— Είναι δική μου, είναι
δική μου! φώναξε ο κύριος Μελομακάρονο και άρπαξε το σακούλι με τη ζάχαρη άχνη.
Στο πέρασμά του
σκόρπισε μέλι, με αποτέλεσμα ο Κύριος Κουραμπιές να βρεθεί φαρδύς πλατύς στο πάτωμα. Η μαύρη ομπρελίτσα έφυγε από τα χέρια του. Το καπέλο του πετάχτηκε ψηλά. Λίγο έλειψε να βγει και το αγαπημένο του παπιγιόν.
— Χο χο χο! ακούστηκε μία γνώριμη φωνή.
Ένα μικρό ξωτικό πλησίασε τον ασπρομάλλη παππού.
— Άγιε μου Βασίλη, τα
παιδιά στα γράμματά τους ρωτούν τι προτιμάς να αφήσουν κάτω απ' το δέντρο:
μελομακάρονα ή κουραμπιέδες;
— Μιαμ! είπε ο Άγιος
Βασίλης και στη σκέψη των δύο αγαπημένων γλυκών η κοιλιά του γουργούρισε. Μελομακάρονα
σιροπιασμένα με μπόλικο μέλι και τριμμένο καρυδάκι ή κουραμπιέδες με καβουρντισμένα
αμύγδαλα, πασπαλισμένους με άχνη;
Για λίγη ώρα έμεινε
σκεπτικός.
Ο Κύριος Μελομακάρονο
κι ο Κύριος Κουραμπιές έριχναν εχθρικές ματιές ο ένας στον άλλον περιμένοντας
την απόφαση κι ο καθένας ελπίζοντας ότι θα επιλέξει τη δική
του γλυκοοικογένεια.
— Ε, λοιπόν, αποφάσισα!
Και μελομακάρονα και κουραμπιέδες! Ζήτω όοοολα τα γλυκά των Χριστουγέννων!
φώναξε τόσο δυνατά που ακόμα και η κάτασπρη γενειάδα του τινάχτηκε στον αέρα.
Η μεγάλη γιορτή
πλησίαζε. Σε λίγες μέρες ένα μωρό θα γεννιόταν για να φέρει στον κόσμο το
μήνυμα της ελπίδας και της αγάπης.
Μπορεί αυτό να
σκέφτηκαν κι οι δύο... γλυκύτατοι φίλοι μας που ξέχασαν ευθύς τα μίση και τις έχθρες
κι έσπευσαν να αγκαλιαστούν με θέρμη αδιαφορώντας... για τις συνέπειες!
ΓΙΩΤΑ
ΚΟΤΣΑΥΤΗ (ανέκδοτο κείμενο)
…
Η ιστορία γράφτηκε με
αφορμή την εικόνα της Αθηνάς Πετούλη.
Ευφάνταστο και πολύ πολύ γλυκό!
ΑπάντησηΔιαγραφή