(Η
Πολυάννα, ένα ορφανό εντεκάχρονο κορίτσι, πηγαίνει να μείνει με την αδερφή της μητέρας
της, την οποία δεν γνώριζε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η θεία της, μια σκληρή
γυναίκα, αναλαμβάνει το παιδί όχι επειδή το θέλει, μα από καθήκον. Η Πολυάννα όμως,
κατορθώνει να βρίσκει σε όλα κάτι όμορφο, χάρη στο «παιχνίδι της χαράς», που της
έχει μάθει ο πατέρας της.)
-Δεν μου φαίνεται να
δυσκολεύεσαι για να είσαι ευχαριστημένη απ’ όλα, αποκρίθηκε η Νάνσι, που
θυμήθηκε τι προσπάθειες έκανε η Πολυάννα, για να δείξει πως της αρέσει η γυμνή
σοφίτα.
Η Πολυάννα γέλασε:
-Είναι το παιχνίδι
τέτοιο, είπε. Κατάλαβες;
-Το παιχνίδι;…
-Ναι, το «παιχνίδι της χαράς».
-Μα, τι θέλεις να πεις;
-Είναι ένα παιχνίδι που
μου το ‘μαθε ο μπαμπάς μου κι είναι πολύ όμορφο, αποκρίθηκε η Πολυάννα. Το
παίζαμε πάντοτε, από τότε που ήμουνα πολύ μικρή. Το ‘μαθα και στις κυρίες του
Συνδέσμου και το παίζουν κι αυτές -μερικές τουλάχιστον.
-Και πώς παίζεται αυτό
το παιχνίδι. Εγώ από παιχνίδια δεν ξέρω πολλά πράγματα.
-Αρχίσαμε να το
παίζουμε όταν έφτασε στην ιεραποστολή ένα κιβώτιο, που είχε μέσα δεκανίκια.
-Δεκανίκια;
-Ναι, εγώ ήθελα μια
κούκλα κι ο μπαμπάς τούς το είχε γράψει. Όταν όμως έστειλαν το κιβώτιο, μας έγραψαν
πως δεν είχαν ούτε μία κούκλα, παρά μόνο κάτι μικρά δεκανίκια. Τα έστειλαν,
λοιπόν, γιατί ίσως να χρησίμευαν σε κανένα παιδάκι. Έτσι, αρχίσαμε το παιχνίδι.
-Μα δεν βλέπω τι σχέση
έχει ένα παιχνίδι μ’ όλα αυτά, είπε η Νάνσι απορημένη.
-Μα, ναι! Το παιχνίδι,
ίσα ίσα, ήταν να βρίσκεις πάντα κάτι για να μπορείς να είσαι χαρούμενη σε
οποιαδήποτε περίσταση, της εξήγησε η Πολυάννα σοβαρά. Κι άρχισε τότε, με τα
δεκανίκια.
-Εγώ δεν μπορώ να
καταλάβω πώς μπορεί κανείς να είναι ικανοποιημένος, όταν λαβαίνει ένα ζευγάρι
δεκανίκια, τη στιγμή που ήθελε μια κούκλα.
Η Πολυάννα χτύπησε τα
χέρια της.
-Κι εγώ, στην αρχή, δεν
μπορούσα να το καταλάβω, ομολόγησε. Ο μπαμπάς, όμως, μου το είπε.
-Τότε φαντάζομαι ότι θα
μου το πεις κι εμένα.
-Μπορείς να είσαι
ευχαριστημένη, αν δεν έχεις ανάγκη, αποκρίθηκε χαρούμενη η Πολυάννα. Βλέπεις;
Είναι πολύ εύκολο, φτάνει να το καταλάβεις.
-Είναι παράξενο! είπε η
Νάνσι, κοιτάζοντας την Πολυάννα με κάποιο φόβο.
-Δεν είναι παράξενο,
είναι όμορφο, επέμεινε η Πολυάννα ενθουσιασμένη. Από τότε το παίζαμε πάντοτε.
Όσο πιο δύσκολο, τόσο και πιο διασκεδαστικό. Μόνο που, καμιά φορά, είναι πολύ
δύσκολο, όπως όταν ο μπαμπάς πήγε στον ουρανό και δεν μου έμειναν πια, παρά οι
κυρίες του Συνδέσμου…
-Ή όταν σε βάλουν σε
μια μικρή σοφίτα, κάτω απ’ τη στέγη, μουρμούρισε η Νάνσι.
Η Πολυάννα αναστέναξε.
-Ήταν τρομερά δύσκολο,
παραδέχτηκε, όταν έμεινα μόνη εκεί πάνω. Δεν τα κατάφερνα να παίξω το παιχνίδι,
γιατί επιθυμούσα τόσο πολύ να είχα όμορφα πράγματα γύρω μου. Έπειτα, όμως,
σκέφτηκα πως δεν θα μου άρεσε να βλέπω μέσα σ’ έναν καθρέφτη τις πιτσιλάδες του
προσώπου μου, κι είδα κι εκείνο το υπέροχο τοπίο απ’ το παράθυρό μου κι έτσι
βρήκα με τι θα μπορούσα να είμαι ικανοποιημένη. Όταν αναζητάς τα ευχάριστα
πράγματα, ξεχνάς τ’ άλλα, καταλαβαίνεις;
ΕΛΕΑΝΟΡ
ΠΟΡΤΕΡ,
Πολυάννα,
το παχνίδι της χαράς, εκδόσεις Άγκυρα, απόδοση Γ.Τσουκαλάς.
(απόσπασμα)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;