Μια φορά κι έναν καιρό,
σε μια μακρινή πολιτεία, ζούσε ένας βασιλιάς. Η ανδρεία του ήταν μεγάλη. Η
σοφία του σπάνια. Τα πλούτη του αμύθητα. Περισσότερο απ’ όλα όμως φημιζόταν για
την ανθρωπιά και την καλοσύνη του. Όποιος είχε ανάγκη, δεν δίσταζε να χτυπήσει
την πόρτα του. Άνθρωποι από παντού κινούσαν για να τον συναντήσουν και να
ζητήσουν βοήθεια. Κανείς δεν έφευγε δυσαρεστημένος από το βασίλειό του.
Όταν έφτασε σε ηλικία
γάμου, η Αϊσά, μία πανέξυπνη και γοητευτική πριγκίπισσα, κέρδισε την καρδιά του
και έγινε σύντομα γυναίκα του. Όλοι περίμεναν με αγωνία τον πολυπόθητο διάδοχο
του ζευγαριού. Πέντε χρόνια είχαν περάσει από τη μέρα που παντρεύτηκαν και δεν
είχαν αποκτήσει ακόμα παιδιά.
Η βασίλισσα μαράζωνε
από τη στεναχώρια της. Τι κι αν ο καλόκαρδος Καμίρ -γιατί αυτό ήταν το όνομα
του βασιλιά- προσπαθούσε να την παρηγορήσει; Εκείνη δεν άκουγε τίποτα. Έλιωνε
αμίλητη χωρίς να μπορεί κανείς να τη βοηθήσει.
Ένα βράδυ, μια γριούλα,
κατάκοπη, χτύπησε την πόρτα του παλατιού. Τα ρούχα της ήταν κουρελιασμένα. Δεν
φορούσε παπούτσια. Τα ταλαιπωρημένα πόδια της κάλυπταν μόνο κάτι
χοντροπλεγμένες μάλλινες κάλτσες, οι οποίες σε πολλά σημεία είχαν τρυπήσει. Στα
γέρικα χέρια της κρατούσε ένα ροζιασμένο κλαδί που της χρησίμευε ως μπαστούνι. Ο
Καμίρ, μόλις τον ειδοποίησαν για την άφιξή της, έτρεξε αμέσως και διέταξε να
την αφήσουν να περάσει. Στη συνέχεια πλησίασε και την καλωσόρισε. Συγκινημένος
από την τραγική εικόνα της, δίχως να πει κάτι, χάιδεψε τα μπερδεμένα κάτασπρα
μαλλιά της. Ευθύς έδωσε εντολή σε δύο κοπέλες από το προσωπικό της Αϊσά να τη
μεταφέρουν σε ένα από τα ιδιαίτερα διαμερίσματα της γυναίκας του, να τη
λούσουν, να τη χτενίσουν, να της προσφέρουν καινούργια ρούχα και φαγητό, να την
περιποιηθούν με τον καλύτερο τρόπο. Κι έπειτα να στρώσουν το πιο αναπαυτικό
κρεβάτι για να ξεκουραστεί.
Όση ώρα ο βασιλιάς
έδινε οδηγίες για τη φιλοξενία της, η γριούλα παρέμενε σιωπηλή. Μόνο τον
κοίταζε με την αγάπη και την καλοσύνη ζωγραφισμένες στο ρυτιδιασμένο πρόσωπό
της. Όταν τελείωσε, του έσφιξε με ευγνωμοσύνη τα χέρια. Μέσα στις χούφτες του
άφησε απαλά δύο γυαλιστερά βότσαλα.
Το ένα ήταν κάτασπρο
και λαμπερό σαν τη μέρα.
Το άλλο ήταν κατάμαυρο
και αστραφτερό σαν τη νύχτα.
