Ο Χρήστος ξύπνησε λίγο
πριν ξημερώσει. Τι κρύο ήταν αυτό! Έφαγε κάτι, ντύθηκε όσο πιο χοντρά μπορούσε
και βγήκε. Κάποιος έπρεπε να φέρει προσάναμμα για τη σόμπα. Ετοίμασε το κάρο
και τράβηξε κατά τον μαχαλά που έμενε προσωρινά η θεία του η Βαγγελίτσα.
Δεκαπέντε
χρονών παλικαράκι παίδευε το μυαλό του χωρίς αποτέλεσμα. Ποιος ήταν αυτός που
άναψε το φυτίλι και τους άφηνε να καίγονται; Έλληνες να σκοτώνουν Έλληνες. Τι
ντροπή! Άραγε θα μπορούσε να απαντήσει κανείς στα «γιατί» του;
-Θεία
Βαγγελιώ, καλημέρα. Πάω κατά το χωριό. Χρειάζεσαι τίποτα;
Αδελφή
της μάνας του ήταν, χήρα κι εκείνη, ένιωθε χρέος να τη βοηθήσει όσο μπορούσε.
Πριν
προλάβει ν’ απαντήσει η Βαγγελιώ, πετάχτηκε ο γιος της, ο Τασούλης, που
ετοιμαζόταν για το σχολείο.
-Μάνα,
μανούλα, να πάω κι εγώ;
Τα
μάτια του έλαμπαν από τη λαχτάρα. Μεγάλη αδυναμία είχε στον Χρήστο.
Η
γυναίκα κοντοστάθηκε. Θυμήθηκε το όνειρο που είδε το βράδυ κι έφτυσε τον κόρφο
της. Ήταν και το σχολείο στη μέση. Όχι, δεν θα τον άφηνε.
Κάτι
είπαν τα δύο αγόρια, δεν άκουσε τι, και τώρα γελούσαν. Από πότε, αλήθεια, είχε
δει τον γιο της να γελάει έτσι;
-Τασούλη
πουλί μου, να πας. Στάσου να σου ετοιμάσω μόνο κάτι να φας.
Ο
Τάσος έπεσε στην αγκαλιά της.
-Θα
φέρω και κοτσάνια για τη σόμπα! φώναξε χτυπώντας παλαμάκια, μα ξαφνικά
σκυθρώπιασε.
-Τι
έπαθες, γιαβρί μου;
-Δεν
έχω γάντια, μανούλα. Ξέχασες; Τα πήρε χθες ο Μαύρος και τα ξέσκισε.
Πράγματι,
το σκυλί των γειτόνων είχε καταστρέψει την προηγούμενη μέρα τα γάντια του
παιδιού.
-Μη
χολοσκάς γι’ αυτό. Πήγαινε κι εγώ αρχίζω τώρα κιόλας να σου πλέκω άλλα.
Τον
τύλιξε σφιχτά σφιχτά με μια παλιά στρατιωτική χλαίνη, του έδωσε να τρώει ένα
ξεροκόμματο μπομπότα με δυο-τρεις τσιγαρίδες, τον σταύρωσε και τον πήγε ως την
πόρτα. Ο ανιψιός της περίμενε πάνω στο κάρο.
Ο χειμώνας στο Αμύνταιο
ήταν πάντα τσουχτερός, μα εκείνη τη χρονιά είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Τα
χιόνια δεν έλεγαν να λιώσουν. Η θερμοκρασία ήταν για βδομάδες κάτω από το
μηδέν. «Στάζει και παγώνει» μουρμούριζαν οι κάτοικοι της περιοχής και κοίταζαν
ανήσυχοι από τα παράθυρα. Δεν θα ερχόταν ποτέ πια αυτή η άνοιξη; Δεν θα ερχόταν
ποτέ πια αυτή η ειρήνη; Καλός πόλεμος δεν υπήρχε βέβαια. Ο εμφύλιος όμως ήταν ο
χειρότερος απ’ όλους. Ο πιο καταραμένος.
Τα
δόντια του Τασούλη χτυπούσαν μεταξύ τους. Η μύτη του, τα χέρια του είχαν
μελανιάσει. Ο Χρήστος στριφογύριζε στη θέση του ανήσυχος. Αν πάθαινε κάτι το
παιδί, θα είχε το κρίμα στον λαιμό του.
Για
καλή τους τύχη σε λίγη ώρα τούς πλησίασε μια πομπή από στρατιωτικά αυτοκίνητα.
Ένα σταμάτησε. Ήταν δικοί τους.
-Παλικάρι,
δεν αφήνεις το παιδί να ‘ρθει μαζί μου πριν ξεπαγιάσει; του είπε ο οδηγός.
Ο
Χρήστος εμπιστεύτηκε χαρούμενος το ξαδερφάκι του στον φαντάρο και συνέχισε τον
δρόμο του.
Για
λίγη ώρα το παιδί δεν μπορούσε ούτε τα χείλια του να κουνήσει. Σιγά σιγά
ζεστάθηκε, ξεθάρρεψε, λύθηκε η γλωσσίτσα του. Η διαδρομή ήταν ευχάριστη. Τόσο
που λυπήθηκε όταν έφτασε στον προορισμό του.
Αφού
ευχαρίστησε τον ευγενικό νεαρό, έκανε να κατέβει. Ο πάγος ήταν χοντρός. Τα
λαστιχένια παπούτσια του γλιστρούσαν. Πριν καλά καλά το καταλάβει, βρέθηκε
πεσμένος ανάσκελα, με το κεφάλι κάτω ακριβώς από την πίσω ρόδα του οχήματος.
Δεν πρόλαβε ούτε να φωνάξει…
Μάταια
ο οδηγός του επόμενου αυτοκινήτου κόρναρε φρενιασμένα.
Το
κακό είχε γίνει.
…
«Γιαβρί μου. Τζιγιέρι
μου» έκλαιγε και κοπανιόταν η μάνα.
«Αγοράκι
μου. Σπλάχνο μου» ούρλιαζε.
Η
μαντήλα της έφυγε. Λύθηκαν τα μακριά μαλλιά κι έπεσαν στα μάτια της.
«Τα
βλέπετε; Πριν φύγει τα ξεκίνησα. Πριν φύγει άρχισα να τα πλέκω» έλεγε και
ξανάλεγε και σήκωνε ψηλά τα μισοπλεγμένα γάντια. Κι έπειτα τα έσφιγγε με δύναμη
στο στήθος. Λες κι έσφιγγε στην πονεμένη αγκαλιά το παιδί της…
Γιώτα
Κοτσαύτη
(Κείμενο
βασισμένο σε αληθινή ιστορία. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τον αδερφό, τον
ξάδελφο και τη θεία της γιαγιάς μου)
Πηγή φωτογραφίας:
https://xiromeritissa.wordpress.com/tag/%CF%80%CF%8E%CF%82-%CF%80%CE%BB%CE%AD%CE%BA%CF%89-%CE%B3%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%B1-%CE%BC%CE%B5-%CE%B4%CE%AC%CF%87%CF%84%CF%85%CE%BB%CE%B1/
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;