Γιαμουρίδου
Κική
Το χιόνι σκέπασε
τα πάντα. Με δυσκολία βλέπω από το παράθυρο τη μεγάλη αυλή μας. Ούτε η βρύση
φαίνεται πια, ούτε ο ξύλινος καναπές, που μαστόρεψε ο παππούς. Το πράσινο χρώμα
των δέντρων κρύφτηκε κι αυτό. Όλα λευκά. Μοιάζουν ίδια. Το μικρότερο είναι η
αμυγδαλιά μας. Πέρυσι τη φυτέψαμε, με τη γιαγιά. Ήθελα πολύ να έχουμε μια «νυφούλα»
ανάμεσα στα τόσα ψηλά δένδρα. Μόνη μου τη φροντίζω. Ρωτώ συνεχώς τους μεγάλους
πώς να την περιποιηθώ με τον καλύτερο τρόπο. Σκαλίζω το χώμα γύρω της, την
ποτίζω προσεκτικά, μακριά από τη ρίζα, με το μοβ μικρό μου ποτιστήρι. Γίναμε
φίλες. Κάθε πρωί της λέω καλημέρα και το βράδυ την καληνυχτίζω. Τώρα, όμως,
νιώθω θλίψη. Η αγαπημένη μου «αμυγδαλιά του Φλεβάρη», αυτό είναι το όνομά της,
κρυώνει. Δεν μπορεί να μου μιλήσει, να μου το πει, μα το ξέρω. Περιμένω με
λαχτάρα να την αντικρίσω με ροζ και λευκά λουλουδάκια, μα δεν νομίζω πως θα τα
καταφέρει. Είναι μικρή και το κρύο τσουχτερό. Θέλω πολύ να τη βοηθήσω. Όλο τον
χρόνο περιμένω να την καμαρώσω. Ενδιαφέρομαι συνέχεια. Η μαμά λέει πως πρέπει
να ασχολούμαστε με όλα όσα αγαπάμε. Καταλαβαίνουν. Χαίρονται. Ανθίζουν. Αυτό θα
κάνω και τώρα. Θα φορέσω τις κόκκινες γαλότσες μου, το σκουφί και το κασκόλ και
θα τρέξω κοντά της. Πρέπει να της δώσω δύναμη και κουράγιο. «Αγαπημένη μου
φίλη, συγγνώμη που χαθήκαμε. Σε κοιτάζω συνεχώς μέσα από το τζάμι, μα σ’ άφησα
μόνη σου. Να ξέρεις, όμως, πως παρακαλάω να είσαι καλά και πως θέλω να γίνεις
όμορφη, ψηλή και ξεχωριστή». Ξαφνικά ένα κλαδάκι της τίναξε το χιόνι πάνω στο
αδιάβροχο μου και φάνηκαν τα άνθη του. «Τα κατάφερες! Ναι, έχεις λουλούδια. Σ’
αγαπώ! Είσαι η πιο όμορφη αμυγδαλιά. Θα μοσχοβολήσει ο τόπος. Η αγάπη ανθίζει
τα πάντα». Χόρευα με δυσκολία κι εκείνη έστεκε εκεί περήφανη. Ευτυχισμένες κι
οι δύο.
Κοτσαύτη
Γιώτα
Μια φορά κι έναν
καιρό ο Φλεβάρης βρέθηκε σ’ ένα μέρος γεμάτο ανθισμένες αμυγδαλιές. Μόλις είχε
κατέβει στη Γη και προσπαθούσε να κρυφτεί εξαιτίας του ποδιού του, που ήταν
κουτσό. Σε μια γωνία, αρκετά πιο πέρα απ’ τα υπόλοιπα, υπήρχε ένα δέντρο ολομόναχο.
«Γεια σου»
χαιρέτισε τον νεαρό που κάθισε να ξαποστάσει στον κορμό του.
«Γεια σου και
σένα» απάντησε εκείνος.
«Μόλις κατέβηκες
στη Γη. Δεν θέλεις να πας να τη γνωρίσεις; Να χαρείς και να διασκεδάσεις;»
«Πώς μπορώ να το
κάνω μ’ αυτό;» είπε κι έδειξε το πόδι του. «Όλοι θα με κοιτάνε… Σιχαίνομαι τον
οίκτο τους».