«Ας βάλει κάτω από το
μαξιλάρι της όποιο προτιμά. Σε έναν μήνα, αυτό που επιθυμεί, θα γίνει» ψιθύρισε
και ακολούθησε τις κοπέλες που περίμεναν να την οδηγήσουν στους ξενώνες της
βασίλισσας.
Ο Καμίρ μετέφερε στη
γυναίκα του όσα είχαν συμβεί και της έδωσε τα βότσαλα. Η Αϊσά, κακοδιάθετη και
αποκαρδιωμένη, ούτε καν γύρισε να τα κοιτάξει. Όταν μερικές ώρες μετά η
ηλικιωμένη εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει πίσω της κανένα ίχνος, σκέφτηκε πως
ίσως ήταν η Μοίρα που τους βοηθούσε με τον τρόπο της. Επειδή δεν μπορούσε να
επιλέξει μόνο ένα βότσαλο, έβαλε κάτω από το μαξιλάρι της και τα δύο, ευχόμενη
να περάσει γρήγορα ο μήνας.
Ποτέ ο χρόνος δεν της
είχε φανεί τόσο ατέλειωτος. Κάποτε ο ένας μήνας πέρασε και οι γιατροί του
παλατιού που την εξέτασαν, χαρούμενοι την ενημέρωσαν πως περίμενε δίδυμα.
Πράγματι, σε εννιά
μήνες, η Αϊσά γέννησε δύο πανέμορφα κοριτσάκια.
Το ένα ήταν κατάξανθο,
με κάτασπρο δέρμα και μάτια μελιά, γι’ αυτό του έδωσαν το όνομα Γκιούν (Μέρα).
Το άλλο ήταν μελαχρινό,
με κατάμαυρα μάτια και μαλλιά, γι’ αυτό του έδωσαν το όνομα Γκετζέ (Νύχτα).
Οι δύο αδελφούλες, που
έφεραν στο παλάτι μια πρωτόγνωρη ζωντάνια και χαρά, μεγάλωναν αγαπημένες.
Λίγο πριν κλείσουν τα
δεκαέξι τους χρόνια, η Αϊσά έφερε στον κόσμο ένα ακόμα χαριτωμένο κοριτσάκι,
που το ονόμασαν Ομούτ (Ελπίδα). Οι δυο κοπελίτσες είχαν ξετρελαθεί με τη μικρή
τους αδερφή ως τη στιγμή που ένας νεαρός χτύπησε την πόρτα του παλατιού. Το
όνομά του ήταν Γκιοκιουζού (Ουρανός).
Ο Καμίρ και η Αϊσά τον
υποδέχτηκαν με εγκαρδιότητα και αγάπη. Την ώρα του δείπνου τον σύστησαν στις
κόρες τους, οι οποίες μαγεύτηκαν από τα όμορφα μάτια του. Ήταν τόσο γαλάζια και
τόσο φωτεινά, που σαν μαγνήτης τραβούσαν τα βλέμματά τους. Ακόμα και η μικρούλα
Ομούτ, που ήταν πια ενός έτους, δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα ματάκια της από
τον όμορφο νεαρό.
Από την επόμενη μέρα,
οι δύο κοπέλες, άρχισαν να απομακρύνονται. Ενώ ποτέ δεν είχαν μυστικά,
ξεκίνησαν να κρύβουν πράγματα και, για να τα καλύψουν, να λένε ψέματα η μία
στην άλλη.
Οι γονείς,
απορροφημένοι από τις έγνοιες της καθημερινότητας, δεν πρόσεξαν αυτή την
αλλαγή. Και, φυσικά, δεν κατάλαβαν ότι η μία τους κόρη, η Γκιούν, συναντούσε
κρυφά τον νεαρό λίγο πριν ξυπνήσουν, ενώ η άλλη τους κόρη, η Γκετζέ, έκανε το
ίδιο πράγμα όταν διαπίστωνε πως είχαν κοιμηθεί.
Όμως, όπως συμβαίνει
πάντα, τα ψέματα και τα μυστικά των κοριτσιών δεν άργησαν να αποκαλυφθούν.
