Κοτσαύτη Γιώτα
Ένα φυτό ξεπροβάλει μέσ’
απ’ το χιόνι. Πρώτη το εντοπίζει η Φαίδρα. «Τι κάνεις εκεί;» ρωτάνε οι
συμμαθήτριές της που τη βλέπουν να σκύβει. «Τίποτα, κάτι μου έπεσε» απαντάει
και σπεύδει να ρίξει πάνω του ένα χαρτομάντιλο. «Άντε, πάμε, παγώσαμε…» λένε
και συνεχίζουν τον δρόμο τους. Ευτυχώς που δεν έδωσαν σημασία. Ευτυχώς που δεν
το εντόπισαν. Τις ακολουθεί μα το μυαλό της έχει μείνει πίσω, στο μικρό φυτό.
«Θ’ αντέξει, άραγε, με τόσο κρύο;»
Όταν φτάνει στο σπίτι,
δεν αργεί να το μοιραστεί με τους γονείς της. «Πρέπει να πάμε, να το βγάλουμε
από κει και να το φέρουμε στο σπίτι. Να το φυτέψουμε σε μία απ’ τις γλάστρες
μας, να το προσέχω και…»
Συμφωνούν με την
πρότασή της. Όταν φτάνουν όμως, διαπιστώνουν ότι είναι ένα σπάνιο είδος. Δεν
γίνεται να το ξεριζώσουν και να το μεταφυτεύσουν. Η Φαίδρα χτυπάει το πόδι της
στο χιόνι.
«Θα το πάρουμε, θα το
πάρουμε, θα το πάρουμε!» λέει με πείσμα.
«Κορίτσι μου, αν το
πάρουμε, θα μαραθεί αμέσως. Είναι κρίμα…»
«Ναι, αλλά αν το δουν
εδώ οι συμμαθητές μου, θα το καταστρέψουν» απαντάει και τρίβει τα μάτια της.
«Θα το πούμε στη
διευθύντρια αύριο, πρωί πρωί και θα τους εξηγήσει».
Πράγματι, η διευθύντρια
μιλάει στα παιδιά. Ενημερώνει ότι στο δασάκι φύτρωσε ένα σπάνιο φυτό. Ότι είναι
προστατευόμενο είδος. Και πως δεν πρέπει να το πειράξουν.
Το επόμενο πρωί η
Φαίδρα αργεί να ξυπνήσει. Καθώς τρέχει να προλάβει το κουδούνι, βλέπει στο
σημείο που είναι το φυτό ένα τσούρμο από παιδιά.
«Αχ, ελπίζω να μην το
κατέστρεψαν» παρακαλάει από μέσα της.
Πλησιάζει και τι να
δει! Ένα πανέμορφο λουλούδι! Δίπλα του μερικά ακόμα αδύναμα φυτάκια.
Ήχος κουδουνιού
ακούγεται κάπου στο δάσος. Τα παιδιά τρέχουν προς το σχολείο. Πριν απ’ αυτό
όμως δίνουν μία υπόσχεση. Θα προσέχουν το λουλούδι και τα φυτά σαν τα μάτια τους.
Δεν είναι και λίγο ν’ ανακαλύπτεις τέτοια ομορφιά μέσα στο καταχείμωνο!
Χαραμή Μεταξία
Περπατούσε με σκυμμένο
κεφάλι, θυμωμένη πάλι με τον αδελφό της. Ούτε το κατάλευκο χιονάκι που έπεσε πρωί
πρωί κατάφερε να την ηρεμήσει. «Όλο το δικό του θέλει να γίνεται επειδή είναι μεγαλύτερος.
Γιατί παρακαλώ; Κι η μαμά όλο το μέρος του παίρνει. Ο γιος της, βλέπεις, το
καμάρι της». Αυτά σιγομουρμουρίζει η Όλγα καθώς περπατάει με ζωηρό βήμα προς το
δασάκι που βρίσκεται κοντά τους. Κυριακή πρωί, η φύση ντυμένη στα λευκά. Κανονικά
θα ’πρεπε να πετάει από τη χαρά της. Κι εκεί που σκεφτόταν χίλιους τρόπους να εκδικηθεί
τον Άλκη, τον αδελφό της, βλέπει μπροστά της ένα πανέμορφο λουλουδάκι να ξεπετιέται
από το χιόνι. Είχε το ίδιο ροζ-λιλά χρώμα όπως το σκουφάκι της και ζωηρόχρωμα πράσινα
φύλλα. Πιο κει άλλα λουλουδάκια έτοιμα κι αυτά ν’ ανθίσουν. «Αυτό είναι θαύμα» μονολογεί.
«Ανθισμένο λουλούδι μέσα από το χιόνι, ποιος θα το ’λεγε. Πόσο όμορφο είναι!» Ενώ
το χάζευε, το μυαλό έτρεξε στις φίλες της. Έπρεπε να τους το πει. Να το δουν κι
εκείνες. Να το θαυμάσουν μαζί της. Γύρισε πίσω τρέχοντας. Έφτασε στα σπίτια τους
κι άρχισε να φωνάζει. Βγήκαν τα κορίτσια έξω και την ακολούθησαν. Θαύμασαν μαζί
της το σπάνιο λουλούδι του χιονιού. Σκέφτηκαν να έχουν τον νου τους, να μην το πειράξει
κανείς. Πέρασαν ώρα πολλή κουβεντιάζοντας γύρω από το καινούργιο τους εύρημα. Ξαφνικά
εντοπίζει από μακριά τον Άλκη να τη φωνάζει. Δεν είναι πια θυμωμένη μαζί του, ίσως
κι εκείνη να του μιλάει άσχημα κάποιες φορές. Πόσο διαφορετικά βλέπει τώρα τα πράγματα!
Ένα λουλούδι που αποφάσισε ν’ ανθίσει μέσα στο χιόνι κατάφερε να της πάρει τον θυμό.
Μήπως έχει δίκιο η γιαγιά που αγαπάει τα λουλουδάκια της και τα έχει σαν παιδιά
της; Μερικές φορές τούς μιλάει κιόλας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;