«Θα ’δινα τα
πάντα να είχα πόδια, ακόμα κι αν το ένα ήταν κουτσό. Να μπορώ να ταξιδέψω, να
πάω σ’ άλλα μέρη, να γνωρίσω κι άλλα πλάσματα, να…»
Ο Φλεβάρης απόμεινε
για λίγο αμίλητος, βυθισμένος στις σκέψεις του. Ύστερα έβγαλε ένα παράξενο υγρό
μέσα απ’ το σακίδιό του και το ’ριξε στις ρίζες του δέντρου. Τότε εκείνο
μεταμορφώθηκε σε μια όμορφη και λυγερή κοπέλα. Μαζί ταξίδεψαν από τόπο σε τόπο
και βοήθησαν τους ανθρώπους να καταλάβουν πως τίποτα δεν μπορεί να σταθεί
εμπόδιο στα όνειρα και στις επιθυμίες.
Μετά από λίγο
καιρό έπρεπε ο Φλεβάρης να επιστρέψει στον Ουρανό κι η Αμυγδαλιά στο λιβάδι
της. Έδωσαν ραντεβού για την επόμενη χρονιά. Έτσι και φέτος. Περιμένουν πώς και
πώς ν’ ανταμώσουν. Αν περάσεις, λοιπόν, από ένα λιβάδι με αμυγδαλιές και δεις
μία μόνη της, παράμερα απ’ τις άλλες, να ξέρεις ότι είναι η αμυγδαλιά του
Φλεβάρη, που τον περιμένει να τη μεταμορφώσει σε άνθρωπο…
Μπαλάσκα
Σοφία
Η αμυγδαλιά που
είχε φυτέψει ο μπαμπάς, πριν μερικά χρόνια, έστεκε ακόμη εκεί. Από παιδί μού
άρεσε να χαζεύω τα άνθη της, που ήταν λευκά σαν βαμβάκι με λίγο ροζ, έτσι για
να τονίζει την ομορφιά της. Ακόμα θυμάμαι τη μέρα που έφτασε στο σπίτι μας.
«Μαμά, μαμά, έλα
να δεις, ο μπαμπάς έφερε ένα ωραίο λουλούδι!» φώναξα. Την έπιασα απ’ το χέρι
τρέξαμε στην αυλή.
«Ω, μα αυτή
είναι μια αμυγδαλιά!» είπε η μαμά, και τα μάτια της έλαμψαν. Βλέπετε η
αμυγδαλιά ήταν το αγαπημένο της δέντρο. Εγώ δεν είχα ξαναδεί κι έτσι άρχισε να
μου μιλάει για τα άνθη της και το πόσο όμορφα είναι.
«Ελάτε, τι
κοιτάτε, θα βάλετε ένα χεράκι;» μας είπε ο μπαμπάς, ενώ είχε ήδη αρχίσει να
σκάβει το χώμα στην αυλή.
Μετά από λίγο
και οι τρεις μαζί κάναμε έναν κύκλο γύρω από την αμυγδαλιά μας, τραγουδώντας
και γελώντας.
Ξαφνικά η πρώτη
νιφάδα χιονιού έπεσε στα κεφάλια μας. «Γρήγορα μέσα» φώναξε η μαμά. Κι εγώ
αμέσως σκέφτηκα: «Βρήκα πώς θα τη λέμε! Αμυγδαλιά του Φλεβάρη!» Το χιόνι είχε
καλύψει σχεδόν όλη την αυλή.
Σπαθαράκη
Κατερίνα
Η μυγδαλιά του
Θεού
Μια φορά κι έναν
καιρό υπήρχε ένα άλσος στο οποίο είχαν συγκεντρωθεί τα πιο όμορφα δέντρα του
κόσμου. Όλα τα δέντρα που υπήρχαν στη γη προσπαθούσαν να μοιάσουν σε αυτό το
μαγικό άλσος. Όμως ακόμα και σε αυτό το μέρος υπήρχε ένα πρόβλημα: δεν
μπορούσαν να βρουν μία μυγδαλιά αρκετά όμορφη για να τη βάλουν στο άλσος. Κι
αυτό γιατί εκείνα τα χρόνια οι μυγδαλιές είχαν φοβηθεί, αφού κάθε χρόνο έβλεπαν
τα άνθη τους να γκρεμίζονται από τον δυνατό άνεμο. Οπότε αποφάσισαν από κει και
πέρα να κρατάνε τα λουλούδια τους και να ανθίζουν μαζί με τα υπόλοιπα δέντρα.