Κάποια στιγμή η Αϊσά
χρειάστηκε να λείψει για μερικές ώρες και ανέθεσε τη φροντίδα της μικρούλας
Ομούτ στις αδελφές της. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε προκύψει κάποιο πρόβλημα. Οι
δύο κοπέλες προθυμοποιούνταν να το κάνουν από μόνες τους. Τώρα που το μυαλό
τους ήταν στον Γκιοκιουζού, ούτε η Γκιουν, ούτε η Γκετζέ φάνηκαν χαρούμενες που
θα πρόσεχαν την Ομούτ.
Σαν να μην έφτανε αυτό,
από την ώρα που έφυγε η μητέρα τους, άρχισε να βρέχει ασταμάτητα. Η δύναμη της
βροχής ήταν πρωτόγνωρη. Έπεφτε με τόση ένταση και μανία που, μέσα σε λίγα
λεπτά, οι δρόμοι είχαν πλημμυρίσει. Οι κεραυνοί ακολουθούσαν ο ένας τον άλλο
χωρίς διακοπή και οι βροντές δεν έλεγαν να σταματήσουν. Ο χρόνος έτρεχε στα
ρολόγια του παλατιού, μα η Αϊσά δεν φαινόταν πουθενά. «Μην ανησυχείτε»,
καθησύχασε τα κορίτσια ο Καμίρ. «Η μητέρα σας πήρε τη μικρή άμαξα και μάλλον
δεν μπορεί να επιστρέψει λόγω της καταιγίδας. Ο Μεχμέτ ετοιμάζει το μεγάλο
αμάξι και θα πάμε να τη φέρουμε εμείς. Εσείς μείνετε εδώ, να προσέχετε την
Ομούτ κι αν χρειαστείτε κάτι, θα είναι δίπλα η Νουρ. Πιστεύω να επιστρέψουμε
ασφαλείς το συντομότερο».
Τα κορίτσια, απρόθυμα,
υποσχέθηκαν στον πατέρα τους ότι θα πρόσεχαν τη μικρή Ομούτ, μα, όσο περνούσε η
ώρα, ολοένα και πιο ανήσυχες, ολοένα και πιο νευρικές γίνονταν. Η Γκετζέ
περίμενε πώς και πώς να κοιμηθεί η Γκιούν. Στο τέλος δεν άντεξε και
αποκοιμήθηκε πρώτη η ίδια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να καθυστερήσει στη
συνάντησή της με τον Γκιοκιουζού. Όταν ξύπνησε, κόντευε να ξημερώσει. Ούτε που
κατάλαβε ότι η αδελφή της έλειπε. Χωρίς να ρίξει δεύτερη ματιά πίσω της, έτρεξε
στο ραντεβού της. Η έκπληξή της όταν συνάντησε εκεί την Γκιούν ήταν μεγάλη.
Απαίτησε αμέσως εξηγήσεις. Έτσι αποκαλύφθηκαν όλα και ξέσπασε ένας μεγάλος
καβγάς. Κανείς από τους τρεις νέους δεν άκουσε τις φωνές από τα πάνω
διαμερίσματα. Μόνο όταν είδαν τη Νουρ να μπαίνει αναμαλλιασμένη, κατάλαβαν πως
κάτι άσχημο είχε συμβεί.
«Σας βρήκα, επιτέλους!
Γρήγορα, ελάτε γρήγορα μαζί μου!» είπε στις κοπέλες που την κοιτούσαν έντρομες.
«Η Ομούτ! Η Ομούτ έπεσε
από το κρεβατάκι της και χτύπησε σοβαρά. Ελάτε γρήγορα, να δούμε τι θα κάνουμε,
πριν έρθουν οι γονείς σας».
