘ρθεις σε επαφή με νερό. Ευτυχώς δεν έχω συγγενείς σαν
εσένα, είπε η γάτα και συνέχισε το πλύσιμό της.
Εκείνη τη στιγμή
πετάχτηκε τρέχοντας ένα γουρουνάκι από το βάθος του κήπου.
Το αγόρι δεν ήθελε να
κάνει την ίδια ερώτηση στο γουρούνι, αλλά δεν πρόλαβε.
— Αγαπημένε μου
αδελφούλη, σε έψαχνα! έκανε καταχαρούμενο το γουρούνι.
— Δεν είμαι αδελφούλης
σου, διαμαρτυρήθηκε το αγόρι.
— Πώς δεν είσαι! Και
μόλις που ανακάλυψα ένα λασπαριό στην άκρη του κήπου που θα το ευχαριστηθούμε.
— Δεν μου αρέσει να
κυλιέμαι στις λάσπες..., έκανε το αγόρι.
— Τι μου λες τώρα; Για κοίτα τα χέρια σου, τα
πόδια σου, και τα ρούχα σου και θα δεις πόση λάσπη έχεις πάνω σου. Ύστερα θα
πάμε και θα φάμε πλύματα...
— Δεν μου αρέσουν τα
πλύματα, διαμαρτυρήθηκε το παιδί.
Εκείνη τη στιγμή ήρθε
κοντά του η νεράιδα.
— Το δωμάτιό σου είναι
πεντακάθαρο, είπε στο παιδί. Αποφάσισε αν θα έρθεις στο σπίτι και θα
διατηρήσεις τάξη και καθαριότητα ή αν θα μείνεις με τον αδελφό σου, το
γουρουνόπουλο.
— Θα έρθω μαζί σου,
είπε αποφασιστικά το αγόρι.
Το γουρούνι γρύλισε:
— Ίσως είναι καλύτερα
έτσι. Θα έχω μια ολόκληρη γουρουνοκυλίστρα μόνο μου!
(Πολωνία)
ΧΡΗΣΤΟΣ
ΜΑΓΓΟΥΤΑΣ, Η Σοφία των Λαών, εκδόσεις Σαΐτα.
…
Κάθε βδομάδα η
νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας
(παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.
Ένας εικονογράφος ή
ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.
Περιμένουμε τις
εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
…
Την εικόνα έκανε η Στέλλα Σωτηροπούλου.
Το όνομά μου είναι
Στέλλα Σωτηροπούλου, είμαι 17 χρονών και μόλις τελείωσα το επαγγελματικό λύκειο
(ειδικότητα νοσηλευτικής).
Ζωγραφίζω τα τελευταία χρόνια.
…
Με αγάπη από τη
Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.
…
Η σελίδα του «Ένα
κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;