Αυτό δημιούργησε πρόβλημα όχι μόνο στο μαγικό άλσος, αλλά και στη γη, γιατί
ερχόταν ο Φλεβάρης και τα αμύγδαλα κόντευαν κιόλας να εξαφανιστούν.
Όλοι λοιπόν στο
άλσος ήταν στεναχωρημένοι, όμως πιο στεναχωρημένος απ’ όλους ήταν ο κάκτος.
Γιατί το φυτό αυτό μπορεί να φαίνεται διαφορετικό από τη μυγδαλιά, αλλά την
αγαπάει πολύ. Η μυγδαλιά είναι όμορφη και βιαστική, ενώ ο κάκτος σοφός και
κάνει σπάνια λουλούδια. Ο ένας λοιπόν χρειάζεται και αγαπάει τον άλλον. Οπότε ο
κάκτος αποφάσισε ότι ήταν η ώρα του να δράσει και ξεκίνησε για το μακρύ του
ταξίδι στη γη. Ήταν αποφασισμένος, πριν τελειώσει ο Φλεβάρης, να βρει μία
μυγδαλιά που να μη φοβάται να πετάξει τα ανθάκια της με τις πρώτες ακτίνες του
ήλιου.
Ο κάκτος
περπατούσε και περπατούσε για μέρες στη γη, χωρίς να συναντήσει ούτε μία
μυγδαλιά. Ο Φλεβάρης κόντευε να τελειώσει. Μια μέρα, όμως, έφτασε στο χωριό που
οι άνθρωποι ονομάζουν Μπαλκόνι του Θεού. Το ονομάζουν έτσι γιατί η γαλήνια
θάλασσα και τα άγρια βουνά ενώνονται χάρη σε μία λωρίδα γης απότομη. Και σε
αυτή τη λωρίδα γης, ακριβώς στη μέση του γκρεμού, παρά το τσουχτερό κρύο του
Φλεβάρη, είχε φυτρώσει μία πανέμορφη ολάνθιστη μυγδαλιά.
Χαραμή
Μεταξία
Χειμώνας στη
φύση, χειμώνας στον κάμπο, χειμώνας στο βουνό, χειμώνας παντού! Κρύο, βροχή,
χιόνι κι όλα μαζί χειμώνας. Χειμώνας στις καρδιές, χειμώνας στα όνειρα των
ανθρώπων. Ομίχλη που ντύνει τα σπίτια, σκιάζει τον ήλιο κι όλα μαζί χειμώνας.
Κι εκεί που όλα κρυώνουν, η αμυγδαλιά έμαθε ν’ αντέχει και ν’ ανθίζει. Φλέβισ’
ο Φλεβάρης, έσκασ’ ο ήλιος ένα χαμόγελο κι εκείνη χαμογελάει. Φοράει το ροδαλό
νυφικό της κι ετοιμάζεται να σταθεί νύφη στο πλευρό του. Ξέρει πώς να γίνεται
όμορφη, ξέρει πώς να παρηγορεί και να δίνει ελπίδες. Όλοι περιμένουν το δικό
της σύνθημα. Το σύνθημα της ζωής που ξεπροβάλλει μέσ’ από αρχέγονες
μυσταγωγίες. Το σύνθημα της άνοιξης. Η Περσεφόνη θ’ αφήσει τον Πλούτωνα για ν’ ανέβει
στη γη, στη μάνα Δήμητρα. Η αμυγδαλιά άνθισε, πιο σίγουρη από ποτέ βαδίζει στο
φως, καταπατά το σκοτάδι κι αφήνει χαραμάδες χαράς. Της χαράς που έκλεψε ο
χειμώνας. Αυτός ο γέρος που όλο κρυώνει. Οι ποιητές ένιωσαν το άρωμά της κι
άρχισαν να σκαλίζουν τα κιτάπια τους. Η αμυγδαλιά τούς αρέσει. Είναι όμορφη και
φέρνει ελπίδες. Ελπίδες για το καλύτερο. Μόνο ένας ποιητής μπορεί να
μετασχηματίσει τις εικόνες σε στίχους. Κι η αμυγδαλιά είναι μια εικόνα. Μια
εικόνα χαράς, κάλλους, αισθητικής απόλαυσης. Κι έγινε στίχος από πολλούς. Από
μόνη της ένα στολίδι κι ένα σύμβολο, που όποιος μπορεί να το διαβάσει
λυτρώνεται και βλέπει τον κόσμο όμορφο, έστω κι αν δεν είναι. Μικρή μου
αμυγδαλιά, πόσα μου ’μαθες!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;