Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

Τα παιδιά ξέρουν!


-Είν΄ αλήθεια;
-……
-Σ΄ αυτό που σου είπα.
Το γυφτάκι με κοιτούσε σαν κάρβουνο στημένο όρθιο στη μέση της δημοσιάς.
-Σ΄ αυτό που σου είχα πει… Α, ναι. Έχεις δίκιο, τίποτα δε σου είπα. (Πώς να στο πω; Μα θα στο πω!) Είν’ αλήθεια Σουκρή, πως θα… μαυρίσω;
Οι καπνισμένοι του ώμοι κάνουν «ντε κσιέρω».
-Δεν είχες ποτέ, Σουκρή, δεν έτυχε να χεις ποτέ σου ως τώρα φίλο με αλλιώτικο πετσί!... Να, σαν το δικό μου;
-Όκι.                 
-Γιατί;
Οι ίδιοι καπνισμένοι του ώμοι του «δε φταίω γω» κάνανε.
-Λοιπόν, λες να μη μαυρίσω;
-Ντε κσιέρω….
Και τότε… Μέσα απ’ το δίχτυ του σγουρού μπερδεμένου μαλλιού, μου ξεκαθαρίζει μια κουβέντα… μα μια κουβέντα! που θα ‘κανε να τα χάσουν ως κι οι ίδιοι οι δάσκαλοι.
-Άμα μαυρίσει εσύ…  μου λέει, τότε γκιατί μη ασπρίσει εγκώ;
Να το ! Αυτό ήταν! Χάρηκα! Τρελάθηκα απ’ τη χαρά μου! Μου ‘ρθε να τρέξω σ’ ένα πεσμένο δέντρο που ανταμώσαμε, να το σηκώσω και να του το πω, να του το πω για να το ξέρει κι εκείνο!
-Μα…
Πάλι γκρεμίστηκε η χαρά μου. Ένα μικρό καβουράκι που είχα μέσα στην ψυχή μου μου πάτησε μια φοβερή δαγκανιά.
Καλά όλ’ αυτά, καλά όλα, μα αν ξέβαφε μόνο η δική του μπογιά κι η δική μου όχι;
Κοίταξα το πουκάμισό του. Ήταν μουντζούρικο… Να το. Να το που ξεβάφει! Τώρα; Μα τι τώρα; Τώρα ήταν ανώφελο. Ό, τι έγινε δεν ξεγίνεται. Ως αύριο θα ‘μουνα αράπης. Ε, λοιπόν, να! ας ήμουνα! Για όλα μια απόφαση χρειάζεται. Αράπης, αράπης. Τι είχε να κάνει; Σάματις οι αράπηδες περπατάνε με το κεφάλι κάτου; Να, αυτός ο Σουκρής… Πάρ’ τον, ασβέστωσ’ τον και θα χεις ένα ανθρωπάκι, ένα ελληνάκι σαν όλα, και καλύτερο! Αυτό τελείωσε κι ας μην το ξαναμελετάμε.
Μα εκεί πάλι «χρατς!» άλλο καβουράκι, άλλη δαγκανιά. Κι αν  οι αράπηδες βλέπουν τον κόσμο μαύρο; Εδώ σ’ έχω εξυπνούλη! Τι γίνεται τότε;
Τα πόδια μου κόλλησαν στο δρόμο χωρίς να χει ούτε σημαδάκι λάσπη. Απόμεινα σαν να με πήραν και να με λύσσανε και να με πέταξαν κομματάκια καταμεσής στο δρόμο.
Σουκρή… Σούκρη… τι κακό είν’ αυτό που με βρήκε; Έβγαλα το μαντήλι μου να σταματήσω τα κλάματα… Το γυφτάκι έκλαιγε και κείνο. Μαύρος εγώ και κλαμένος. Κλαμένο και κείνο και μαύρο… Κλαίγαμε… Και δεν ήξερα ποιος απ’ τους δυο μας ήμουνα εγώ. Το μαντήλι μου είχε γίνει μούσκεμα. Το μαντήλι μου… Σουκρή!!!
-Σουκρή! Κοίταξε αυτό! Ναι, αυτό, είναι το μαντήλι μου. Τι χρώμα έχει, Σουκρή; Τι χρώμα έχει; Πες μου αμέσως! Τώρα!
-Ά σ π ρ ι! κάνει ο Σουκρής. (Α Σουκρή, τι όμορφο, τι κάτασπρο γυφτάκι που είσαι!)
Έκλαιγα σαν το παιδί που έχει χαθεί στο δάσος και βγαίνει ξαφνικά στο ξέφωτο.
-Σ΄ ευχαριστώ…  Σουκρή… σ’ ευχαριστώ. Πολύ…. πολύ … πολύ…
Αγκαλιαστήκαμε και πηγαίναμε  μαζί…

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ,
Απόσπασμα από το Συννεφιάζει

Η Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει κείμενα παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθια ή ποιήματα), διηγήματα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Την εικόνα έκανε η Στέλλα Σωτηροπούλου.


Το όνομά μου είναι Στέλλα Σωτηροπούλου και είμαι φοιτήτρια στο τμήμα νοσηλευτικής.
Ζωγραφίζω τα τελευταία χρόνια.
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.
Η σελίδα του «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;