Πριν προλάβουν να
ανέβουν στο δωμάτιο, έφτασαν στο παλάτι ο Καμίρ και η Αϊσά, κατακουρασμένοι. Η
άμαξά τους είχε κολλήσει στη λάσπη, μέσα στην ερημιά, και έκαναν ώρες για να
καταφέρουν να ξαναμετακινηθούν. Παρόλη την κούρασή τους, αισθάνθηκαν αμέσως πως
κάτι δεν πήγαινε καλά.
Όταν ο γιατρός κατέβασε
λυπημένος το κεφάλι, όλοι άρχισαν να κλαίνε. Η Ομούτ δεν θα ξαναξυπνούσε ποτέ…
«Μην ανησυχείτε» ακούστηκε
μία ψιθυριστή φωνή. «Το κορίτσι θα γίνει καλά».
Έκπληκτοι ο Καμίρ και η
Αϊσά αντίκρισαν τη γριούλα που πριν χρόνια τους είχε δώσει το άσπρο και το
μαύρο βότσαλο.
Η ηλικιωμένη γυναίκα,
που ήταν πιο περιποιημένη από την προηγούμενη φορά που τη συνάντησαν, πλησίασε
στο κρεβατάκι της Ομούτ. Με ένα πράσινο βότσαλο άγγιξε το μέτωπο του κοριτσιού
και μουρμούρισε χαμηλόφωνα μερικές λέξεις. Την ίδια στιγμή, η μικρούλα άνοιξε
τα ματάκια της, σηκώθηκε και χαμογέλασε.
Παρόλο που η Ομούτ
έγινε εντελώς καλά, την Γκιούν και την Γκετζέ τις έτρωγαν οι τύψεις. Πώς
μπόρεσαν κα άφησαν την αδελφούλα τους μόνη κι απροστάτευτη; Ήταν συνεχώς
κακόκεφες και δεν ενδιαφέρονταν για τίποτα. Ο όμορφος Γκιοκιουζού, με τα
γαλάζια σαν τον ουρανό μάτια, μετανιωμένος και ντροπιασμένος για το κακό που
προκάλεσε, έφυγε αμέσως από το παλάτι. Ποτέ κανείς δεν έμαθε τι απέγινε.
Ο Καμίρ και η Αϊσά
προσπάθησαν με κάθε τρόπο να βοηθήσουν τις δίδυμες κόρες τους να ξαναβρούν τη
χαμένη τους χαρά. Εξήγησαν και ξαναεξήγησαν πως τις είχαν συγχωρέσει, μα
εκείνες αδυνατούσαν να συγχωρήσουν τους εαυτούς τους.
Τη λύση έδωσε και πάλι
η ηλικιωμένη γυναίκα. «Πρέπει να ζήσουν για πάντα στο ίδιο σπίτι, χωρίς να
συναντούν η μία την άλλη, εκτός κι αν είναι μαζί τους η Ομούτ» είπε. «Μόνο τότε
θα καταφέρουν να ξεχάσουν και να προχωρήσουν παρακάτω». Και αυτή ήταν η
τελευταία φορά που την αντίκρισαν.
Από τότε η Γκιούν
κυκλοφορούσε μόνο τη μέρα, ενώ η Γκετζέ μόνο τη νύχτα. Κάποιοι λένε πως οι
κάτοικοι του παλατιού εκείνου ζουν ακόμα. Και μερικές φορές, λίγο πριν το φεγγάρι
δώσει η θέση του στον ήλιο, η Ομούτ βοηθάει τις αδελφές να πλησιάσουν η μία την
άλλη για λίγα δευτερόλεπτα. Τότε σπουδαία γεγονότα μπορεί να συμβούν στον
κόσμο. Αν οι δύο αδελφές αγκαλιαστούν, τα γεγονότα αυτά θα είναι ευχάριστα. Αν
όμως έχουν τις κακές τους και αρχίσουν να μαλώνουν, τότε αλίμονο μας…
Γιώτα Κοτσαύτη
Πηγή εικόνας: διαδίκτυο
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;